Scholia in Euripidis Hecubam (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)

Scholia in Euripidem

Scholia in Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis tragoedias, Volume 1. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

64. σκίπωνι: τῷ κέντρῳ διὰ τῆς χειρὸς ἐπαιρομένη καὶ ἐπερειδομένη. Καὶ ἄλλως. τῷ οὐκ ὀρθῷ βάκτρῳ, ἀλλ᾿ ἐπικαμπεῖ, ὡς διὰ πτωχείαν καὶ τούτου αὐτῆς ἀπορούσης. A.M.

σκολιῷ σκίμπωνι: λοξῷ ῥάβδῳ. Fl. 34. 56. 59. 76. Gr. ἐν καμπτῷ ῥάβδῳ. Fl. 21. ἐπερειστικῇ βακτηρίᾳ. Gr. σκίπων λέγεται ἡ ῥάβδος. ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ σκιὰν ποιεῖν, ἢ ἀπὸ τοῦ σκεδαννύειν τὰ βλάπτοντα. δι᾿ αὐτῆς γὰρ σκεδάννυμεν τὰ καθ᾿ ἡμῶν διά τινα βλάβην ἐπερχόμενα. Fl. 6. 25. καὶ ἐγὼ ἐπικαμπεῖ βακτηρίᾳ διὰ χειρὸς λαβοῦσα. Fl. 33.

65. διερειδομένα: ἡ διά πρὸς τὸ χειρός. ἐπιστηριζομένη, διερειδομένη, [*](4. διὰ et ἁπτόμεναι om. Gu. λίαν ζέειν. MATTH. 9. Verba καὶ τὸ μὲν λαμβάνω— 14. ποιητή] Il. 2, 418. λάζω sunt etiam in Flor. 6. 25. nisi ib. διφορεῖται] διαφορεῖται I. quod in 6. ἐλάζω καὶ λάζω, in 25. 15. ὑψούμεναι] ὑψώμενοι Fl. 21. tantum ἐλάζω καὶ desunt. Ex iisdem 17. καὶ ἐξ αὐτοῦ ἄλλο ῥῆμα] καὶ ἐξ verba τὲ δὲ ὑβρ.—Αἰολικόν desumta αὐτοῦ ἄλλος μέλλων λαβάζω Fl. 25. sunt, quum in editis schol. 19. σκίπωνι—ἄλλως om. A. tantum esset, τὸ δὲ ὑβρίζειν ἀπὸ τοῦ 20. ὀρθῷ βάκτρῳ, ἀλλ᾿] ὀρθῷ καὶ A.)

236
στηριζομένη, διαναπαυομένη. M. ἀναπαυομένη. Fl. 21. ἤγουν διὰ τῆς χειρὸς στηριζομένη. Gr.

βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων: τὴν βραδεῖαν ἔλευσιν καὶ πορείαν τῶν ἄρθρων προσταθεῖσα τῷ σκίπωνι. M. βραδύπους, ὁ βραδὺς τοὺς πόδας. ἐνταῦθα δὲ τὴν κίνησιν λέγει βραδύπουν, τὸν πόδα τιθεὶς ἀντὶ τῆς πορείας. B. Gu. I. βραδύπουν: ἀργὴν διὰ τὸ γῆρας. Bar. 74. βραδεῖαν, τὴν βραδυκίνητον. Fl. 59. στηριζομένη σπουδάσω τὴν βραδεῖαν ἔλευσιν ἐνδυναμοῦσα. Fl. 33.

67. ἤλυσιν: πορείαν. εἰώθασιν οἱ ποιηταὶ μετατιθέναι τοὺς χρόνους· τὸ γὰρ ὀλουμένην οὐλομένην λέγουσιν, οὕτω καὶ τὴν ἔλευσιν ἤλυσιν. I. ἤλυσιν: πόρευσιν. Fl. 59. σπεύσω τὴν κίνησιν τὴν βραδύπουν διὰ τῶν ἐμῶν ποδῶν ἁρμονιῶν. Fl. 21. προτιθεῖσα: ἐμαυτὴν καὶ διερειδομένῃ. Fl. 21. προβιβάζουσα. Fl. 6. 59. καὶ πορείαν τῶν ἐμῶν μελῶν προσθήσω διὰ τὴν συμφοράν. Fl. 33.

