De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

ΜΕΘ. Οὐκοῦν ὁ μὲν θανάτου δράσας ἄξια τιμᾶται θανότῳ τὴν δίκην, ὁ δὲ πληγῶν πληγαῖς, ὁ δὲ δεσμῶν δεσοῖς;

ἈΓΛ. ὡμολόγει.

ΜΕΘ. Ζημιοῦται δὲ ὁ ὀφλήσας, ἔφην, δεσμοῖς ἤ πληγαῖς ἤ ἄλλῃ τινὶ τοιαύτῃ τιμωρίᾳ, ὅπως παύσηται μεταγνοὺς τοῦ ἀδικεῖν, ξύλον καθάπερ διεστραμμένον βασάνοις εὐθυνόμενος;

ἈΓΛ. Ἀληθέστατα, ἔφη, λέγεις.

[*](9 Plato Gorg. 478D. 480 C D — Clem. Alex. Paed. I, 8, 67 — 10 vgl. Plato Tim. 88B — 16 Plato Gorg. 480 D — 17 vgl. De autex. 14,4 — 20 Plato Prot. 325 D 1 Τὸ δὲ U 139 | πάγκαλλον (aber Punkte beim 2. λ) V 2 ἈΓΛ. und MΕΘ. Ζ. 3 < S | ὁμολόγει V (S 71v), ὁμολογεῖ U 3 δικαίως γὰρ κρίνει < S 4 σύμφημι κἀγὼ S 7 ἆρα V 8 κολουομένη Md, aber vgl. S. 267, 4: < S 9 Pl 478 D Οὐκοῦν τὸ δίκην διδόναι μεγίστου κακοῦ ἀπαλ- λαγὴ ἦν, πονηρίας; 10 μεγάλην νόσον < S | ἀδικίαν tilgt Md, aber es erscheint hier wie ein Eigenname 11 ἈΓΛ. ὡμολ. < S: ὁμολόγει U 12 ΜΕΘ. < S | οὐ] (τί δὲ) οὖν; οὐ w. e. sch. S 12f κωλάσεις V 13 τ. κολαζ. δικαίως < S 16 θανά|τ. (V 354) smerti: smertj is S | δράσας ἄξ. θαν. V | ἄξια] πράξεις w. e. sch. S | θανότου τῇ δίκῃ wohl m. Recht S 17 πληγῶν] πλήττων V 18 ἈΓΛ. — ΜΕΘ. Ζ. 19 < S: ὁμολόγει U 19 ὁ ὀφλήσας: »der Bestrafte« S | ὁ < V | ἔφην — τιμωρίᾳ Ζ. 20 <S 20 τοι- αύτῃ < V | ὅπως — ἀδικεῖν] »der Besserung halber« S | ξύλον — τοῦτο S. 266, 3 aus Pl 20f Pl ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον . . εὐθύνουσιν . . πληγαῖς 21 βασάνοις < S | εὐθυνόμενος] »gebessert wird« + S 22 ἔφη <S)
266

ΜΕΘ. Τιμωρεῖται γὰρ αὐτὸν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἐγκλήματος ἕνεκα ὁ δικαστής, ἀλλὰ τοῦ λέλλοντος, ὅπως μὴ καὶ αὖθις ποιήσῃ τοῦτο.

ἈΓΛ. Δῆλον, ἔφη.

ΜΕΘ. Ὁ γὰρ δεσμὸς αὐτῷ δῆλον ὡς τὴν πρὸς τὸ ἀδικεῖν ὁρμὴν ἀναιρεῖ, μὴ ἐπιτρέπων ποιεῖν ἃ θέλει.

ἈΓΛ. Ἀληθές.

ΜΕΘ. Οὐκοῦν εἴργεται τοῦ ἁμαρτάνειν, τῶν δεσμῶν μὴ ἐώντων ἐλευθεριάζοντα χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς, ἀλλὰ συστελλόντων καὶ τὸ δίκαιον διδασκόντων τιμᾶν, ἔστ᾿ ἂν αὐτὸς μάθῃ νουθετούμενος σωφρονεῖν;

ἈΓΛ. Φαίνεται, ἔφη.

ΜΕΘ. Οὐδὲ τοίνυν παραίτιος ὁ δεσμὸς γίγνεται τοῦ πλημμελεῖν.

ἈΓΛ. Ἔοικεν.

ΜΕΘ. Σωφρονίζει γὰρ καὶ ποιεῖ δικαιοτέρους, ἀλεξιφάρμακον ὢν ψυχῆς, αὐστηρὸν μὲν καὶ δηκτικόν, ἀλλ᾿ ἰατικόν.

