De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

νῦν δέ, ὅπερ εἴρηται, πᾶν τοὐναντίον ἔχει· χρὴ γὰρ πρὸ τῆς ἁμαρτίας τὴν ψυχὴν ὑπάρχειν μετὰ σώματος. ἐπεὶ εἰ ἄληπτος ἡ ψυχὴ καθ’ ἑαυτὴν τῇ ἁμαρτίᾳ, οὐκ ἂν ἥμαρτεν ὅλως πρὸ τοῦ σώματος· εἰ δὲ ἥμαρτεν, οὐκέτι ἄληπτος καθ’ ἑαυτὴν τῇ ἁμαρτίᾳ, ἀλλὰ καὶ εὐάλω- [*](1 Röm. 7, 14 — 2 De res. I, 5, 1. 29, 4 S. 226, 6f. 260, 4f — 5 Röm. 7 6 Röm. 7, 9 — 7 — S. 319, 5 Plato Legg. XII 967 A—D — 11 vgl. Ζ. 4 — res. I, 5, 2. 29, 4 S. 226, 12f. 260, 1 — 18 De res. 1, 5, 1. 29, 4 S. 226, 6f. 260, 4f) [*](1 σαρκῖνος stets V, hier U | εἰμι U 144v 2 ὑπὸ τ. ἁμαρτ. hier und Ζ. 6 »den Sünden« (oder »durch die Sünde«) S; vgl. auch I, 5 I, 5, 2 3 καὶ < V) καριεύεσθαι < S 5 δριμέως] hier »schnell«. De res. I, 5, 3 »herb« S | ἐπήγαγε τὸ ἐγὼ ) U: τὸ < V | εἰμι] ἦν S 6 τό ἐγὼ δὲ] τὸ δὲ ἐγὼ U 7 οὖν VS: < U | τ. λεγ. αὐτῶν] »dies Wort« f αὐτῶν . . ὑπεδύετο < V 8 τότε S 96 | καὶ κατάπληξις < S | προκυψάσης] »zugeschaut« S, aber wohl prizrevsi aus prozrevsi 8f ε. τ. φανερώτατον U; »offen« S 9 ἤδη < S | οὐ μόνον — βλασφημίας Ζ. 10] »hat sich uns der große Irrtum und die völlige Blasphemie gezeigt« S S 12 διανοηθέντες δὲ S | ἀνατρέψαι V 13 γὰρ] τε w. e. seh. S (schwerl. las S τὰ δὲ γοῦν) 14 ἐπὶ < S Ι δοθῆναι + S | πρὸ σώματος < S 15 καὶ δὴ — ἐπῆλθον auch PI | δὴ καὶ — αὐτοῖς < S | τε] τὸ V, γε PI 16 τὸ — εἰπεῖν < S | ἀλλὰ — ἔχει Ζ 17 auch PI εἰπεῖν] etwa ἐπιχειροῦσιν + Holl, aber vgl. PI 17 ὅπερ — ἔχει] »haben sie wieder ein ihnen widersprechendes « S 18 ἄλ.] ἄληπτος ovaa U 20 οὐκέτι] οὔκ ἐστιν S, οὐκ ἦν U 20 f εὐάλωτος — εὔληπτος S. 319, 1] »durchaus schuldig« S)

319
τος μᾶλλον καὶ εὔληπτος. διὸ καὶ πάλιν, κἂν μὴ λάβῃ τὸ σῶμα τοῦτο, ὰμαρτησεται, ὥσπερ δὴ καὶ πρὸ τοῦ λαβεῖν αὐτὸ ἥμαρτεν.

διὰ τί δὲ ὅγως καὶ σῶμα ἐλάμβανεν ὕστερον μετὰ τὸ ἡμαρτηκέναι; ἢ τίς αὐτῇ χρεία σώματος ἦν; εἰ μὲν οὖν ἴνα βασανίζηται καὶ ἀλγῆ, πῶς μᾶλλον ἐντρυφᾷ καὶ ἀκολασταίνει μετὰ τοῦ σώματος;

πῶς δὲ καὶ τὸ αὐτεξούσιον εἶναι ἐν τούτῳ φαίνεται ἔχειν τῷ κόσμω; ἐφ ἡμῖν γὰρ τὸ πιστεῦσαι κεῖται καὶ τὸ μὴ πιστεῦσαι. ἔνθα δὲ ἐφ΄ ἡμῖν τὸ πιστεῦσαι κεῖται καὶ τὸ μὴ πιστεῦσαι, ἐφ΄ ἡμῖν τὸ κατορθώσασθαι καὶ ἁμαρτῆσαι, ῤφ᾿ ὴμῖν τὸ ἀγαθοποιῆσαι καὶ κακοποιῆσαι.

