Scholia in Iliadem

Scholia in Homerum

Scholia in Homerum. Scholia Graeca in Homeri Iliadem, Volume 1-6. Dindorf, Ludwig; Maas, Ernest, editors. Oxford: Clarendon Press, 1875-1888.

26. κιχείω παρὰ] παρὰ τὸ κίω τὸ πορεύομαι . . . . κίχω, ὁ μέλλων κιχῶ καὶ σπερ . . . . σείω, οὕτω καὶ κιχῶ καὶ κιχείω.

28. χραίσμῃ] βοηθήσῃ. τὸ θέμα χραίσμω, τοῦτο ἀπὸ τοῦ χρῆσις χρησίμω συστολῇ τοῦ η . . . . μῶ τοῦ ι χραίσμω.

σκῆπτρον] ἐκ τοῦ σκήπτω τὸ . . . . ζω, τὸ δὲ σκήπτω σημαίνει δύο, τὸ. . . . ἵζω, ἐξ οὗ καὶ σκῆπτρον, καὶ τὸ προφασίζομαι, ἐξ οὗ καὶ σκῆψις ἡ πρόφασις. τὸ δὲ σκῆψις ἡ πρόφασις ἐκ τοῦ σκέπω ἢ . . . μελέτης ψευδὴς μαρτυρία. ὁ γὰρ σκεπτόμενος ψευδές τι . . . . κρυφίως τοῦτο μελετᾷ καὶ οἱ. . . .

29. γῆρας ἡ τελευτὴ ἡλικίας, ἐξ οὗ. . . . τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ ἐν τῇ γῇ ὅρᾶν.

30. τηλόθι ἐπίρρημα τοπικὸν ἀπὸ τοῦ τηλοῦ τοῦ παρὰ τὸ τέλος, ὡς τὸ ὑψοῦ ὑψόθεν, ἀγχοῦ ἀγχόθεν, οὕτω καὶ τὸ τηλόθι.

32. ἐρέθιζε ἐκ τοῦ. . . . ἐκ τοῦ ἔρις ἐρεθίζω. . . .

σαώτερος] παρὰ τὸ σῶ τὸ ὑγιαίνω σάω, ἐξ οὗ σάος καὶ σαότερος . . . . ἐξ οὗ σόος ἐκ τοῦ σῶ σῶος, ἐξ οὗ τὸ σώζω, ἐξ οὗ καὶ τὸ σόος ὡς τὸ. . . . λαὸς . . . . καὶ τροπῇ τοῦ ο εἰς ᾶ σᾶος. τὸ δὲ. . . .

33. μύθῳ] μῦθος σημαίνει δύο. τὸν σκοτεινὸν λόγον . . . . μύω τὸ . . . . . . . . παρὰ τὸ μυῶ μυήσω τὸ διδάσκω μύηθος καὶ μῦθος.

34. φλοῖσβος παρὰ τὸ φλογίζω . . . . καὶ ἀποβολῇ τοῦ γ . . . . φλοισμός . . . . β φλοῖσβος.

[*](1. ΣΧΟΛΙA ΝΕΩΤΕΡΑ] Haec ensi ab Cramero editis Anecd. scholia a manu recentiore scripta Oxon. volumine primo, aliisque sunt in codice Veneto B, de quo grammaticis multa cum diversitate dixi in Praefatione. Compilatasunt scripturae, qua utentur qui gram- ex Eymologico Magno, Epimeris- maticos illos pertractabunt. mis Homericis ex codice Oxonni- 12. τελευτὴ] τελευτ΄)
363

