De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

ΜΕΘ. Ἆρ᾿ οὖν, ἵνα δή με καὶ μᾶλλον ἐπαινέσῃς· εἰ δεσμὸς τὸ σῶμα καθ᾿ ὐμᾶς δοκεῖ, οὐ δύναται κακίας ὐπαίτιον εἶναι νομίζεσθαι τῇ ψυχῇ καὶ ἀδικίας ἔτι, ἀλλὰ σωφροσύνης ἀντιστρόφως καὶ παιδείας;

ὧδε δὲ σκόπει· οὕτω γὰρ ἂν μᾶλλον ἀκολουθήσειας· ποῖ ἄγομεν τοὺς τὰ σώματα κάμνοντας; οὐ παρὰ τοὺς ἰατρούς;

ἈΓΛ. Δῆλον, ἔφη.

ΜΕΘ. Ποῖ δὲ τοὺς ἁμαρτάνοντας; οὐ παρὰ τοὺς δικαστάς;

ἈΓΛ. Ἀνάγκη.

ΜΕΘ. Οὐκοῦν δίκην ὧν ἔδρασαν δώσοντας, ἔφην, δικαίως;

ἈΓΛ. Ναί.

[*](1 vgl. symp. 8, 11 S. 94, 10 – 2 vgl. De res. I, 4, 9 – 5 Plato Gorg. 510 A – 10–S. 265, 7 Plato Gorg. 478 A. 476 E. 477 A 7–S. 268 vgl. Dial. Adam. V, 21 S. 218, 9 ff; vgl. Phot. Bibl. 234 S. 293a, 19–29 1 ζόφος < s, aber vgl. ob. S. 225, 11 | ζοφοῖ < V | ἐπιτρέπον V | ἡμᾶς < viell. 4, 7 S 2 τρανῶς: τῶν νοητῶν w. e. sch. S, aber vgl. 4, 7 S. 225, 12 | ἀπάτης etc.] vgl. Pl zu De res. I, 4, 7 S. 225, 16f | μὲν < US | ἡμῶν < V 3 σκέψις befremdet: νόησις? S; aber vgl. 4, 7 u. Pl | ὡς ἔφης u. zweimal δὲ < S | ὄψεως σκέψις S 4 ἡ διὰ τ. ἀ. αἰσθ.] αἳ ἄλλαι αἰσθήσεις S 5 Pl Ὀρᾷς, ὦ Σώκρ., ὡς ἐγὼ ἔτοιμός εἰμι ἐπαινεῖν, ἄν τι καλῶς λέγῃς 6 διασ. τ. λ.] »redest über diese Worte« S 7 nach Μεθόδιος »Nachweis, daß wenn der Leib eine Fessel, so ist er nicht schuldig am Bösen unserer Seele« + mit roter Schrift S | ἆρ' V Jh (ἆρ' οὖν οὐ=nonne) ἆρα U: ἄρα Pet Dd | σή < S | ἀπαινέσεις U | εἰ δεσμὸς—πεπεδημένον S. 268, 13 verwertet bei D s. 218, 9ff | sehr freie Wiedergabe der folgenden Auseinandersetzungen bei Ph 8 τὸ σῶμα] τῆς ψυχῆς (od. τῇ ψυχῇ) τὸ σῶμα τοῦτο vielleicht richtig S 9 καὶ ἀδικίας ἔτι < S | πεδείας U 10 ὧδε—S. 265, 7 ganz aus Pl 10ff Pl ὧδε σκόπει· ποῖ ἄγομεν . . τοὺς κάμνοντας τὰ σώματα; Παρὰ τοὺς ἰατρούς . . Ποῖ δὲ τοὺς ἀδικοῦντας . .; Παρὰ τοὺς δικαστὰς . .; Οὐκοῦν δίκην δώσοντας; 476 E Tὰ δὲ δίκαιά που καλὰ ὡμολόγηται; . . Τούτων ἄρα ὁ μὲν ποιεῖ καλά 10 ἄν < schwerl. S | ἀκολοθήσεις las schwerl. S | ὅποι V 11 τὰ σώματα w. e. sch. < S 12 ἈΓΑ.—ΜΕΘ. Ζ. 13 < S 13 δὲ < S 14 ἈΓΛ. < S 15 δίκην < S | ὡς ἔφην V: < S | Δικαίως, ναί S)
265

ΜΕΘ. Τὸ δὲ δίκαιον πᾶν καλόν;

ἈΓΛ. ὡμολόγει.

ΜΕΘ. Ὁ δὲ δικαίως κρίνων καλῶς ποιεῖ, δικαίως γὰρ κρίνει;

ἈΓΛ. συνέφη.

ΜΕΘ. Τὸ δὲ καλὸν ὠφέλιμον;

ἈΓΛ. Φαίνεται.

ΜΕΘ. Ὠφελοῦνται ἄρα οἱ κρινόμενοι· ἀναιρεῖται γὰρ αὐτῶν ταῖς βασάνοις ἡ πονηρία κωλυομένη, καθάπερ καὶ πρὸς τὼν ἰατρῶν το- μαῖς καὶ φαρμάκοις αἱ νόσοι. τὸ γὰρ ἀδικοῦντα διδόναι δίκην ἐπανορ- θοῦσθαι τὴν ψυχήν ἐστιν, τὴν μεγάλην νόσον ἀδικίαν ἀποβάλλοντα.

ἈΓΛ. ὡμολόγει.

ΜΕΘ. Τί δέ; οὐ κατὰ ἀναλογίαν τῶν ἁμαρτηθέντων τὰς κο- λάσεις τοῖς κολαζομένοις δικαίως προσφέρεσθαι φᾐς, καθάπερ καὶ τοῖς ἰατρευομένοις κατὰ ἀναλογίαν τῶν τραυμάτων τὰς χειρουργίας; ἈΓΛ. ἐπένευσεν.