Scholia in Euripidis Orestem (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)

Scholia in Euripidem

Scholia Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis Tragoedias, Vol. 2. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

298.

ἴσχαινε
: λέπτυνε· παρὰ τὸ ἰσχνῶ ἰσχναίω παράγωγον, ὅθεν καὶ ἰσχάς. γράφεται καὶ ἴσχανε, ἀντὶ τοῦ ἔπεχε, πράϋνε, κούφιζε. B.M.I.

299.

χρή σε νουθετεῖν φίλα
: νουθετεῖν σε τὰ φίλα καὶ παραμυθεῖσθαί σε, τὰ φίλα καὶ προσηνῆ λέγοντα. λείπει οὖν τὸ λέγοντα, τὰ φίλα λέγοντα. B.C.M. παραμυθεῖσθαι. Gr. παραινεῖν. Gu. φίλα ἀντὶ τοῦ φίλως, ἢ ὦ φίλη. Fl. 21. τὰ προσφιλῆ. Gr.

300.

αἵδε
: αὗται αἱ παρ’ ἀλλήλων πρὸς ἀλλήλους ἐγκαίρως γινόμεναι. Gu. Bar.

301.

ἀλλ’, ὦ τάλαινα
: πορευθεῖσα ἔσω τῶν δωμάτων, ἐκταθεῖσαδὸς
ὕπνῳ τὸ ἄϋπνον βλέφαρον, (ἀντιστρόφως, ἀντὶ τοῦ ἐκταθεῖσα δὸς ὕπνον τῷ ἀΰπνῳ βλεφάρῳ,) καὶ τροφὴν λάβε, λουτρά τε βάλλε ἐπὶ τῷ σώματι, τουτέστι νίψαι· εἰ γὰρ ἀφήσεις ἐμὲ, ἢ ἐν τῇ προσεδρείᾳ καὶ τῇ προσμονῇ κτήσῃ τινὰ νόσον, ἐφθάρμεθα· σὲ γὰρ μόνην ἔχω βοηθὸν, τῶν ἄλλων, ὡς ὁρᾷς, ὢν μεμονωμένος καὶ ἐστερημένος. I.

302.

ὕπνῳ
: πρωθύστερον. Fl. 6. 9. 56. 59.