[Scholia versuum 26-34 partim obliterata in Veneto B· omni ex parte integra leguntur in codice Lipsiensi et partim in Tovnleiano, in utroque a manu recentiore, exscripta, verbis leviter mutatis, ex Etymologico Magno. Quibus inter se collatis haec sic supplenda et corrigenda esse patet, 26. (ex Etym. M. p. 515. 53) κιχείω] παρὰ τὸ κίω τὸ πορεύομαι πλεονασμῷ τοῦ χ γίνεται κίχω, ὁ μέλλων κιχῶ, καὶ ώσπερ παρὰ. τὸ βρώσω βρωσείω, οὕτω καὶ κιχῶ καὶ κιχείω. 28. (in codicibus Townleiano et Lipsiensi a manibus recentibus et similiter in Etym. M. p. 814, 13) χραίσμῃ] βοηθήσῃ. τὸ θέμα χραίσμω. τοῦτο ἀπὸ τοῦ χρήσιμος χρησίμω, συστολῇ τοῦ η εἰς τὸ α καὶ μεταθέσει τοῦ 1 χραίσμω. (In Etym. M. χρησιμῶ et χραισμεῖ scriptum. Brevius in Townl. et Lips. χραίσμῃ] ἀπὸ τοῦ χρήσιμος γέγονε καὶ συστολῇ-τοῦ ι χραισμῶ). Duplicem ac- centum, χραίσμω vel χραισμῶ, diserte testatur Etym. M. Scholion totum integrius repetitur infra ad v. 566 p. 367, 9—13, ubi recte scriptum est συστολῇ τοῦ η εἰς α καὶ ὑπερβιβασμῷ (ἐν μετα- θέσει codices Townleianus et Lips. cum Etym. M.) τοῦ ῑ χραίσμω. 28. (in cod. Lips. et Etym. M. p. 717,2) σκῆπτρον] ἐκ τοῦ σκήπτω τὸ ἐπακουμβίζω· τὸ δὲ σκήπτω σημαίνει δύο· τὸ ἐπακουμβίζω, ἐξ οὗ καὶ σκῆπτρον, καὶ τὸ προφασίζομαι, ἐξ οὗ καὶ σκῆψις ἡ ποό- φασις· τὸ δὲ σκῆψις ἡ πρόφασις ἐκ τοῦ σκέπτω, ἡ ἐκ μελέτης ψευδὴς μαρτυρία. ὁ γὰρ σκεπτόμενος ψευδές τι εἰπεῖν, κρυφίως τοῦτο μελετῷ καὶ οἱονεὶ ἐσκεπασμένος. 29. (cum cod. Lips.) γῆρας ἡ τελευτὴ ἡλικίας, ἐξ οὗ καὶ γηραιός. τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ ἐν τῇ γῇ ὁρᾶν. 30. (Cum cod. Lips. et Etym. M. p. 757, 14) τηλόθι] —οὕτω καὶ τὸ τηλόθι. 32. ἐρέθιζε —ἐρεθίζω] Non legun- tur haec in Townl. et Lips. Ex paucis quae supersunt verbis non potest colligi eadem omnia lecta fuisse quae in Etym. M. p. 370, 31, ubi inepta memoratur etymologia ἀπὸ τοῦ ἐρέθω καὶ τῆς ἔρας. Ibid. Scholi de v. σαώτερος reliquiae comparandae cum Etym. M. p. 709, 15 et Epimerismis Hom. in Crameri Anecd. Oxon. vol. 1 9. 393, 15. 33. (cum cod. Lips. et Etym. M. p. 593, 43) μύθῳ] μῦθος σημαί- νει δύο, τὸν σκοτεινὸν λόγον, καὶ γίνεται παρὰ τὸ καμμύω· καὶ

364
τὸν ἁπλοῦν λόγον, καὶ γίνεται παρὰ τὸ μύω μυήσω, τὸ διδάσκω, μύηθος καὶ μῦθος. 34. (cum Etym. M. p. 796, 32) πολυ- φλοίσβοιο] φλοῖσβος παρὰ τὸ φλογίζω φλογισμός καὶ ἀποβολῇ τοῦ φλοῖσμός καὶ συναιρέσει φλοῖσμος καὶ τροπῇ τοῦ μ. εἰς β φλοῖσβος. Verba quae in fine evanuerunt fortasse fuerunt κατὰ ἀντίφρασιν ἡ μὴ φλέγουσα, ut in Etym. M.]

47. ἤῖε] ἐπορεύετο, ἐκ τοῦ εἴω τὸ πορεύομαι ὁ μέλλων εἴσω, ὁ παρακείμενος εἷκα, ὁ μέσος εἶα, καὶ ἐν διαλύσει ἔῖα, καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς η, ἤῖα ἤῖας ἤῖε.

50. οὐρῆας] παρὰ τὸ ὅρος ὀρεύς καὶ ἡνίοχος ἡνιοχεύς, ἐν τῷ ὄρει ἐργαζόμενος καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ οὐρεύς. ἡ γενική κατὰ Ἴωνας οὐρῆος.

