Scholia in Euripidis Orestem (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)

Scholia in Euripidem

Scholia Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis Tragoedias, Vol. 2. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

οὐκ ἀναίνομαι
: ἀπαρέσκομαι, ἀπαρνοῦμαι. Bar. συναινῶ τὸ συμφωνῶ καὶ ἐπινεύω, ᾧ ἐναντίον τὸ ἀναίνομαι· παραινῶ τὸ συμβουλεύω· ἐπαινῶ τὸ εὗ λέγω. Gr. I.

ἀναίνομαι
: ἀπαρνοῦμαι. Gr. ἀπὸ γὰρ φρονήσεως λέγεις. Gu.

222.

ἀδέλφ’ ἀδελφῇ χειρὶ θεραπεύειν μέλη
: τὴν ἀπὸ τοῦ γένους ἀνάγκην προβάλλεται πρὸς τὸ μὴ δυσωπῆσαι τῇ θεραπείᾳ τὸν ἀδελφόν. A.B.M.

223.

ὑπόβαλε πλευροῖς πλευρά
: ἀστείως ταῦτα πεποίηται τοῖς λόγοις καὶ τοῖς ἤθεσι καὶ τῇ κατὰ τὴν σκηνὴν διαθέσει. A. B. C.M. ὑπόθου τοῖς ἐμοῖς πλευροῖς τὰ σὰ πλευρὰ, καὶ τὴν κόμην τὴν αὐχμώδη καὶ κατάξηρον ἔξελε τοῦ προσώπου· ἀμυδρὰ γὰρ βλέπω τοῖς ὀφθαλμοῖς. I.

αὐχμώδη
: ἐπομβρία, ὅταν ἐπάλληλοι ὄμβροι ὦσιν, ᾧ ἐναντίον ἡ ἀνομβρία. αὐχμὸς δὲ ἡ ἀπὸ τῆς ἀνομβρίας ξηρότης· ἀφ’ οὗ αὐχμηρὸς καὶ αὐχμώδης ἁπλῶς ὁ ξηρότητος μετέχων. Gr. I.