Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ar.)

282 Γλαὺξ ἵπταται: ἡ πτῆϲιϲ τῆϲ γλαυκὸϲ εἰϲ νίκηϲ ϲύμβολον ἐλογίζετο. [*](Prov.) καὶ ἑτέρα παροιμία· Γλαῦκεϲ Λαυριωτικαί, ἐπὶ τῶν πολλὰ χρήματα ἐχόντων· παρόϲον ἐν Λαυρείῳ τῆϲ Ἀττικῆϲ γίνονται χρύϲεια μέταλλα. ἐνεχάραττον δὲ γλαῦκαϲ ἐν τοῖϲ χρυϲοῖϲ νομίϲμαϲι. καὶ ἑτέρα παροιμία· Γλαύκου τέχνη, ἐπὶ τῶν ῥᾳδίωϲ κατεργαζομένων· ἀπὸ Γλαύκου τινὸϲ Σαμίου, ὃϲ πρῶτοϲ ϲιδήρου κόλληϲιν [*](Suid.) ἐξεῦρεν. λέγεται δὲ ἡ γλαὺξ χαλκίϲ.

[*](Σ)

283 Γλαφυρόν: ἡδὺ, κοῖλον, βαθὺ, ϲοφὸν, ἔμπειρον, ἀκριβὲϲ. [*](Δ) λαμπρόν.

[*](Σ)

284 Γλεῦκοϲ: τὸ ἀποϲτάλαγμα τῆϲ ϲταφυλῆϲ πρὶν πατηθῇ. καὶ [*](Soph.) ἡ τραγῳδία φηϲὶ περὶ Αἴαντοϲ· ἐμοὶ πικρὸϲ τέθνηκεν ἢ κείνοιϲ γλυκύϲ.

[*](Hom.)

285 Γλήναια: ἀξιοθέατα.

[*](278 sch. Ar. Eq. 1004; — ἰχθύοϲ ═ H cf. Bk. 88, 6 279 — Ἀθήναιϲ ═ Zen. III 6 Γλαύκειον ᾠόν ═ Ambr. 414 280 — κυάνεοϲ ═ Ba 185, 12; — λευκόϲ ═ H Γλαῦκοϲ —Καρύϲτιοϲ Harp.; — κύριον ═ Ambr. 377 πύκτηϲ sq. ═ Bk. 232, 24 cf. 227, 24 281 Paus. Per. 6, 10, 1—3 282 — ἐλογίζετο sch. Ar. Eq. 1093 cf. Zen. II 89 γλαῦκεϲ —νομίϲμαϲι ═ Paroem. ed. Gsf. 32 n. 297 cf. sch. Ar. Eq. 1093; Γλαύκου τέχνη—ἐξεῦρεν ═ Diogen. lV 8 cf. H 283 — ἀκριβέϲ ═ Ba 185, 20, Et. M. 233, 44 cf. H, sch. B 516, Ap. S. 55, 3 λαμπρόν cf. H v. γλαφυράϲ 284 — πατηθῇ ═ Ba 185, 22, H cf. Bk. 227, 19 ═ Et. M. 234, 8 ἐμοί sq. Soph. Ai. 966 285 sch. Ω 192 cf. H, Ambr. 409 Et. M. 234, 5)[*](278 Z 438 281 hinc v. παῖε cf. v. χειρονομεῖν 282 cf. v. οὐχὶ Γλαύκου. vs. 24 λέγεται sq. ex v. χαλκίϲ 283 Z 441)[*](A(GITFVM))[*]( 3 χρηϲμολόγοϲ—4 ἐμπορίαϲ] χρηϲμοπορίαϲ A 8 Ὀλυμπιάδι GTec FM Ὀλυμπιάδου I Ὀλυμπίοιϲ V cp. A Ὀλυμπιάδα Bk. 12. 13 πυκτεύϲοντα] πυκτεύοντα A πυκτίϲοντα V 16 ϲκιαμαχοῦντοϲ—17 χειρονομεῖν om. V 20 Λαυρείῳ] Λαυρίῳ FV 24 λέγεται—χαλκίϲ om. FV 28 Αἴαντοϲ T Ἀγαμέμνονοϲ rell.)
527

286 Γλήνη: κόρη ὀφθαλμοῦ. ἢ ὄρη. παρὰ τὸ ὁρᾶν. Γλίνη [*](Σ Ecl.?) δὲ ὁ ῥύποϲ διὰ τοῦ ι.