68. τὸ ὦ στεροπὴ Διός ἀντὶ τοῦ ὦ ἡμέρα, ἡ δίκην ἀστραπῆς λάμπουσα· ἢ ἐπειδὴ πρὸς τὴν τοιαύτην ὄψιν ἐδυσχέραινε, ποιεῖ τὸν λόγον πρὸς τὴν ἀστραπὴν τοῦ Διὸς, ἵνα ἀποτρέψῃ αὐτὴν καὶ ἀφανίσῃ. B.I. ὦ στεροπά: ἤγουν ὦ ὄνειρον. Fl. 59. αὐτὸν τὸν Δία ἐπικαλεῖται. A.M. Fl. 22. Gr. στεροπὴν ἐνταῦθα τὸν ὄνειρον κατὰ τὴν ἀστραπὴν...ταχέως ἀφανίζεται, ἢ διὰ τὸ καταπληκτικὸν, ὥσπερ καὶ ἡ ἀστραπή. Fl. 59.

σκοτία: μέλαινα. Fl. 21. ὦ ἀστραπὴ τοῦ Διὸς, ὦ σεβασμία νύξ· καὶ οὕτως· ὦ σελήνη, ἡ δίκην ἀστραπῆς καταυγάζουσα τὸν νυκτερινὸν καιρόν. Fl. 33.

69. τί ποτ᾿: τίνος ἕνεκεν, πῶς. Fl. 17. 21. αἴρομαι: μετεωρίζομαι. M. ἀντὶ τοῦ ἐπαίρομαι καὶ μετεωρίζομαι καὶ ὥσπερ ἀνάστατός εἰμι. ἔννυχος δ᾿ εἶπε πρὸς τὸ αἴρομαι, δέον ἐννύχως εἰπεῖν. B.I. αἰωροῦμαι, ἐπαίρουαι. Fl. 6. ἐκφοβοῦμαι. Fl. 59. φαντάζομαι, [*](1. In A. τὸ δὲ διερειδομένη, ἐπιστηριζομένη, δύπορος. μετεωριζομένη. 10. ὁλουμένην Matth. pro ὀλοημένην. 6. τιθεὶς] συντεθεὶς B. Gu. unde Accusativum οὐλομένην posuit fortasse συντιθεὶς scribendum cum grammaticus respiciens ad Iliadis Musgravio: quo significatur adjectivum versum secundum. βραδύς cum πούς esse compositum, 15. τὸ ὦ] τὸ om. I., Διὸς om. B. non cum πορείας vocabulo, 17. ἀφανίσῃ] Pergunt B.I. τὸ δὲ i. e. βραδύπους dictum esse pro βρα- αἴρομαι—(schol. v. 69.))

237
μετεωρίζομαι ἀπὸ τοῦ καθεστηκότος. Id. διὰ τί ποτε φαντάζομαι ἐν τῇ νυκτὶ οὕτως. Fl. 33.

70. δείμασι, φάσμασιν: ἤτοι ἀντὶ τοῦ δεινοῖς φάσμασιν ἢ δείμασι φασμάτων. ὁ δὲ νοῦς, τί μετεωρίζομαι ἐν τούτοις τοῖς φάσμασι. A.M. φόβοις φασμάτων· ἡ δοτικὴ ἀντὶ γενικῆς. Fl. 6. 17. 56. 59. 76. ἐν δείμασι φαντασμάτων ἐχρῆν εἰπεῖν, ἀλλ᾿  ὅμως ἀντὶ γενικῆς ἡ δοτικὴ φέρεται. Fl. 21. τὸ δείμασι φαντάσμασιν, ἢ ἐν φαντάσμασι καὶ ὀνείροις, δείμασι καὶ δειματοποιοῖς, ὥσπερ καὶ σχέτλιος ὁ σχετλιοποιὸς, συντακτέον, ἢ καὶ οὕτως, ἤγουν ἐν δείμασι καὶ φοβήμασι, καὶ ἐν φαντάσμασιν. Fl. 59. φοβερισμοῖς, φαντασίαις. Fl. 33. φοβήμασι, ἐνυπνίοις. Gr.

