Refutatio Omnium Haeresium (= Philosophumena)

Hippolytus

Hippolytus. Hippolytus Werke, Volume 3. Wendland, Paul, editor. Leipizg: Hinrichs, 1916.

τὴν οὐν ὁμοίως ἐκείνῃ τῇ τοῦ Χριστοῦ ψυχῇ δυναμένην καταφρονῆσαι τῶν κοσμοποιῶν ἀρχόντων ὁμοίως λαμβάνειν δύναμιν πρὸς τὸ πρᾶξαι τὰ ὅμοιαι. διὸ καὶ εἰς τοῦτο τὸ τῦφος κατεληλύθασιν, [*](1— S. 220, 11 Ireti. Ι 25, —6 S. 204 ff (in Parenthese einiges aus der Bearbeitung des Epiph. XX VII): Carpocrates autetn et qui ab eo munduna quidem et ea quae in eo sunt ab angelis multo inferioribus ingenito patre factum esse dicunt τὸν δὲ κόσμον καὶ τά ἐν τῷ κόσμῳ ὑπὸ ἀγγέλων γεγενῆσθαι τῶν πολύ ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοῦ ἀγνώστου ὑποβεβηκότων). lesum autem e loseph natum et quuru similis reliquis hominibus fuerit, distasse a reliquis secundum id, quod anima eius firma et munda cum esset, commemorata fuerit quae visa essent sibi in ea circumlatione quae fuisset ingenito deo ἐμνημόνευσεν τὰ ὁραθἐντα ὑπ᾿ αὐτῆς ἄνω, ὅτε ἦν ἐν τῇ περιφορᾷ τοῦ ἀγνώστου πατρός, nachher τὰ ὁραθέντα αὐτῇ ἀναμνημονεύσασα, vgl. Plato Phaidr. 246 Ε. 247 D.), et propter hoc ab eo missam esse ei yirtutem, uti mundi fabricatores etfugere posset et per omnes transgressa et in Omnibus liberata ascenderet ad eum ἵνα διὰ πασῶν τῶν πράξεων χωρήσασα καὶ ἐλευθερωθεῖσα διέλθοι πρὸς αὐτὸν ἄνω) et eas quae similia ei amplecterentur similiter οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὰς ὁμοίας αὐτῇ ψυχὰς τὰ ἴσα αὐτῇ ἀσπασαμένας τὸν αὐτὸν τρόπον ἐλευθερωθείσας ἄνω πτῆναι). lesu autem dicunt animam in Iudaeorum consuetudine nutritam contempsisse eos et propter hoc virtutes accepisse εἰληφέναι), per quas evacuavit quae fuerunt in poenis (poenas? ἐπὶ κολάσεσι) passiones, quae inerant hominibus. 2. eam igitur, quae similiter atque illa lesn anima potest contemnere mandi fabricatores archontas, similiter accipere virtutes ad operandum similia. quapropter et ad tantum elationis εἰς τῦφον μέγαν) [*](1 Titel κατποκράτης rot Ρ 3 γεγενῆσθαι Ρ 5 ἑωραμένα αὐτῇ We. (s. Iren.) 6 αὐτῇ] η aueradiert in Ρ 9 ἀνεληλυθέναι ö., vgl. Iren.: ἐληλυθέναι Ρ #x003C; #x003E; ö. (Iren.) αὐτῇ Iren. ö.: αὐτῆς Ρ 11 f εἰληφέναι Iren. ö.: ἐπιτετελεκέναι Ρ, doch s. Ζ. 14 12 κολάσεσι Iren. ö. 15 τοῦ τύφου? We.)

219
ὥστε αὐ]τοὺς μὲν ὁμοίους αὐτῷ εἶναι λέγουσι τῷ Ἰησοῦ, τοὺς δὲ καὶ ἔτι <κατά τι> δυνατωτέρους, τινὰς δὲ καὶ διαφορωτέρους τῶν ἐκείνου μαθητῶν, οἷον Πέτρου καὶ Παύλου καὶ τῶν λοιπῶν ἀποστόλων·

τούτους δὲ κατὰ μηδὲν ἀπολείπεσθαι τοῦ Ἰσοῦ. τὰς δὲ ψυχὰς αὐτῶν ἐκ τῆς ὑπερκειμένης ἐξουσίας παρούσας καὶ διὰ τοῦτο ὡσαύτως καταφρονούσας τῶν κοσμοποιῶν διὰ] τῆς αὐτῆς ἠξιῶσθαι δυνάμεως καὶ αὖθις εἰς τὸ αὐτὸ χωρῆσαι· δἰ δέ τις ἐκείνου πλέονν καταφρονήσειεν τῶν ἐνταῦθα, θύνασθαι διαφορώτερον αὐτοῦ ὑπάρχειν.

