De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

λεγέτω καὶ ὁ Τὼβ μετὰ τὸ ἀπορρεῦσαι τὴν σαπρίαν . . καὶ ὀνειδισθῆναί τε ὑπὸ τῶν φίλων καὶ ἀλγῆσαι τὸ σῶμα, »διὰ λαίλαπος« ἀκούσας λαλοῦντος αὐτῷ τοῦ θεοῦ οἴει με [*](1 Psal. 123, 2–7 — 8 vgl. De autex. I, 3, 5 S. 146, 7. 17f — 11 65, 10. 11 — 12 Mart. Polyk. 15 — 15 Psal. 25, 2 — 16ff vgl. Symp. S. 134f — 18 Gen. 22, 11 f — 19 Psal. 65, 10 — 22 Hiob 38, 1. 40, 3) [*](8 vgl. Eustath., De engastr. 20 S. 47, 18 Kl ἀλλὰ < S | ρκγ' < S | ψαλμῷ] »Psalter« S | τό] τὸ εἰρημένον U: πάλιν S 2 εἰ μὴ U 143v | ὅτι < S | ἀνθρώπους] »Feinde« S 3 ἄρα τὸ — ἡμᾶς Z. 4 < U Ι κατεπόντησεν V 4 χείμαρρον — θηρευόντων Z. 7] »und bald darauf« S 8 οἱ μάρτ. — ψάλλοντες < S 10 ἀντίφθ. ὕμνον συμφ.] »harmonischen « S | ὑπερμάχῳ < S 10f κ. βασ. τ. ὅλων < S 11 ἐπύρ. — ἐδοκιμάσθησαν Z. 14f] »und so « S 12 ἔθου — ἡμῶν Z. 13 < V 14 ἐκθλίβοντες 14 f ἐδοκιμά|σθησαν V 370 15 δοκίμασόν — πείρασόν με < S, dagegen + καὶ πάλιν Δαυίδ | γάρ φησι U | 16 ὁ < U 18 τοῦ θεοῦ . . πρόστ.] θεόν S | μετὰ — φεῖσαι < S 19 σου] καὶ S | ἐπύρωσας — ἀργύριον Z. 20] »und so « S 20 ὁ < U 20f μ. τὸ ἀπορρ. τ. σαπρ.] »nach dem Untergang des Reichtums und dem Tod der « S | ἀπορεύσαι U 21 καὶ ονειδ. U 144 22 διὰ — αὐτῷ] »und der « S | λέλαπος U | αὐτοῦ V | οἴει — δοκιμάσῃς S. 317, 2f] »Du hast uns geprüft, o « S | ἠ οἴει V)

317
ἄλλως σοι κεχρηματικέναι ἢ ἴνα ἀναφανῇς δίκαιος;« »ἔθου θλίψεις ἐναντίον ἡμῶν., κύριε, ἴνα ἡμᾶς »ὡς χρυσίον ἐν χωνευτηρίῳ« δοκιμάσῃς.

λεγέτωσαν καὶ οἱ τρεῖς ἐν τῇ καμίνῳ παῖδες δροσιζόμενοι, ἵνα μὴ καταφλεχθῶσιν ὑπὸ τοῦ πυρός, »ἐδοκίμασας ἡμᾶς ὁ θεός, ἐπύρω- σας ἡμᾶς, ὡς πυροῦται τὸ ἀργύριον. διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν«.

δὸς εἰπεῖν κἀμοὶ τῷ Μεθοδίῳ, ὁ θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὁ μέγας, ὁ αἰώνιος, ὁ πατὴρ τοῦ Χριστοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ σου διαβάντι τὸ πῦρ ἀναλγητί, καὶ τῶν ῥευμάτων εἰς τὴν καυστικὴν μεταβληθέντων φύσιν ὑπεξαλύξαντι τὰς ὁρμάς, διῆλθον »διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγές με εἰς ἀνάψυξιν«. σὴ γὰρ αὕτη τοῖς ἀγαπῶσί σε ἡ ἐπαγγελία »ἐὰν διαβαίνῃς δι᾿ ὕδατος. μετὰ σοῦ μἰμι, καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσί σε. κἂν διαβαίνῃς διὰ διὰ πυρός, οὐ μὴ κατακαυθῇς· φλὸξ οὐ κατακαύσει σε«. ἀλλὰ γὰρ περὶ τῆς κατὰ τὸν ψαλμὸν ἐξηγήσεως ἄλις ἔχει ταῦτα.