ὦ πότνια χθών: γρ. νύξ. M. ὦ σεβασμία γῆ. A. Fl. 17. 21. 33. 59. Gr. ἢ οὕτως· ὦ μητρικὴ γῆ, τί δή μοι ὥδε τὰ σκοτεινὰ ὄνειρα καὶ δι᾿ ὅλης νυκτὸς ἀποπλανῶμαι διὰ τὴν τῶν ὀνείρων θεωρίαν. Fl. 33.

71. μελανοπτερύγων: ἐπειδὴ ἐν νυκτὶ προσπελάζουσι. καὶ Ἡσίοδος περὶ τῆς νυκτὸς λέγων ἐπιφέρει “ἔτικτε δὲ φῦλον ὀνείρων.” οἱ δὲ γράφουσι χθών· οὕτως εἶπεν, ἐπειδὴ ἐκ τῆς γῆς λέγονται ἀναπέμπεσθαι οἱ ὄνειροι. M. Ἄλλως. τὴν γῆν εἶπεν, ἐπειδὴ ἐξ Ἅιδου λέγονται οἱ ὄνειροι ἀναπέμπεσθαι. Ἡσίοδος δὲ Νυκτὸς τοὺς ὀνείρους φησίν. A.M.

μελανοπτερύγων: διὰ τοῦτο τὴν χθόνα μητέρα τῶν ὀνείρων φασὶν ἢ διότι τὰ βρώματα ἐξ αὐτῆς ἐστι, δι᾿ ὧν οἱ ὄνειροι, ἢ διότι ἐξ αὐτῆς ἡ νὺξ εἶναι δοκεῖ, ὑπὸ γῆν ὄντος τοῦ ἡλίου. μελανοπτέρυγα δὲ τὰ ὀνείρατα λέγεται ἢ ὡς ἐν τῇ νυκτὶ γινόμενα καὶ ταχέως εἰς λήθην ὄντα, ἢ ὅτι σκοτεινὸν ἔχει τὸν κατ᾿ αὐτὰ νοῦν, καὶ οὐδεὶς δύναται αὐτὰ διακρῖναι. B. μητέρα τῶν ὀνείρων εἶπε τὴν γῆν, ἢ ὅτι ἐξ ἀντιφράξεως τῆς σκιᾶς αὐτῆς ἡ νὺξ γίνεται, καθ᾿ ἣν καθεύδοντες οἱ ἄνθρωποι τοὺς ὀνείρους βλέπουσιν, ἢ καθ᾿ ἑτέρους, ὅτι ἐκ μὲν τῆς γῆς αἱ τροφαὶ, ἐκ δὲ τῶν τροφῶν οἱ ὕπνοι, ἐκ δὲ τῶν ὕπνων οἱ ὄνειροι· τῆς [*](4. τούτοις τοῖς] τοιούτοις A. 19. Ἄλλως om. A. 5. φόβοις—] Gu. οἷον φασμάτων. 20. δὲ Cobetus. γὰρ M. ἡ δοτικὴ ἀντὶ γενικῆς ὀνείρασι φάσμασιν 28. ἀντιφράξεως] ἀντιφράσεως B. ἔρωσιν. in quo scholio, rubrica scripto, Gu. verba φασμάτων—γενικῆς uncis atramento ib. κ. οἱ ἄ.] οἱ ἄ. κ. l. pictis seclusasunt. MATTH. 30. τῆς γῆς ἄ. οἱ ὄνειροι om. Gu. 17. Ἡσίδος] Theog. 212.)

238
γῆς ἄρα οἱ ὄνειροι. μελανοπτέρυγας δὲ τοὺς ὀνείρους εἶπεν, ὅτι ἐν τῷ σκότει δοκοῦσιν ἵπτασθαι· ἄστατοι γάρ εἰσι. B. Gu. I.