287 Γληχώ: θηλυκῶϲ Ἀττικοὶ τὴν ὀρίγανον. οἱ δὲ βληχώ φαϲι. [*](Ar.) λέγεται δὲ καὶ Γλήχων, γλήχωνοϲ. βοτάνη· ζήτει ἐν τῷ βληχωνία. [*](Δ) Γλίχων δὲ ὄνομα κύριον διὰ τοῦ ι. βαθυγνώμων ἄνθρωποϲ καὶ κρυψίνουϲ· [*](Δ) Ῥουφῖνοϲ καὶ Γλίχων ἐπίτροποι βαϲιλέωϲ Θεοδοϲίου.

[*](Suid.)

288 Γλίϲχρον: τὸ λαίμαργον, καὶ ἡδύ. ἢ κολλῶδεϲ. καὶ Γλίϲχροϲ, [*](Δ) φειδωλὸϲ, ϲκιφὸϲ, πάνυ ῥυπαρόϲ. ἀλλ’ ἐγώ τιϲ ἄρα δυϲαπάλλακτοϲ [*](Σ) ἦν ἀπὸ τῶν τοιούτων καὶ γλίϲχρωϲ ἔτι εἰχόμην τῆϲ αὐτῆϲ ἀληθείαϲ, ἅτε ὡϲ ἀληθῶϲ ὄναρ πλουτήϲαϲ. κατέβη ἐκ χωρίων [*](Ε) γλίϲχρων καὶ μηδ’ ἐν εἰρήνῃ τρέφειν ἱκανῶν ὄντων. τουτέϲτι τροφῆϲ ϲπανιζόντων. ὅτι τὸ γλίϲχρον ἐπὶ δυϲτυχίᾳ ἔλεγον οἱ Ἀττικοί. [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνηϲ Εἰρήνῃ· ὦ γλίϲχρων, ὁρᾷϲ ὡϲ οὐκέτ’ εἶναί ϲοι δοκῶ μιαρώτατοϲ. ἀντὶ τοῦ ὦ ἐπιθυμητά· παρὰ τὸ γλίχεϲθαι. πρὸϲ Ἑρμῆν ὁ λόγοϲ. καὶ αὖθιϲ Ἀριϲτοφάνηϲ Εἰρήνῃ· ἕλκουϲι δ’ ὅμωϲ γλιϲχρότατα ϲαρκάζοντεϲ ὥϲπερ κυνίδια. καὶ Ἀρριανόϲ· τὰ ἐπιτήδεια [*](Ε) γλίϲχρωϲ τῇ ϲτρατιῇ ἐπορίζοντο. ἀντὶ τοῦ φειδομένωϲ.

289 Γλίϲχροϲ: ταπεινὸϲ, κόλαξ. γενοῦ γλίϲχροϲ, προϲαιτῶν, λιπαρῶν [*](Ar.) τ’ Εὐριπίδη. λιπαρῶν· τὸ λι μακρόν. καὶ Γλίϲχρων, ὁ ἐπιθυμητήϲ· παρὰ τὸ γλίχεϲθαι. καὶ Γλίϲχρωϲ, ὀλιϲθηρῶϲ.

[*](Δ)

290 Γλιϲχραντιλογεξεπιτρίπτου: ἐκ τοῦ γλίϲχρου καὶ ἀντιλογίαν [*](Ar.) ἔχοντοϲ καὶ ἐπιτρίπτου ϲύγκειται· οἷον τοῦ δυναμένου ἐπιτρῖψαι. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· οὐδ’ ἑλκόμενοϲ περὶ πραγματίου γλιϲχραντιλογεξεπιτρίπτου.

291 Γλίχεται· γενικῇ. λίαν ἔχεται, ἐπιθυμεῖ. καὶ Γλιχόμενοϲ, [*](ΣΔ) ἐπιθυμῶν. κατ᾿ αἰτιατικὴν δέ· καὶ ταῦτα ἦν, ταῦτ᾿ ἐγλίχετο.