52. θαμειαί παρὰ τὸ θαμά . . . . τὸ συνcχὲς καὶ πυκνόν. γίνεται οὖν θαμός καὶ θαμειός καὶ θαμειαί. τὸ δὲ θαμά ἐκ τοῦ ἅμα . . . . οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ θάλος θά . . . . Con. Etym. M. p.

57. ὁμηγερέες] ἐκ τοῦ ὁμοῦ καὶ τοῦ ἀγείρω τὸ συναθροίζω ὁμοαγειρὴς ὁμοαγειρέος καὶ ὁμηγερέος καὶ ὁμηγερέες.

60. ἀπονοστήσειν ἐκ τῆς ἀπό προθέσεως καὶ τοῦ νοστῶ . . . . ἀνακομιδή. παρὰ δὲ τῇ συνηθείᾳ ὁ γλυκασμὸς λ . . . . τῶν ἐδεσ- μάτων. καὶ Ὅμηρος “οὐδὲν γλύκιον ὴς πατρίδος” (Od. 9, 34). γίνεται δὲ παρὰ τὸ νέω τὸ πορεύομαι . . . . νοστήσω.

75. ἑκατηβελέταο] Αἰολικῶς τοῦτο παρὰ τὸ ἵημι τὸ πέμπω, οὗ παθητικὸν παρακείμενον ἔμαι ἕσαι ἔται ἔτης καὶ μετὰ τοῦ βέλους βελέτης καὶ μετὰ τῆς ἑκῆ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ατ ἑκατη- βελέτης ὁ τὰ βέλη μηκόθεν βάλλων.

85. θεοπρόπιον] ἐκ τοῦ θεοπρόπος. τοῦτο ἐκ τοῦ θεοπροπῶ· ἔστι δὲ παρασύνθετον ἐκ τοῦ θεός καὶ τοῦ προέπω τὸ λέγω, ὁ τὰ ἐκ θεοῦ προλέγων. οὕτως οὖν καὶ τὸ θεοπρόπιον.

95. ἄποινα] οἱ μὲν ἐκ τοῦ φόνος ἄφονος ἄφοινος καὶ ἄποινος· οἱ δὲ ἐκ τοῦ ποινὴ, ἡ τιμωρία, γίνεται ἄποινος. ἢ ἐκ τοῦ φονὴ, ὃ σημαίνει τὸν τόπον τῶν ἀναιρουμένων, ὡς τὸ “ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσι” (Il. 10, 521).

102. κρείων ὄνομά ἐστι βασιλικόν· ἀπὸ γὰρ μετοχῆς μετήχθη εἰς ὄνομα. γίνεται δὲ ἐκ τοῦ κρατῶ, ὃ σημαίνει τὸ ἄρχω, ἐξ οὗ κατὰ

365
παραγωγὴν κρατείω, ὡς τὸ ὀψείω βρωσείω θείω. τούτου ἡ μετοχὴ κρατείων καὶ συγκοπῇ κρείων. Ex Etym. M. p. 537, 8.

114. χερείων ἐκ τοῦ χερειότερος καὶ κατὰ μεταπλασμὸν χέρειος. σημαίνει δὲ τὸν ἐλάσσω καὶ γίνεται ἐκ τοῦ χείρ χειρός καὶ ἀφαι- ρέσει τοῦ ἱ χερός. ἐξ οὗ χερείων. χερείων δὲ κυρίως ὁ ταῖς χερσὶν ἥττων.

115. δέμας ἐκ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω. δέδεκα δέδεμαι. δεσμὸς γὰρ ὡς τῆς ψυχῆς τὸ σῶμα παρὰ τὸ δεδέσθαι τὴν ψυχὴν ἐν αὐτῷ.

120. γέρας ἐκ τοῦ ῥῶ τὸ ἐπιθυμῶ ἔρας καὶ γέρας.

124. ἴδμεν] οἱ μὲν ἐκ τοῦ ἴσημι, ἶσαμεν καὶ ἐν συγκοπῇ ἴσμεν, καὶ τροπῇ τοῦ ὁ εἰς δ ἴδμεν· οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ εἰδῶ τὸ γινώσκω. ὁ δεύτερος ἀόριστος ἴδον ἴδομεν. καὶ ἀποβολῇ τοῦ --ο ἴδμεν.