μελανοπτερύγων: διὰ τὸ τὴν νύκτα ἔρχεσθαι μέλανοι καλοῦνται. Fl. 21. τῶν μελαίνας πτέρυγας ἐχόντων. Fl. 17. μελάνων, ἀφανῶν καὶ σκοτεινῶν. Fl. 59. πτέρυγας τιθέασιν οἱ Ἕλληνες πᾶσι τοῖς σύντονον ἔχουσι κίνησιν. Gr.

μᾶτερ: αἰτία. Fl. 17. δημιουργή. Fl. 6.

72. ἀποπέμπομαι: ἀπ᾿ ἐμαυτῆς ἐκβάλλομαι τὴν νυκτερινὴν θέαν, τὸ φάντασμα. Ἄλλως. ἀποτροπιάζομαι τὴν νυκτερινὴν φαντασίαν καὶ τὴν θέαν τοῦ ὀνείρου, ἥντινα εἶδον περὶ τοῦ ἐμοῦ παιδὸς Πολυδώρου τοῦ σωζομένου κατὰ Θρῄκην καὶ τῆς Πολυξένης. τὸ δὲ εἶδον λείπει. A.M. νυκτερινὴν ὄψιν. ἀντὶ τοῦ, εἴθε πόρρω ἀπ᾿  ἐμοῦ γένηται ἡ ὄψις αὕτη. A. ἀποδιώκω, μισῶ. A. ἤγουν ἀποτροπιάζομαι. Fl. 6. 17. 34. 56. 76. 59. Gr. ἤγουν ὁρῶ καὶ κεῖμαι εἰς νυκτερινὸν φάντασμα. Fl. 21. ὄψιν: θέαν. Fl. 17. ὄνειρον. Fl. 59.

74. τοῦ σωζομένου: οὐκ εἶπε τοῦ ὄντος, ἀλλὰ τοῦ σωζομένου· ὃ γὰρ ἠβούλετο, τὸ σώζεσθαι τὸν παῖδα δηλονότι, τοῦτο καὶ λέγει. B. Gr. I. ἤγουν τοῦ τρεφομένου. Fl. 21.

κατὰ Θρῄκην: τοῦτο ὥσπερ οὐκ ἐν Θρᾴκῃ οὖσά φησι, τῆς σκηνῆς ὑποκειμένης ἐν Χερρονήσῳ. ῥητέον δὲ ὅτι ποιητικὸν ἔθος τὸ τοιοῦτον. Ὅμηρος “υἱέϊ δὲ Σπάρτηθεν Ἀλέκτορος ἤγετο κούρην.” ἐν Σπάρτῃ γάρ ἐστιν ὁ Μενέλαος. A.M. κατά: εἰς. Fl. 21. τοῦ κατὰ τὴν Θρῄκην φυλαττομένου. Fl. 33.

75. ἀμφί: ἀπὸ κοινοῦ τὸ εἶδον. M. ὁμοῦ καὶ περὶ τῆς Πολυξένης· ἀπὸ κοινοῦ ὑπακούεται τὸ εἶδον. ἀμφί ποιητικὸν, ἡ περί κοινόν. Gu. φίλης ἀγαπητικῆς. Fl. 59. καὶ περὶ τῆς προσφιλεστάτης μου θυγατρὸς Πολυξένης διὰ τῶν νῦν ὀνείρων καὶ φαντασμάτων. Fl. 33. δι᾿ ὀνείρων: ἀπὸ κοινοῦ τὸ ὄψιν. M.

