Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

242 Γηῶραι: ἐπίμικτοι, τηρηταὶ τόπων.

[*](Σ)

243 Γήπαιδεϲ: ὄνομα ἔθνουϲ.

[*](Δ)

244 Γήπεδον: τὸ χωρίον. ὥϲπερ καὶ οἱκόπεδον, τὸ γῇ καὶ οἰκήμαϲιν [*](Harp.) ἀπαρτιζόμενον.

245 Γηραλέα: ἡ γραῖα. καὶ Γηραλέοϲ, ὁ γέρων. καὶ Γηραλέον [*](Δ) οὐδετέρωϲ. νῦν γηραλέαι ἐναγκαλίζονται.

246 Γηρᾶ ναί. γηρᾶϲαι. καὶ παροιμία· Γηράϲκω δ’ αἰεὶ πολλὰ [*](Σ) διδαϲκόμενοϲ, ἐπὶ τῶν διὰ γῆραϲ ἐμπειροτέρων.

[*](Prov.)

247 Γηραιόϲ: παλαιὸϲ, προβεβηκώϲ. ὁ δὲ γηραιόϲ τε ὢν ἤδη καὶ. ἐκ πλείϲτου ἄμφω τῶ πόδε πεπηρωμένοϲ καὶ οἷοϲ μὴ ἐφ’ ἵππου [*](Ε) ὀχεῖϲθαι, ὅμωϲ ὥϲπερ τιϲ νεανίαϲ ῥωμαλεώτατοϲ οὐκ ἀπηγόρευε πρὸϲ τοὺϲ πόνουϲ, ἀλλὰ φοράδην εἰϲ τὰϲ παρατάξειϲ ἐφοίτα.

248 Γήρειον: τόποϲ. καὶ Γήρειον ἔτοϲ, τὸ παλαιόν.

249 Γηροτροφῶ.

[*](Δ)

250 Γηρωβοϲκῶ: γηροτροφῶ. Σοφοκλῆ· ὅπωϲ γένηται γηροβοϲκὸϲ [*](Δ Soph.) βοϲκὸϲ εἰϲ ἀεὶ, μέχριϲ ἂν μυχούϲ κίχωϲι τοῦ κάτω θεοῦ.

251 Γηρωκομεῖον, Γηροτροφεῖον δέ.

[*](Δ)

252 Γῆρυν: φωνήν. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ϲὺν καλάμοιϲ ἄγγοϲ τε [*](Σ) μελανδόκον, οἷϲι φυλάϲϲει αἰὼν ἐϲϲομένοιϲ γῆρυν ἀποιχομένων.

[*](Anth.)

253 Γηρυόνεια δένδρα, καὶ Γηρυόνειον νῆμα.

[*](Δ)[*](237 ═ Ambr. 287 cf. 319 238 γήμαϲ cf. Ambr. 335 γήμω sq. ═ Synt. Gud., An. Ox. 4, 289, 1 239 Ar. Nu. 42 c. sch. 240 Tim. 241 ═ Ambr. 309 Nicet. p. 657 242 ═ Ba 185, 8 243 ═ Ambr. 311, Ps. Herodian. 14 244 Harp. ═ Et. M. 230, 16 cf. H 245 — γραῖα ═ Ambr. 314; γηραλέοϲ, ὁ γέρων cf. H v. γηράλιοϲ 246 — γηρᾶϲαι Ba 185, 7, H cf. Moeris 194, 5, Ambr. 333 γηράϲκω sq. ═ Diogen. III 80, sch. Pl. Amat. 133c; Solon. fr. 18 247 ὁ sq. Agath. 2, 22 p. 113 248 — τόποϲ ═ Ambr. 330 γήρειον ἔτοϲ cf. Ambr. 329 249 ═ Ambr. 338 250 — γηροτροφῶ ═ H; l. ═ Ambr. 336 ὅπωϲ sq. Soph. Ai. 570 — 1 251 cf. Ambr. 325—6, Ps. Herodian. 206 252 — φωνήν ═ H, Bk. 232, 16, sch. Vict. Ar. Av. 233 ϲύν sq. Anth. 6, 68, 56 253 — δένδρα cf. Philostr. 5, 5, Ambr. 324)[*](240 cf. v. ἰλλάδεϲ. Z 435 241 cf. 85. Z 434 242 Z 434 244 hinc v. οἰκόπεδον 247 cf. v. φοράδην 250 cf. v. μυχόϲ 251 cf. Z 435 252 cf. 256 253 Z 435)[*](6 τήν] τὴν ϲήν TM Ar. 14. 15 καὶ γηραλέον οὐδετέρωϲ om. FV A(GITFVM) 15 νῦν—ἐναγκαλίζονται om. ATFV 20 ὅμωϲ] Ὅμηροϲ FV 22 καί — παλαιόν ex GIM; Γῆραϲ· ἐν γήρει πίονι praemis. I 24 Γηρωβοϲκῶ] Γηροβοϲκῶ ITF, Hes. γηροτροφῶ om. GITF 24. 25 γηροβοϲκόϲ IF Soph. γηρωβοϲκόϲ rell.)
524
[*](Δ)

254 Γηρυόνηϲ: ὄνομα κύριον. Ἀριϲτοφάνηϲ· βούλει διαμάχεϲθαι [*](Ar.) Γηρυόνῃ τετραπτίλῳ; ἀντὶ τοῦ τετρακεφάλῳ. αἰνίττεται δὲ τὴν τοῦ Λαμάχου περικεφαλαίαν τρεῖϲ λόφουϲ ἔχουϲαν· ἀπὸ τῶν περικειμένων αὐτῇ πτίλων. ὃ δὲ λέγει, τοιοῦτόν ἐϲτι· βούλει πρόϲ τινα ἀκαταμάχητον μάχεϲθαι; ὁ γὰρ Γηρυόνηϲ τρικέφαλοϲ ὢν πολὺν ἀγῶνα παρέϲχε τῷ Ἡρακλεῖ.

[*](Δ)

255 Γηρυῶνοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

256 Γῆρυϲ: ἡ φωνή.

257 Γῆϲ ἄγαλμα· γυναῖκα πλάττουϲι τὴν Ἑϲτίαν, οἱονεὶ τὴν γῆν, τύμπανον βαϲτάζουϲαν, ἐπειδὴ τοὺϲ ἀνέμουϲ ἡ γῆ ὑφ᾿ ἑαυτὴν ϲυγκλείει.

[*](Prov.)

258 Γῆϲ βάροϲ: ἐπὶ τῶν εἰϲ μηδὲν ϲυντελούντων. καὶ ἑτέρα παροιμία· Γῆϲ ἔντερα, ἐπὶ τῶν μηδενὸϲ ἀξίων.

[*](Soph.)

259 Γῆϲ ὀμφαλόϲ: ὁ νεῶϲ τοῦ Ἀπόλλωνοϲ. εἰ γὰρ αἱ τοιαίδε πράξειϲ τίμιαι, τί δεῖ με χορεύειν; οὐκέτι τὸν ἄθικτον εἰμι γῆϲ ἐπ᾿ ὀμφαλὸν ϲέβων. τουτέϲτιν οὐκέτι ἄπειμι πρὸϲ τὸν Ἀπόλλωνα, οὐδὲ πρὸϲ τὸν ἄχραντον καὶ ϲεβάϲμιον καὶ ἀπροϲπέλαϲτον αὐτοῦ νεών.

[*](Δ)

260 Γήϲεια: κρόμυα.

[*](Ar.)

261 Γήτεια: εἶδοϲ βοτάνηϲ, παρεοικὸϲ πράϲῳ.