Ἔτι δὲ ἐκεῖνο διασκεπτέον, ἐν ᾧ πολυμόρφοις ἐμφαντα- ζόμενοι ἀπάταις. καθευδόντων τρόπον, ἀποφαίνονται τὸν ἀπόστολον εἰρηκέναι »ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ«, καὶ βοῶσι, Τὴν πρὸ τῆς ἐντολῆς ἡμῶν ἐν τῷ πρωτοπλάστῳ διαγωγὴν πρὸ σώματος ἴφη, [*](1 Psal. 65, 11 — 2 Weish. Sal. 3, 5 — 3 Dan. 3, 50 — 4 Psal. 65, 10. 12 — 7 vgl. II Kor. 6, 18. Apok. Joh. 1,8 — vgl. Tit. 2, 13. Rom. 16, 26 — 9 Psal. 65, 12 — 11 vgl. IKor. 2, 9. Rom. S, 28. II Tim. 4, S — Jes. 43, 2 — 13 vgl. Symp. S. 111, 7f — 15 De res. I, 26, 1. 46, 3. 39, 5. 62, 2 — 16 Porphyrius(?) bei Makar. Magn. III, 31. 33 S. 60f. 64 — 17 öm. 7, 9 — De res. I, 5, 2. 3 S. 226, 13ff) [*](9 Basil., In XL mart. 8) [*](1 φανῆς U 2 χρυσὸν wie auch 315, 16 U 3 δροσιζόμενοι — πυρός Z. 4 < S 4 δεός] »und « + S 5 διήλθομεν — ὕδατος < S 6 ἀναψυχήν S 95v | δὸς — αἰώνιος Ζ. 7] »Gib nun, o Herr, denen, die dich lieben mit reinem Glauben« S | δὸς] ὡς TJ 7 ὁ μέγας < U | Χριστοῦ] »Unseres Herrn und Gottes Jesu « S 7f ἐν τῇ — ἀνάψυξιν Z. 10] »hindurch zu gehen durch dies sinnliche Feuer zur Erquickung der Ruhe« 8 ῥευμ. Dd: ῥημάτων V, ὑδάτων U 9 ὑπεξαλύσαντα V 10 με] ἡμᾶς V 11 διαβαίνεις U | ὕδατος] πυρός S 12 ποτ. οὐ συγκλ. Singularform S | συγκλείσουσι U, ει w. e. seh. corr. | κἂν — κατακαύσει σε Z. 13 < S 13 καυδής V 14 ἅλις ἔχει < V 15 Ἔτι: εἰς U | Ἔτι δὲ ἐκ.] ἐκ. δὲ »aber wieder über « S | πολυμόρφως U: < S 17 δὲ] γὰρ S | βοῶσι < S 17f Τῇ . . διαγωγῇ? S, aber wohl zitiem aus zitie 17 πρὸ xfiq — ποτέ S. 318, 7 vgl. I, 5, 2. 3 18 ἡμῶν < S | πρωτοπλάστω V 370v | διαγ.] »im « + hier S, aber nicht I, 5, 2)

318
ὼς τὰ ἐπιφερόμενα συνίστησιν »ἐγὼ δὲ σάρκινός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν«, ὅτι μὴ ἄλλως ὁ ἄνθρωπος ἄρχεσθαι ἠδύνατο καὶ κυριεύεσθαι ὑπὸ τοῦ κακοῦ, πραθεὶς αὐτῷ διὰ τὴν παράβασιν, εἰ μὴ σάρκινος ἦν γεγονώς. ἄληπτος γὰρ καθ’ ἐαυτὴν ἡ ψυχή, φησί, τῇ ἁμαρτίᾳ. διὸ δριμέως ἐπήγαγε τὸ »ἐγὼ δὲ σάρκινός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν«, πρόσθεν εἰπὼν τό »ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ«.

— θαῦμα μὲν οὐν τοῖς πολλοῖς ταῦτα λεγόντων αὐτῶν τότε ὑπεδύετο καὶ κατάπληξις· νῦν δὲ προκυψάσης εἰς τὸ φανερώτερον ἤδη τῆς ἀληθείας οὐ μόνον μακρῷ πλανώμενοι καταφαίνονται, ἀλλὰ καὶ μέχρι τῆς ἄκρας ἀναβαίνοντες βλασφημίας.

δόντες γὰρ ἀσωμάτως τὰς ψυχὰς πρὸ τῆς ἐντολῆς βεβιωκέναι, ἀλήπτους τε εἶναι καθ’ ἐαυτὰς ἐκ παντὸς τῇ ἁμαρτίᾳ. διανοηθέντες πάλιν ἀνέτρεψαν τὸν λόγον, ἑαυτοὺς δὲ πολὺ μᾶλλον. τὰ γὰρ δὴ σώματα κατασκευάζουσιν αὐταῖς ὕστερον ἐπὶ τιμωρίᾳ <δοθῆναι>, διὰ τὸ πρὸ αὐτὰς ἠμαρτηκέναι. καὶ δὴ καὶ λοιδορήσεις τε ἐπῆλθον αὐτοῖς, δεσμοῖς ἀπεικάζουσι καὶ πέδαις τὸ σῶμα, ἄλλα τε ἀνόητα εἰπεῖν.