[*](2. εἰσι] Post hoc scholion in ἥντινα—λείπει om. M. Flor. 59. subjicitur hujusmodi 16. τοῦ—τοῦ] Utrumque τοῦ om. figura: Gu., alterum B. γῆ τροφαί ὄνειροι 17. τὸ—λέγει] τοῦτο καὶ λέγει, τὸ σώζεσθαι δηλονότι τὸν παῖδα Gu. δηλονότι σ. τὸν παῖδα, τοῦτο καὶ λέγει B. 21. Ὅμηρος] Od. 4, 10. ubi schol. 8. ἐκβάλλομαι om. A. ἰδίως δὲ εἴρηκεν. ἐν Σπάρτῃ γὰρ ὄντος 9. θέαν, τὸ φάντασμα] ὄψιν, ἐστι, αὐτοῦ φησι Σπάρτηθεν. θέαν A. Tum Ἄλλως et postrema)
239

76. εἶδον: ἐθεασάμην. Fl. 59. ἐθεάθην γὰρ φοβερὰν θεωρίαν καὶ ἔγνων. Fl. 33. τὸ εἶδον τὸ ὄπισθεν καὶ τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτείνεται. Gr.

φοβεράν: φόβον ἐμποιοῦσαν. Fl. 6. 17. θαυμασίαν. Fl. 21. ἔμαθον, ἐδάην: ἐκ παραλλήλου, ἐνόησα. Fl. 6. τί ἐστί. Fl. 21. ἐδάην: ἐδιδάχθην. Fl. 6. 21. τὸ αὐτό. Fl. 17. ἐδιδάχθην, ἤγουν ἐπιστημονικῶς ἔμαθον. Fl. 59. ἔμαθον ἐπιστημόνως. Gr.

77. χθόνιοι: καὶ οἱ ἐπιχθόνιοι, ἤτοι οἱ ἐπάνω τῆς γῆς, τουτέστιν οἱ ἐγχώριοι καὶ ἐντόπιοι, καὶ οἱ ὑποχθόνιοι, ἤτοι οἱ ὑποκάτω τῆς γῆς. I. γήϊνοι. FM. 21. Τρωϊκοί. Fl. 56. ὑπόγειοι. Gr. Πλούτων καὶ Περσεφόνη. Fl. 59. Gu. σώσατε: (ζῶντα. Gr.) φυλάξατε. Fl. 17. 59. Gr. ὦ καταχθόνιοι θεοὶ, διασώσατε τὸν ἐμὸν παῖδα Πολύδωρον. Fl. 33.

78. ὃς μόνος: ὅστις ἐπὶ τῶν ἐμῶν οἴκων ἄγκυρα ὑπολειπόμενος τὴν Θρᾴκην οἰκεῖ ἐν τοῖς ἀτυχήμασι σωζόμενος. A.M. Ἄλλως. οἴεται ζῆν αὐτὸν, μετ᾿ οὐ πολὺ δὲ γινώσκει ὅτι τέθνηκε, καὶ γίνεται διπλοῦν τὸ πάθος τῆς τραγῳδίας, πῆ μὲν Πολυξένην ὀδυρομένης τῆς Ἑκάβης, πῆ δὲ Πολύδωρον. A. ἢ πρὸς τὸ μόνος ὑποστικτέον, ἵν᾿ ᾖ τὸ τε οὐκ ἀργὸν, οὕτως· ὃς μόνος ὑπάρχων ἐμοὶ ἀπὸ τῶν ἐμῶν παίδων, καὶ ἄγκυρα τῶν ἐμῶν οἴκων, ἐπειδὴ ἐλπίς ἐστιν αὐτὸν ἀνακτήσασθαι τὴν ἡμῶν ἀρχὴν, κατέχει τὴν χιονώδη Θρᾴκην· ἢ τὸ ἄγκυρα πρὸς τὸ οἴκων καὶ πρὸς τὸ ἐμῶν ἐκληπτέον, οὕτως ὃς μόνος ἄγκυρα ὢν τῶν οἴκων, καὶ τῶν ἐμῶν, ἤτοι τῶν κατ᾿ ἐμὲ πραγμάτων, κατέχει τὴν Θράκην. B.I. οἴκων ἄγκυρα: τουτέστι τελευταία ἄγκυρα, ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ναυτιλλομένων, οἳ τὰς ἄλλας ῥίψαντες ἀγκύρας. ἂν μηδὲν διʼ αὐτῶν ἀνύσωσιν, ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ τὰς ἐλπίδας ἔχουσιν. B. Gu. I. ἀσφάλεια, βασιλεία. M. F. 21. στερέωμα. Fl. 17. ἄγκυρα καὶ στήριγμα καὶ ῥίζα. Fl. 59. ὅστις μόνος ἤλπιζον ὑπάρχειν τῶν ἡμετέρων οἴκων κληρονόμος. Fl. 33.