ἀλλὰ καὶ ἡ κρίσις πῶς δὴ ἐπιφέρεσθαι, ὡς μέλλουσα, προσθοκᾶσθαι ἔτι δύναται, καθ᾿ ἤν ὁ θεὸς ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα καὶ κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα ἀποδίδωσι, καὶ οὐχ ὡς ἤδη παροῦσα νομισθήσεται, εἴ γε τὸ γεννηθῆναι μὲν καὶ εἰς σῶμα ἐλθεῖν τὴν | ψυχὴν κριθῆναί ἐστιν ἤδη καὶ ἀνταπολαβεῖν, τὸ δὲ ἀποθανεῖν καὶ χωρισθῆναι τοῦ σώματος ἐλευθερωθῆναί τε καὶ εἰς ἀνάψυξιν διὰ τὸ τὸ πρὸ σώματος αὐτὴν ἁμαρτήσασαν ὡς εἰς κατάκρισιν καὶ καταδίκην εἰς τὸ σῶμα ἐμβιβάζεσθαι καθ᾿ ὑμᾶς; ἀπέδειξε δὲ διαρκῶς ἐκ περιουσίας ὁ λόγος ἀνένδεκτον εἶναι νομίζεσθαι τὸ σῶμα βασανιστήριον καὶ πέδας τῆς ψυχῆς.

Ἤρκει μὲν οὖν ἀπὸ τῆς γραφῆς αὐτῆς ἀποδείξαντα πρὸ τῆς παραβάσεως τὸν πρωτόπλαστον ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος ὄντα [*](4 vgl. De res. I, 4, 2. 4 S. 224, 3. 15 — 5 Plato Gorg. 492 C — 15 vgl. De res. I, 4, 2 S. 224, ) [*](4 Isidor Peius. Ep. IV, 163 (PGr 78, 1252 A) — 6 Makar. Aeg. PGr 34, 412. Pseudoiust. Quaest. et resp. 9 III, 16 Otto 3) [*](2 τοῦτο U 145 | δὴ γε U 3 ὅλως] οὖν schwerl. S | τὸ σῶμα U) [*](4 ἵνα βασαν. κ.] »der Pein wegen, « S | ἀλγεῖ V 5 πῶς < V | | PI > καὶ ἀκολασία | τοῦ < U | σώ|ματος V 371: σαρκός S 96v 6 εἶναι < S | ἐν τούτῳ] v sem: v sem S | ἔχειν τῷ κόσμῳ] »im « S 7 τὸ πιστ. — ἐφ’ ἡμῖν Z. 8 αυβer κεῖται) < S | ἐνθάδε V | ἐφ’ ἡμῖν — μὴ πιστεῦσαι Ζ. 8 < V 8 τὸ κατορθ. — νομισθήσεται Ζ. 12] »zu sündigen und zu sündigen und Böses zu tun und nicht zu tun. Und wie erwarten wir dem Bösen und dem Guten, wenn die Vergeltung bereits ist ?« S 9 ἁμαρτῆσαι Md: ἁμαρτήσασθαι V, ἁμαρτήσεσθαι U | ἀγαθὸν ποιῆσαι V, ἀγαθοποιεῖν U | τὸ κακοποιεῖν U 12 | γεννηθ. μὶν καὶ < S, wie auch ἀνταπολαβεῖν Ζ. 13f 14 χωρισθῆναι < S 15 τε καὶ — S 16 καἰ καταδίκην < S 11 ἐκ περιουσίας < S 18 βασανιστήριον καὶ < S 19 Ἤρκει — λόγον S. 820, 1] »Da vorliegt aus der Schrift das Wort (slovu: slovo S), ß auch vor der Übertretung im Fleisch die Seele war im ersten Menschen, so möge darüber die Verhandlung hier ruhen« S)

320
καταπαύειν τὸν περὶ τούτων ἐνταῦθα λόγον. κἀγὼ μὲν νῦν ἐπὶ κεφαλαίων αὐτὰ διεξέρχομαι, ὅσον τὰς ἀφορμὰς τῶν ἐπιχειρημάτων αὐτῶν εὐθῦναι διαμιλλώμενος, ἵνα μὴ τὴν συμμετρίαν ἐκβαίων τῶν λόγων.

πάρεστι γὰρ ἤδη σκοπεῖν ὑμᾶς, ὠ δικασταί, ὄτι τό »ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ« λεγόμενον ἐν τῇ πρὸς Ῥωμαίοθς οὐ δύναται πίπτειν εἰς τὴν πρὸ σώματος κατ᾿ αὐτοὺς διαγωγὴν τῆς ψυχῆς, καθάπερ τὰ ἐπιφερόμενα τούτοις μηνύει, κἂν εἰ ὁ γενναῖος οὑτος ἰατρὸς τῶν ῥητῶν τὰ ἑξῆς ὑφελόμενος πρὸς τὸ δοκοῦν αὐτῷ τὸν νοῦν ἐβιάσατο μεταπλάσαι τοῦ ἀποστόλου, ἀνίατόν τι παθὼν λίαν κοὶ παιδικόν.