De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

ὥστε ἐκ παντὸς συνίστασθαι μήτε πέδας ἢ φυλακὴν ἢ δεσμοὺς <δεῖν> νομίζειν τὸ σῶμα μήτε »δεσμώτιδας γῆς« διὰ ταῦτα τὰς ψυχάς, »χοϊκαῖς« κατακρίνοντος αὐτὰς τοῦ θεοῦ δεθῆναι »πέδαις«.

πῶς γάρ, ὁπότε μὴ δύναται ἀποδειχθῆναι τοῦτο; ἄτοπον δὲ κἀκεῖνο προφανῶς τὸ οἴεσθαι τὸ σῶμα ἐν τῇ κατὰ τοὺς αἰῶνας διαγωγῇ μὴ συνέσεσθαι τῇ ψυχῇ διὰ τὸ δεσμὸν αὐτὸ καὶ πέδας εἶναι, ἵνα μὴ αἰώνιοι γενώμεθα κατάκριτοι δεσμῶται κατ᾿ αὐτοὺς φθορᾶς, ἐν τῇ

βασιλείᾳ τοῦ φωτὸς ἐσόμενοι, λελυμένου γὰρ ἱκανῶς καὶ ἐξελεγχθέντος τοῦ λόγου, ἐν ᾧ δεσμὸν τῆς ψυχῆς ὡρίσαντο εἶναι τὴν σάρκα, [*](3 Deut. 30, 15 — 5 Jes. 1, 19 — 8 vgl. Klagel. Jerem. 3,33; vgl. De res. I, 30, 1. 33, 2 — 12 vgl. De res. I, 6,2 S. 227, 19f — 15 De res. I, 4, 4. 5, 6. 13, 6 10 S. Parall. 445 S. 163 Holl. Doctrina patrum S. 179, 20 Diekamp 1 τὸν ἄνθρωπον < S (oder αὐτὸν u. < αὐτῷ Ζ. 2) | συνεργὸν U 140v 2 ἀδικ. S 73v | τὸ V 355 | ἔδ. S: ἔδωτο V, ἔδοτο U 3 τῶν δεσμῶν übersetzt S | τέθηκα U 4f τὸ πονηρὸν κ. τὸ ἀγ. S | καὶ τὸ πονηρὸν—ἀγαθόν < V 5 ἔκλ. τὸ ἀγ. < Dd Jh 6 τ. γὰρ πάντα S | ὡς αὐτ. Βο: ὡσαυτῶ ἐξουσιάζοντι U, ὡς ἐξουσιάζοντι V S: λέγεται + S 7 ἐρρέθη V 8 ἢ δεσμοὺς < S 10 δύνασθαι ἀπεδείχθη V | ἄτοπον—ἐσόμεθα S. 270, 2 in Doctr. patr. (=An) c. 25. Lemma Τοῦ ἁγίου Μεθοδίου ἐπισκόπου καὶ μάρτυρος ἐκ τῶν παρὰ Ἐπιφανίου τοῦ τρισμάκαρος ἐν τῷ β΄ βιβλίῳ τῶν παναρίων κατὰ Ὠριγένους γραφέντων. C in C Bl. 78v, 27 und in R 88v. Lemma in C τοῦ ἁγίου Μεθοδίου Ἀγλαοφῶν περὶ ἀναστάσεως, in R (angereiht an ein Justincitat), von später Hd. τοῦτο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μεθοδίου Πατάρων ἐστίν | δὲ οὖν las schwerl. S 11 προφανῶς < S | τὸ vor σῶμα < C | κατὰ τοὺς] εἰς C r 12 αὐτῶ U C r | καὶ πέλας An: < S | εἶναι τῇ ψυχῇ S 13 αἰώνιοι C 79 | δεσμῶται — φθορᾶς < S, aber 6, 3 hat S δεσμῶται φθορᾶς | κατὰ τοὺς φθορέας U 14 τοῦ φωτὸς] τῶν οὐρανῶν C r: τοῦ θεοῦ (od. τοῦ θείου) φωτὸς S | ἐσόμενοι] γενόμενοι? S | λελυμένοι V, λελεγμένου Αν | καὶ < C r 14 f ἐλεγχθέντος An, w. e. sch. auch S 15 ὁρίζονται S | τ. σάρκα] »d. Leib« übersetzt S)

270
λέλυται καὶ τό Ἵνα μὴ δεσμῶται δι᾿ αὐτὴν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ φωτὸς ἢν ἀπολαμβάνωμεν ἐσόμεθα, διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσεται.