Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
262 Γήτειον: τὸ ἀμπελόπραϲον. Ἀριϲτοφάνηϲ· τύπτε τοῦτον [*](Anth.) γητείῳ. δῶρα δέ ϲοι γήτειον ἀειθαλὲϲ ὀρθρινὰ δώϲω καὶ δροϲερὰϲ [*](Ar.) ϲτόμαϲι ϲχιζομέναϲ ψεκάδαϲ. καὶ αὖθιϲ Ἀριϲτοφάνηϲ· ἡ λαχανόπωλιϲ παραβλέψαϲά φηϲι θατέρῳ, εἰπέ μοι, γήτειον αἰτεῖϲ; πότερον ἐπὶ τυραννίδι; ζήτει ἐν τῷ βαϲανίϲαϲ.
263 Γιγαντιᾷ: τὰ τῶν Γιγάντων φρονεῖ. Πιϲίδηϲ περὶ Χοϲρόου· [*](Δ) γιγαντιᾷ δὲ καὶ τυραννῆϲαι θέλει. καὶ Γιγαντιαῖον ὄνομα, τὸ μέγα. καὶ Γιγαντολέτειρα, ἡ τοὺϲ Γίγανταϲ ὀλοῦϲα. καὶ Γιγαντολέτιϲ, ὁμοίωϲ θηλυκῶϲ. καὶ Γιγαντολέτωρ.
264 Γιγαντώδηϲ· ἐδόκει γὰρ τό τε ϲῶμα γιγαντώδηϲ εἶναι καὶ τὸν θυμὸν θηριώδηϲ καὶ ἐϲ ἀγχίνοιαν τῶν ϲυλλῃϲτευόντων ἁπάντων πολυπλοκώτεροϲ.
265 Γίγαρτα: τῶν ϲταφυλῶν ὁ καρπόϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ὢν ἄνευ [*](254 — κύριον ═ Ambr. 303 cf. 306 βούλει sq. Ar. Ach. 1082 c. sch. 256 ═ Ambr. 313, Et. M. 231, 5, H, sch Δ 437, Ap. S. 54, 29 257 ═ Preger 157, 3—6 258 ═ Paroem. ed. Gsf. 31, n. 288; Γῆϲ ἔντερα sq. ═ Diogen. III 91 259 Soph. OT 895—8 c. sch. 260 cf. sch. Luc. 192, 18, H v. γήτια, Et. M. 230, 21 ═ Εt. Gen., Ambr. 323 261 sch. Ar. Vsp. 496 262 — ἀμπελόπραϲον cf. Ambr. 321. H v. γήθυα τύπτε—γητείῳ Ar. Ran. 622 δῶρα — ψεκάδαϲ Anth. 7, 195, 7—8 Ἀριϲτοφάνηϲ —τυραννίδι Ar Vsp. 495 — 7 263 vs. 25 γιγαντιᾷ —θέλει Pisid. Heracl. Acr. 1, 30 Γιγαντιαῖον—μέγα cf. Ambr. 365; Γιγαντολέτειρα ═ Ambr. 358; ἡ—ὀλοῦϲα cf. Ambr. 344; Γιγαντολέτιϲ—θηλυκῶϲ cf. Ambr. 357 Γιγαντολέτωρ cf. Ambr. 356, Stud. An. 265—6 264 Eunap. fr. 11, FHG 4, 17 265 Ar. Pac. 634 c. sch.) [*](254 Z 434; Ar. cf. v. B 432; hinc v. τρικέφαλοϲ 2 255 Z 434 256 cf. 252 258 Z 435 262 cf. 234 et v. B 137 263—4 Z 437 265 cf. 223) [*](A(GITFVM))[*]( 3 τρεῖϲ] γω A 17 Γήϲεια] Γήϲια A 262 non nov. gl. AM 29 θηριώδηϲ] καί θ. A)
266 Γίγιϲ, Γίγιδοϲ: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)267 Γιγλιϲμόϲ: κιχλιϲμὸϲ, ἀπὸ χειρῶν γέλωϲ, γαργαλιϲμόϲ.
[*](Σ)268 Γίγλυμοι: ἀντεμβολαί τινων ἐξοχῶν πρὸϲ κοιλότηταϲ, οἵαπερ [*](Σ) ἡ κατὰ τὸν πῆχυν πρὸϲ τὸν βραχίονα ϲυμβολή.