[*](Synt.)[*](286 — ὄρη ═ Ba 185, 24, H; — ὀφθαλμοῦ ═ Et. M. 233, 57 (cf. 234, 11 Bk. 233, 3); Eust. I. 1344, 52; sch. Θ 164, Apion, Ambr. 398 γλίνη sq. ═ Ambr. 397, Ps. Herodian. 15, Et. M. 234, 25 287 — φαϲι sch. Ar. Ach. 874 cf. ad v. B 338 γλήχων, γλήχωνοϲ cf. Ambr. 382 Γλίχων— κύριον ═ Ambr. 375 288 ἡδύ ═ Ambr. 408 κολλῶδεϲ—ῥυπαρόϲ ═ Σa, Ba 185, 25 Lex. Rhet. in Et. Gen. cf. Et. M. 234, 33; H; Bk. 233, 6, sch. Pl. Rep. 553 c ἀλλ’ — πλουτήϲαϲ fort. Iulian. vs. 12 γλίϲχρον—15 λόγοϲ Ar. Pac. 193—4 c sch. 192—3 cf. sch. 482; ἕλκουϲι— κυνίδια Ar. Pac. 481—2 vs. 16 τά—ἐπορίζοντο Arr. Parth. p. 15 R. 289 — μακρόν Ar. Ach. 451—2 c. sch.; γλίϲχρων— γλίχεϲθαι sch. Ar. Pac. 193 γλίϲχρωϲ sq. ═ Ambr. 422, H 290 Ar. Nu. 1004 c. sch. 291 γενικῇ cf. Bk. 131, 3, Synt. Laur. λίαν— ἐπιθυμεῖ ═ Ba 185, 28, Lex. Rhet. ap. Et. Gen. ═ Et. M. 234, 37 cf. H γλιχόμενοϲ, ἐπιθυμῶν ═ H, Ambr. 418 cf. Et. M. 234, 35 καὶ ταῦτα sq. cf. Bk. 131, 4)[*](286 Ambr. Z 440, Eust. I 1344, 55 287 cf. v. B 338; Z 440, 439. βαθυγνώμων sq. ex v. B 31 288 φειδωλόϲ cf. v. λίϲχροϲ. Ar. Pac. cf. v. Δ 310 et v. μιαροί 289 cf. v. λιπαρεῖ)[*](4 βοτάνη—βληχωνία om. AFV βοτάνη] post βληχωνία M 5 βαθυγνώμων—6 A(GITFVM) γνώμων—6 Θεοδοϲίου ex Img 8 ϲκιφόϲ] ϲκνιφόϲ Σa Ba Et. Hes. 9 γλίϲχρωϲ] γλίϲχροϲ Aec V 9. 10 τῆϲ αὐτῆϲ ἀληθείαϲ] ταύτηϲ τῆϲ εὐηθείαϲ Port. 19 λιπαρῶν] λιπαρόν lVM om. T 26 κατ᾿—ἐγλίχετο om. FV αἰτιατικὴν] αὐτήν M ταῦτ᾿ del. pr.)
528
[*](Σ)

292 Γλουτόν: τὸ ϲφαίρωμα τῆϲ κοτύληϲ.

[*](Δ)

293 Γλώνυϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

294 Γλωϲϲαλγίαν: ἀργολογίαν.

[*](Soph.)

295 Γλῶϲϲαν μὲν ἀργὸν, χεῖρα δ’ εἶχον ἐργάτιν. νῦν δ’ εἰϲ ἔλεγχον ἐξιὼν ὁρῶ βροτοῖϲ γλῶϲϲαν οὐχὶ τἄργ᾿ εἰϲ πάνθ’ ἡγουμένην· οὕτω γραπτέον· ἐϲθλοῦ πατρὸϲ παῖ, καὐτὸϲ ὢν νέοϲ ποτὲ γλῶϲϲαν μὲν ἀργὸν καὶ τὰ ἑξῆϲ.

[*](Prov.)

296 Γλῶϲϲα ποῖ πορεύῃ; ἀπόκριϲιϲ· πόλιν ἀνορθώϲουϲα καὶ πόλιν καταϲτρέψουϲα: ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν διὰ λόγων ἢ ὠφελούντων ἢ βλαπτόντων.

[*](Σ)

297 Γλώϲϲαργον ἦθοϲ: ἀντὶ τοῦ ταχὺ καὶ ϲτωμύλον.

298 Γλῶϲϲα ταμιείου· ἣν ἔϲχε Κυρῖνοϲ ὁ ϲοφιϲτὴϲ ἐκ βαϲιλέωϲ.

299 Γλωϲϲηματικά: εἶδοϲ διαλέκτου.

[*](Soph.)

300 Γλώϲϲῃ ϲὺ δεινόϲ· ἄνδρα δ’ οὐδέν’ οἶδ’ ἐγὼ δίκαιον, ὅϲτιϲ ἐξ ἅπαντοϲ εὖ λέγει· οἷον βουλόμενοϲ ἐκ παντὸϲ δοκεῖν δίκαια λέγειν.

[*](Σ)

301 Γλωϲϲόκομον: θήκη λειψάνων ξυλίνη. ὁ δὲ Φῆϲτοϲ ὁ ἀνθύπατοϲ [*](Ε) πέμπεται ἐϲ Ἀϲίαν, ὃϲ τὴν βαϲιλικὴν γλῶϲϲαν ἐπεπίϲτευτο. ἤκμαζεν ἐπὶ τοὺϲ χρόνουϲ Οὐάλεντοϲ.