Scholia in Euripidis Orestem (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)

Scholia in Euripidem

Scholia Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis Tragoedias, Vol. 2. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

794.

οὐκ ἄρ’ ὀκνήσεις
: οὐ φοβῇ σύ. ὀκνήσεις, φοβηθήσῃ, δειλιάσεις. Fl. 6. 9. 17. 21. 33. 56. 59. 76.

ὄκνος γάρ
: οὐδαμῶς φοβήσομαι· φόβος γὰρ τοῖς φίλοις ὑπάρχει μέγα κακόν. I.

ἕρπε νῦν
: βάδιζε νῦν, πηδάλιον τῆς πορείας μου. I. συνχειραγώγει
μοι. Fl. 10.

οἴαξ
: οἴαξ τὸ ἐν τῷ αὐχενίῳ ἐμβεβλημένον ξύλον, ὃ κατέχων ὁ κυβερνήτης τὸ αὐχένιον περιάγει καὶ συστρέφει καὶ δι’ ἐκείνου τὴν ναῦν. Α. οἴαξ καλεῖται τὸ πηδάλιον. σὺ χειραγώγει με, φησὶ, καὶ ὥσπερ πηδάλιον διίθυνέ μου τὸν πόδα. B.M. αὐχένιον, ὁδηγέ. Fl. 33. ἰθυντήρ. Fl. 10. πηδάλιον, κυβέρνησις τῆς πορείας. Gr. ὁδηγός. Gu.

φίλα γ’ ἔχων κηδεύματα
: ἕρπω, φησὶν, ἔχων σε τὸν προσφιλέστατον συγγενῆ. νῦν γὰρ τὸ κῆδος ἐπὶ τῆς συγγενείας κεῖται· κυρίως δὲ ἡ ἐπιγαμβρία. B.M. ζητεῖται πῶς διαλαθὼν τοὺς φύλακας οὐ φεύγει ἐπὶ τὸ μνῆμα τοῦ πατρὸς ἀπιών. φαμὲν οὖν ὅτι τὰ μνήματα τῶν βασιλέων ἔσω τῆς πόλεως ἦν. οἱ δὲ ὅτι βαδίζοντα αὐτὸν πρὸς τὸν τάφον τοῦ πατρὸς οὐ διεκώλυον. B. M. βαδίζω, προσφιλεῖς ἔχων, ἀντὶ τοῦ ποιούμενος, ἐπιμελείας καὶ κυβερνήσεις. Gr. I.

κηδεύματα
: ὑπηρετήματα. Fl. 21. ἐπιγαμβρίαν. Fl. 33.