269 Γίγνω καὶ Γιγνόμενοϲ. καὶ Γίνομαί ϲοι Μωϋϲῆϲ· δοτικῇ.
[*](Δ Synt.)270 Γιεζῆ: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)271 Γίνεται: ἐπὶ τοῦ τελειοῦται διὰ τοῦ ι, ἐπὶ δὲ τοῦ γεννῇ διὰ διφθόγγου. τὰ δὲ γινόμενα κατὰ τρεῖϲ τρόπουϲ γίνεται· κατ᾿ οἰκονομίαν, [*](Phil.) κατ᾿ εὐδοκίαν, κατὰ ϲυγχώρηϲιν.
272 Γινόμενα καὶ γενόμενα διαφέρει. τὰ μὲν γὰρ γενόμενα πάντωϲ ἀπέβη, [*](Suid.) τὰ δὲ γινόμενα ἤτοι ἀποβαίνει ἢ οὔ.
273 Γινώϲκω· αἰτιατικῇ. γνωρίζω. ἤδη γάρ ϲε γινώϲκω, καὶ ὧν [*](Δ + Ε) εἶπαϲ ἀκούϲαϲα καὶ τὴν ὄψιν ἰδοῦϲα.
274 Γιώραϲ: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)275 Γίϲχαλα: ὄνομα τόπου.
[*](Δ)276 Γλάγοϲ: γάλα. καὶ Γλαγερῶν, ἀντὶ τοῦ λευκῶν. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· [*]() ἄρκυν τε γλαγερῶν λαιμοπέδαν γεράνων.
[*](Anth.)277 Γλάμων: ὁ λημῶν τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ καὶ διύγρουϲ αὐτοὺϲ ἔχων, [*]() ὡϲ Χάρων. Γλάμων ὁ ἀκάθαρτοϲ. καὶ Σοφοκλῆϲ ἐπὶ ὀρνέου· [*](Ar.) τοὺϲ γλαμυροὺϲ κατὰ φορβάν. Ἀριϲτοφάνηϲ Βατράχοιϲ· κ᾿ Ἀρχέδημοϲ ὁ γλάμων. ϲκορόδων ὁμοῦ τρίψαντ’ ὀπῷ τιθύμαλλον ἐμβαλόντα τοῦ Λακωνικοῦ ϲαυτοῦ παραλείφειν τὰ βλέφαρα τῆϲ ἑϲπέραϲ. εἰώθαϲιν οἱ ἰατροὶ καὶ πατρίδαϲ ὑπ᾿ ἀλαζονείαϲ τῶν βοτανῶν ὀνομάζειν, οἷον Κυρηναϊκὸν ὀπὸν, Σμυρναϊκόν. διαβόητοϲ δὲ ἦν ὁ Λακωνικὸϲ τιθύμαλλοϲ· ἔϲτι δὲ εἶδοϲ βοτάνηϲ δριμυτάτηϲ παρὰ Λάκωϲιν εὑριϲκόμενον. εἴρηται δὲ ἐπὶ τῶν λημώντων τούϲ ὀφθαλμούϲ. τί δ᾿ ἢν Νεοκλείδηϲ ὁ γλάμων ϲε λοιδορῇ; οὗτοϲ ἐκωμῳδεῖτο ὡϲ ϲυκοφάντηϲ [*](266 cf. Ambr. 345 267 ═ Ba 185, 9 cf. H, Ambr. 343 (═ Ps. Herodian. 13) 268 ═ Ba 185, 13 269 Γίγνω ═ Ambr. 367; γιγνόμενοϲ ═ Ambr. 369 γίνομαι sq. ═ An. Ox. 4, 289, 2 270 ═ Ambr. 350, Ps. Herodian. 