79. χιονώδη: τὴν ψυχρὰν, τὴν ὑψηλὴν καὶ χειμερινὴν καὶ χειμαζομένην. A. τὴν ψυχράν. Fl. 6. 17. 56. 59. 76. Gr. τὴν συνεχῶς χειμάζουσαν. Fl. 21. κατέχει: κατοικεῖ. A. ἀντὶ τοῦ ἔχει (οἰκεῖ Fl. 6. 17. Gr.). ἡ κατά περισσή. Fl. 6. 566. 59. 76. Gr. κατέχων αὐτὸς καὶ φυλάττων εἰς τὴν χιονώδη Θρᾴκην. Fl. 33.

[*](18. ἐλπίς] εἰκός I. μόνος τῶν ἐμῶν οἴκων τὴν χιονώδη Φρᾴκην 19. ἀνακτήσασθαι] ἀνακτίσασθαι I. κατοικεῖ· τοιαύτη γὰρ ἡ Θρᾴκη διὰ τὸ 22. οἴκων] ἤ οἴκων I. In Gu. praemissa εἷναι βόρειος καὶ ὑψηλοτέρα· τουτέστιν sunt ista: ὃς καὶ ἄγκυρα ὢν τελ. etc.)
240

80. φυλακαῖσιν: ἐν συντηρήσεσιν. A. Fl. 21. ἀσφαλείαις. Fl. 59. ἐν ταῖς τηρήσεσι τοῦ πατρικοῦ φίλου ἦν. Fl. 33. ἐπιτηρήσεσι. Gr.

83. ἥξει τι νέον: νέον, τὸ νεαρὸν καὶ τὸ χαλεπὸν, ὡς ἐνταῦθα. I. ἔσται τι νέον: γενήσεται ὃ οὐ γινώσκομεν. τὸ νέον λαμβάνεται καὶ ἐπὶ καινοῦ τινὸς καὶ ἐπὶ δεινοῦ. Fl. 6. 25. ἔσεται πρᾶγμα μάταιον. Fl. 21. νεοστόν. Fl. 56. γενήσεται καινόν. Fl. 59. τὸ νέον ἀντὶ τοῦ δεινόν· τὸ νεωστὶ, τὸ ἰσχυρὸν, τὸ ἁπαλὸν καὶ τὸ παράδοξον, ὅπερ καὶ ἐνταῦθα. Fl. 59.

84. γοερόν: τὸ γοερὸν καὶ ὁ γόος καὶ τὸ κωκύειν ποιαὶ φωναί εἰσι, καὶ ταὐτά εἰσὶ τῇ τʼ ἐννοίᾳ καὶ τῇ προφορᾷ. συγγενῆ γάρ ἐστι τό τε γ καὶ κ. μέσον γάρ ἐστι τὸ γ τοῦ κ καὶ χ. B. Gu. I. μέλος γοερόν: θρῆνος θρηνῶδες. B. Fl. 6. λυπηρὸν, θλιβερὸν ἐν ἡμῖν ταῖς ἀθλίαις. Fl. 21. ποιαὶ φωναί. Fl. 17. ἐλεύσεται θρῆνος θρηνητικὸν ἡμῖν ταῖς θρηνούσαις. Fl. 59. παραγενήσεταί τι μέλος θρηνητικὸν ἡμῖν. A.M. Fl. 33. γοεραῖς: ἡμῖν ταῖς γοεραῖς. M.

