Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Synt.)

222 Γειτνιάζω· δοτικῇ.

223 Γίγαρτον: τὸ ἔνδυμα τῆϲ ϲταφυλῆϲ.

[*](Suid.)

224 Γῆ· ἐπεὶ ἕδρα πάϲηϲ πόλεώϲ ἐϲτιν ἡ γῆ ὡϲ βαϲτάζουϲα τὰϲ πόλειϲ, πλάττεται πυργοφόροϲ.

[*](Δ)

225 Γηγενέτηϲ: ὁ γηγενήϲ. καὶ Γηγενεῖϲ, οἱ ἐκ γῆϲ γεγονότεϲ [*](Thdr.) Ἀδὰμ καὶ Εὔα, ἐπεὶ οὐκ ἐκ ϲυνουϲίαϲ ἐγένοντο, κυρίωϲ· καταχρηϲτικῶϲ δὲ πᾶϲ ἄνθρωποϲ.

[*](Ar.)

226 Γηγενεῖϲ: ὠχροὺϲ καὶ νεκρώδειϲ. ἢ ἀϲεβεῖϲ καὶ θεομάχουϲ, διὰ τοὺϲ Γίγανταϲ. οὕτω διαβάλλει τοὺϲ φιλοϲόφουϲ Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· ταῦτ᾿ ἔμαθεϲ τὰ δεξιὰ εἴϲω παρελθὼν παρὰ τοὺϲ γηγενεῖϲ, καὶ, Γηγενεῖ φυϲήματι, ἀντὶ τοῦ μεγάλῳ ὥϲτε ϲειϲμοὺϲ ποιεῖν· ἀρχαία γὰρ ὑπόνοια τὸ ὑπὸ πνευμάτων κατεχομένην ϲείεϲθαι τὴν γῆν. [*](Ps.) Ἀριϲτοφάνηϲ. λέγονται καὶ Γηγενεῖϲ, οἱ τὰ γήϊνα φρονοῦντεϲ.

[*](Δ)

227 Γῄδιον: μικρὰ γῆ.

[*](Ε)

228 Γῄδιον· ὑπεδέξατο αὐτοὺϲ ἄγροικοϲ πένηϲ γῄδιον λεπτὸν κακῶϲ γεωργῶν.

[*](Thdr.)

229 Γῆ ζώντων: ὁ προϲδοκώμενοϲ βίοϲ, ὡϲ τοῦ θανάτου κεχωριϲμένοϲ καὶ ἐλεύθεροϲ λύπηϲ. Δαβίδ· ὑψώϲει ϲε τοῦ κατακληρονομῆϲαι γῆν.

[*](Prov.)

230 Γῇ θάλατταν ϲυναναμίγνυϲιν: ἐπὶ τῶν ϲφόδρα ὀργιζομένων ἡ παροιμία.

[*](Σ)

231 Γήθειν: χαίρειν.

[*](Δ)

232 Γηθοϲύνη: χαρά. καὶ Γηθοϲύνωϲ, μετὰ χαρᾶϲ.

[*](ΣΔ)

233 Γηθόϲυνοι: χαίροντεϲ. καὶ Γήθω ῥῆμα.

[*](Σ)

234 Γηθυλλίϲ: λάχανον πράϲῳ ὅμοιον, ὅ τινεϲ ἀμπελόπραϲον λέγουϲιν.

[*](Δ)

235 Γήϊνοϲ: ὁ φθαρτόϲ.

[*](Ar.)

236 Γῆ κληρουχική: οἱ Ἀθηναῖοι λαμβάνοντεϲ πολεμίαν πόλιν καὶ τοὺϲ ἐνοικοῦνταϲ ἐκβάλλοντεϲ, πολίταϲ ἑαυτῶν ἀποϲτέλλοντεϲ, κλήρῳ τὴν γῆν αὐτοῖϲ διένεμον.

[*](222 ═ Synt. Laur. et Gud. 223 cf. H, Ps. Herodian. 13 225 — γηγενήϲ cf. H v. γηγενέταιϲ, Ambr. 296 γηγενεῖϲ sq. Thdr. in Ps. 48, 3, PG 80, 1217 c, 1220a 224 — vs. 12 γηγενεῖϲ Ar. Nu. 852 — 3 c. sch.; γηγενεῖ —γῆν sch. Ar. Ran. 825 vs. 15 γηγενεῖϲ sq. ═ An. Ox. 2, 432, 3 227 ═ Ambr. 331. 228 Iambl. attr. Bruhn Rh. Mus. 45, 282 229 — λύπηϲ Thdr. in Ps. 26, 14 PG 80, 1056c; ὑψώϲει sq. Ps. 36, 34 230 ═ Paroem. ed. Gsf. 31, n. 289 231 ═ Ba 185, 4, H 232 — χαρά ═ Ambr. 315, H, Et. M. 230, 33 cf. Ba 185, 5 ═ sch. N 29; γηθοϲύνωϲ sq. ═ Ambr. 342 233 — χαίροντεϲ ═ Ba 185, 6 sch. H 122 cf. H, Ambr. 301 γήθω sq. ═ Ambr. 332 cf. 340 234 cf. Moeris 194, 6, H v. γήθυα, Ambr. 321 235 ═ Ambr. 297 236 sch. Ar. Nu. 203)[*](223 cf. 265 224 ex v. Δ 426 225 Z 433 224 hinc v. ϲειϲμόϲ 227 Z 435 229 Z 435 231 Z 436 234 cf. 262 Z 435)[*](A(GITFVM))[*]( 223 om. FM; extra ord. 224 om. TFV mg. A post 217 GI 5 πόλεωϲ] τῆϲ π. A 7 καί om. FVM γηγενεῖϲ nov. gl. FM ss.  V 226 non nov. gl. AM 15 λέγονται — φρονοῦντεϲ om. FV 20 Δαβίδ om. TFV mg. AM 27 ὅ] οἱ AG ac I)
523

237 Γήλοφοϲ: ὁ ὑψηλὸϲ τόποϲ.

[*](Δ)

238 Γήμαϲ: ὁ ἀνήρ. καὶ Γήμω· αἰτιατικῇ.

[*](Δ Synt.)

239 Γῆμ’ ἐπῆρε: γῆμαι ἀνέπειϲε. κυρίωϲ δὲ τὸ ἐπῆρεν, ἀντὶ τοῦ [*](Ar.) ἐχαύνωϲε καὶ ἀνεκούφιϲεν, ἐπαγγελλομένη προῖκα μεγάλην εἰϲοίϲειν τὴν γυναῖκα, οἰκουρὸν φάϲκουϲα εἶναι, μὴ οὕτωϲ ἐχούϲηϲ. Ἀριϲτογάνηϲ Νεφέλαιϲ· ἥτιϲ με γῆμ’ ἐπῆρε τὴν μητέρα.

240 Γῆν ἰλλομένην: ϲυγκεκλειϲμένην καὶ περιειλημμένην. ἰλλάδεϲ [*](Σ) γὰρ οἱ δεϲμοί.

241 Γηών: ποταμόϲ.

[*](Δ)