ἈΓΛ. Δῆλον, ἐφη.

ΜΕΘ. Τί γὰρ; φέρε γὰρ ἐξετάζωμεν πάλιν τὰ ἔμπροσθεν. οὐ δεσμὸν τὸ σῶμα διὰ τὴν παράβασιν δέδωκας εἶναι τῆς ψυχῆς;

ἈΓΛ. Καὶ δίδωμι, ἔφη.

ΜΕΘ. Ἁμαρτάνειν δὲ τὴν ψυχὴν μετὰ σώματος, εἴπερ τὸ μοιχᾶσθαι, φονεύειν τε καὶ ἀσεβεῖν ἁμαρτία σοι δοκεῖ, ἃ μετὰ τοῦ σώματος ἡ ψυχὴ ποιεῖ;

[*](1 Plato Prot. 324 B — 2 vgl. De res. I, 54, 5 — 8 vgl. Plato Gorg. 505 B — 15 Plato Gorg. 478 D — 19 De res. I, 4, 4. 5, 6 21 Dial. Adam. V, 21 S. 218, 14f 1f Pl οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται . . ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ 2 ἕνεκα ὁ δικαστής < S | ὅπως S 72 | καὶ μὴ V | αὖθις: »ferner« S | ποιῆ U 3f τοῦτο δῆλον VU 5 δῆλον ὡς < S | πρὸς τὴν τὸ V 9 ἀλλὰ—σωφρονεῖν Z. 10f < S 10 τιμᾶν U 139v | αὐτὸς μ. Holl: οὐτὸ μάθη V: ἀπομάθη U Jh (unter Hinweis auf Worte wie ἀποθεωρεῖν) 12 Φαίν., ἔφη: »Auch ich sage es« S 13 οὔτε V U | παραίτιον V | γίνεται V 14 ὡς ἔοικεν U: »So ist es« S 15 Pl σωφρονίζει γάρ που καὶ δικαιοτέρους ποιεῖ | καὶ—ψυχῆς Z. 16 < S | δικαιωτέρους U 16 μὲν] »obschon wenn auch .. ist« S | δεκτικὸν U | ἀλλὰ U 17 Δῆλον, ἔφη: »Ja, ich sage es« S 18 Τί γάρ: τί δέ S | φέρε γὰρ U S: γὰρ < V | ἐξετάζομεν V: + »Nachweis, daß der Leib keine Fessel ist« S 19 διὰ τὴν παράβασιν u. εἶναι < S 20 καὶ] ναί S 21 Ἁμαρτ. δὲ] Οὐχ ἁμαρτ. καὶ S 21f τὸ δὲ σῶμα συνεργεῖ τῇ ψυχῇ εἰς φόνους καὶ μοιχείας D 22 τῷ μ. φ. τε κ. ἀσ. <ἢ ἄλλῃ> ἁμ. (vgl. S) συνευδοκεῖ, ἣν Holl | φονεύειν—δοκεῖ] »und eine andere Sünde« S)
267

ἈΓΛ. ἐπένευσεν.

ΜΕΘ. Ἀλλὰ τὸν δεσμώτην ὡμολογήσαμεν μὴ δύνασθαι ἀδικεῖν;

ἈΓΛ. Ὡμολογήσαμεν, ἔφη.

ΜΕΘ. Κωλύεσθαι δὲ ἀλγυνόμενον ὑπὸ τῶν δεσμῶν;

ἈΓΛ. Ναί.

ΜΕΘ. Δεσμὸς δὲ ἡ σὰρξ τῆς ψυχῆς;

ἈΓΛ. ἐπένευσεν.

ΜΕΘ. Ἀλλὰ ἁμαρτάνομεν ὄντες ἐν σαρκί, ὁμοδοξούσης ἡμῖν εἰς τοῦτο τῆς σαρκός;

ἈΓΛ. Ἁμαρτάνομεν, ἔφη.

ΜΕΘ. Ὁ δὲ πεπεδημένος οὐ δύναται ἁμαρτάνειν;

ἈΓΛ. καὶ ἐνταῦθα ἐπένευσεν.

ΜΕΘ. Ἄγχεται γὰρ.

ἈΓΛ. Ναί.

ΜΕΘ. Μὴ ἐώμενος ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ;

ἈΓΛ. Δῆλον.

ΜΕΘ. Ἀλλὰ τὸ μὲν σῶμα πρὸς τὸ ἁμαρτῆσαι συνεργόν;

ἈΓΛ. Ναί.

ΜΕΘ. Εἴργει δὲ ὁ δεσμός;

ἈΓΛ. συνέφη.