85. οὔποτʼ ἐμὰ φρήν: οὔποτε, φησὶν, ἡ ἐμὴ φρὴν οὕτω φρίσσει. εἶτα ἐπάγει ἀλίαστος, ἤγουν ἄφυκτος, τουτέστιν, ὃ φοβεῖται ἡ ἐμὴ φρὴν, οὐ δύναται τοῦτο φυγεῖν. τὸ ταρβεῖ δὲ ταυτὸν τῷ φρίσσει. ἢ οὔποτε ὁ ἐμὸς λογισμὸς ταρβεῖ, ὡς ἔξω φόβων καὶ κακῶν εἶναι. B. Gu. I. οὔποτ’: φησὶν ἡ Ἑκάβη ὅτι οὐδέποτε δεδίττω τι καὶ γίνομαι ἄφυκτος ἐκείνου. Ἄλλως. οὐδέποτε ἡ ἐμὴ ψυχὴ ἀχώριστος μένει φόβου, τουτέστιν, ἀεὶ ἐν κακοῖς εἰμί. Fl. 25. οὐδέποτε, φησὶν, ἡ ἐμὴ ψυχὴ ἢ ἡ ἐμὴ διάνοια ὧδε φόβου ἀχώριστός ἐστιν, ἀλλʼ ἀεὶ τρέμει καὶ φοβεῖται. οἱονεὶ ὅτι φοβοῦμαι καὶ ὑπονοῶ λέγεται. Fl. 33. ἀλίαστος: ἀμετακίνητος. A. ἀνέκφευκτος· ἀπὸ τοῦ λιάζω τὸ ἐκφεύγω, τουτέστιν, οὐδέποτε ἐκφεύγει ἡ δειλία ἀπὸ τῆς ἐμῆς ψυχῆς. Fl. 25. ἀμέτοχος. Fl. 17. ἤρεμος, ἀτάραχος. Gr.

86. φρίσσει, ταρβεῖ: θαυμάζει, δειμαίνει. Fl. 21. τὸ μὲν [*](10. καὶ τὸ] τὸ om. Gu. om. Gu. 11. ταυτάεἰσι] ταυτόν ἐστι B. Gu. 24. ἢ ἡ ἐμὴ Matth. pro ἢ ἐμοί. 12. ἐστι τό τε γ καὶ κ B. εἰσὶ τὸ 28. ἀτάραχος est etiam gl. in M., γ καὶ τὸ κ Fl. 6, I. ex quo praeterea ad ταρβεῖ enotatum 18. εἶτα—ἄφυκτος om. B. τινὲς τὸ ταρβεῖν ἀντὶ τοῦ ib. ἄφυκτος] ἀφύκτως φρίσσει Gu. ἀτάραχος. 19. τὸ ταρβεῖ—φρίσσει] ταρβεῖν— 29. θαυμάζεν—] Pars hujus scholii φρίσσειν I. τὸ ταρβεῖ—κακῶν εἶναι est in Fl. 25. sic finita, ὁ δὲ νοῦς, οὐ-)

241
φρίσσει καὶ ταρβεῖ ταυτόν ἐστιν· ὁ δὲ νοῦς, οὐδέποτε ἡ ἐμὴ ψυχὴ ἀχώριστος φόβου μένει, τουτέστιν ἐν κακοῖς ἀεὶ μένει. ἢ οὕτως· οὐδέποτε ἡ ἐμὴ ψυχὴ ὑπονοεῖ τι καὶ τούτου ἀχώριστος γίνεται. ἢ, οὐδέποτε ἀχώριστος φόβου ἡ ἐμὴ ψυχὴ γίνεται. τινὲς οὕτως· οὐδέποτε ἡ ἐμὴ ψυχὴ φρίσσει καὶ φοβεῖταί τι ἢ ὑπονοεῖ καὶ τούτου ἀχώριστος γίνεται, οἷον, εἴ τι φοβοῦμαι καὶ ὑπονοῶ, τοῦτο καὶ γίνεται. A.M.