13 271 — διφθόγγου cf. Choerob. An. Ox. 2, 188, 26 ═ Et Gud., Et. M. 232, 24 273 — αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. et Gud, An. Ox. 4, 289, 3 ἤδη sq. Iambl. ft. 5* (et Dam. fr. 75) 274 ═ Ambr. 346 275 ═ Ambr. 362 276 — γάλα ═ Ba 185, 11, H, sch. B 471, Ap. S. 55, 1, Et. M. 232, 35 ἄρκυν sq. Anth. 6, 109, 8 277 — Χάρων cf. sch. Ar. Ran. 588; — ἔχων ═ Ba 185, 18; — λημῶν ═ H vs. 21 γλάμων — 23 γλάμων Ar. Ran. 588 c. sch. cf. sch. Ω 192; Soph. fr. 364 ; ϲκορόδων—εὑριϲκόμενον Ar. Eccl. 404—6 c. sch. εἴρηται—vs. 28 ὀφθαλμούϲ cf. sch. Ar. Ran. 588; τί sq. Ar. Eccl. 254 c. sch.) [*](267 hinc 62, Z 436 268 Z 437 270 Z 437 271 cf v. πρόνοια et v. οἰκονομία 272 ex 151; Z 437 273 γνωρίζω cf. 332. Z 438 274—5 Z 437 277 cf. v. ἰατρόϲ et v. τιθύμαλλοϲ. Z 438) [*](3 Γίγιϲ, Γίγιδοϲ] Γίγγιϲ, Γίγγιδοϲ M 7 γιγνόμενοϲ] γιγνώμενοϲ AF A(GITFVM) καὶ γίνομαι —δοτικῇ om. FV 272 ex A post 273 Mmg 20 Γλάμων —21 Χάρων om. GV 21 Γλάμων nov. gl. ITF καί—p. 526, 2 ἀκαθαρϲίαϲ om. T ὀρνέου M ὄρνιϲι V cp. rell. ὀρνέων sch. 22 κ᾿ Ἀρχέδημοϲ —p. 526, 2 ἀκαθαρϲίαϲ om. V 23 ὀπῷ] ἀπῷ A 28 τί—p. 526,1 κλέπτηϲ om. F)
278 Γλάνιϲ: εἶδοϲ ἰχθύοϲ. καὶ χρηϲμολόγοϲ, Βάκιδοϲ ἀδελφόϲ.
279 Γλαῦκα εἰϲ Ἀθήναϲ: ἐπὶ τῶν ἀχρήϲτουϲ ἐμπορίαϲ ἀγόντων· ἐπειδὴ τὸ ζῷον τοῦτο ϲφόδρα ἐπιχωριάζει ταῖϲ Ἀθήναιϲ. καὶ Γλαύκειον ᾠόν.
280 Γλαυκόϲ: λευκὸϲ, κυάνεοϲ. Γλαῦκοϲ δὲ ὄνομα κύριον, [*](Σ) γένοϲ Καρύϲτιοϲ. πύκτηϲ, ε΄ καὶ κ΄ Ὀλυμπιάδι ϲτεφανωθεὶϲ καὶ Πύθια τρὶϲ, Ἴϲθμια δεκάκιϲ, γενναῖοϲ ὅλῳ τῷ ϲώματι.
281 Γλαῦκοϲ Καρύϲτιοϲ· τούτου γῆν ἐργαζομένου, ἐπειδὴ ϲυνέβη τὴν ὕνιν ἐκ τοῦ ἀρότρου πεϲεῖν, καθήρμοϲε τῇ χειρὶ ἀντὶ ϲφύραϲ. ἰδὼν δὲ τὸ ποιηθὲν ὁ πατὴρ ἤγαγεν αὐτὸν εἰϲ Ὀλυμπίαν πυκτεύϲοντα. ὁ δὲ, ἅτε οὐκ ἐμπείρωϲ ἔχων, ἐτιτρώϲκετο ὑπὸ τῶν ἀνταγωνιϲτῶν καὶ ἀπαγορεύειν ἔμελλεν ὑπὸ τῶν πληγῶν. φαϲὶ δὲ τὸν πατέρα βοῆϲαι, παῖε τὴν ἐπ᾿ ἀρότρου. ὁ δὲ βιαιότερον ἐπενεγκὼν πρὸϲ τὸν ἀνταγωνιζόμενον εἶχε τὴν νίκην. ϲκιαμαχοῦντοϲ δὲ ὁ ἀνδριὰϲ παρέχεται ϲχῆμα, ὅτι ὁ Γλαῦκοϲ ἦν ἐπιτηδειότατοϲ χειρονομεῖν.