87. τοῦ ποτε θείαν: ἀρίστην, τοῦ ἐμοῦ υἱοῦ τοῦ μάντεος ψυχήν. Fl. 21. ἄρα μαντικὴν, τουτέστι τὸν Ἕλενον· ἔζη γάρ. Fl. 6. 56. 59. Gr. τουτέστι τὸν Ἕλενον. ἀπὸ τοῦ κρείττονος μέρους αὐτὸν ὀνομάζει, ὥσπερ καὶ ἡμεῖς ἀντὶ τοῦ τὸν δεῖνα εἰπεῖν τὴν ἱερὰν λέγομεν κεφαλήν. Fl. 59. ὁ Ἕλενος καὶ ἡ Κασάνδρα μαντικοὶ ἦσαν, διʼ ὃ λέγει, ποῦ μοι ὁ Ἕλενος καὶ ἡ θεία αὐτοῦ ψυχὴ, καὶ ἡ Κασάνδρα, ἵνα μοι κρίνωσι τοὺς ὀνείρους. Fl. 33.

ποῦ ποτε θείαν Ἑλένου ψυχάν: ἔζη γὰρ Ἕλενος, καὶ ὡς μέν τινες ἱστοροῦσιν, ηὐτομόλησεν, ὡς δέ τινες, ὑπὸ τῶν πολεμίων ἐλήφθη. ὁ δὲ νοῦς, ποῦ μοι ἄρα ἡ τοῦ Ἑλένου ψυχὴ καὶ ἡ μαντικὴ Κασάνδρα. περιφραστικῶς δὲ εἶπε ποῦ μοι ἄρα ὁ Ἕλενος καὶ ἡ Κασάνδρα, ἵνα μοι ὡς μάντεις ὄντες κρίνωσι τοὺς ὀνείρους. A.M.

Ἑλένου ψυχάν: Ἑλένου καὶ Κασάνδρας ἐν ναῷ Ἀπόλλωνος ὄντων, ἐλθόντες ὄφεις, καὶ τὰ αὐτῶν περιλείξαντες ὦτα, οὕτως ὀξυηκόους εἰργάσαντο ὡς μόνους τὰς τῶν θεῶν ἀκούειν βουλὰς καὶ μάντεις ἄκρους εἶναι. εἶπε δὲ τὸ ψυχὴν Ἑλένου, ἐπειδὴ τεθνηκὼς ἦν, Κασάνδραν δὲ καὶ οὐ Κασάνδρας, ἐπειδὴ ζῶσα ἦν. B.I.

Κασάνδρας: τὴν θείαν ψυχήν. Fl. 59. τῆς ἐμῆς θυγατρός. Fl. 21. ἐσίδω: θεάσω. Fl. 6. θεάσομαι. Gr. ὄψομαι. Fl. .21. οὐκ εἶπεν ὄψομαι ὁριστικῶς, ἀλλ᾿ ἐσίδω ὑποτακτικῶς· ἀεὶ γὰρ τὰ ἀπορηματικὰ, τουτέστι τὰ ἀπορίαν ἐμφαίνοντα, ὑποτακτικοῖς συντάσσονται, οἷον τίς γένωμαι, καὶ πῆ τράπωμαι. B. Gu. I.

[*](δέποτε ἡ ἐμὴ ψυχὴ ὑπονοεῖ τι καὶ τούτου ......... | ὀνείρους:—Postrema scholii ἀχώριστος γίνεται: — versibus sex pars paullo aliter scripta in A. ἡ perscriptum in fine defectis, ποῦ ποτε τοῦ ἐλένου ψυχὴ ἡ μαντική. περιφραστικῶς θείαν ἐλένου ψυχὰν κ... | καὶ ὡς μέν δὲ ποῦ ἐστιν ἕλενος ὁ μάντις ἢ ἡ τινες ἱστοροῦσιν ηὐτομ... ὁ ἀπ...... | κασάνδρα, ὅπως ὡς μάντεις etc. ὑπὸ τῶν πολεμίων ἐλήφθη. ὁ δὲ νοῦς... 15. ποῦ ποτε—] Hoc scholion in ἡ τοῦ ἑλένου ψυχὴ καὶ ἡ μαντικὴ κασάνδρα. M. . | εἶπε ποῦ μοι ἄρα ὁ ἔλενος 23. τὸ add. B. καὶ ἡ κασάν] δρα, ἵνα μοι ὡς μάντεις)
242