τέχνας οὖν μαγικὰς ἐξεργάζονται καὶ ἐπαοιδάς, φίλτρα τε καὶ χαριτήσια, παρέδρους τε καὶ ὀνειροπόμπους καὶ τὰ λοιπὰ κακουργήματα, φάσκοντες ἐξουσίαν ἔχειν πρὸς τὸ κυριεύειν ἤδη τῶν ἀρχόντων καὶ ποιητῶν τοῦδε τοῦ κόσμου, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν αὐτῷ ποιημάτων ἁπάντων·

οἵτινες καὶ αὐτοὶ εἰς διαβολὴν τοῦ θείου τῆς ἐκκλησίας ὀνόματος πρὸς τὰ ἔθνη ὑπὸ τοῦ σατανᾶ προεβλήθησαν , ἕνα κατ᾿ ἄλλον καὶ ἄλλον τρόπον τὰ ἐκείνων ἀκούοντες ἄνθρωποι καὶ δοκοῦντες ἡμᾶς πάντας τοιούτους ὑπάρχειν ἀποστρέφωσι τὰς ἀκοὰς αὐτῶν ἀπὸ [*](οὑτοι ἐληλακότες) provecti sunt, ut quidam quidem similes esse dicant lesu, quidam autem adhuc et secundum aliquid illo fortiores, qui sunt (quidam et? ) distantes amplius quam illius discipuli, ut puta quam Petrus et Paulus et reliqui apostoli. hos autem in nullo deminorari a lesu ἄλλοι δὲ δὲ αὐτῶν οὐκ Ἰησοῦ φασιν, ἀλλὰ Πέτρου καὶ Παύλου καὶ Ἀνδρέον καὶ τῶν λοιπῶν ἀποστόλων ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους εἶναι . . . . . ἄλλοι δὲ ἐξ αὐτῶν φάσκουσι μηδὲν διενηνοχέναι τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ). animas enim ipsorum ex eadem circumlatione ἐκ τῆς αὐτῆς περιφορᾶς) devenientes et ideo similiter contemnentes mundi fabricatores eadem dignas habitas esse virtute et rursus in idem abire. si quis autem plus quam ille contempserit ea quae sunt hie, posse meliorem quam illum esse. 3. artes enim magicas operantur et ipsi et incantationes, philtra quoque et charitesia et paredros (s. zu S. 148, 1. 172, 15; Tert. De anima 28 S. 348, 8 R. W. Pariser Zauberpap. V. 1851 Wessely und Register S. 191) et oniropompos et reliquas malignationes, dicentes se potestatem habere ad dominandum iam principibus et fabricatoribus huius mundi, non solum autem sed et his omnibus, quae in eo facta sunt, qui et ipsi ad detrectationem divini ecclesiae nominis quemadmodum et gentes a Satana praemissi sunt, uti secundum alium et alium modum quae sunt illorum audientes homines et piitantes omnes nos tales esse avertant) [*](1 τοὺς ö.: αὐτοὺς Ρ ὁμοίως Ρ λέγειν We. 2 + κατὰ τι Iren. ö. τινὰς δὲ Ρ: τινάς, ὄντας δὲ ö 4 μηδένα Ρ 5 ἐκ τῆς αὐτῆς περιφορᾶς Iren. Cruice, doch s. S. 220, 14 καὶ > Cruiee 5 f καταφρονούσας Iren. καταφρονεῖν Ρ 6 διὰ > ö., διὰ τὸ Miller 9 ἐξεργάζονται ö. (Iren., + αὐτοὶ) : ἐξεργαζόμενον Ρ χαρητήσια Ρ)

220
τοῦ τῆς ἀληθείας κηρύγματος, <ἢ καὶ〉 βλέποντες τὰ ἐκείνων ἡμᾶς βλασφημῶσιν.

εἰς τοσοῦτον δὲ μετενσωματοῦσθαι φάσκουσι τὰς ψυχάς, ὅσον πάντα τὰ ἁμαρτήματα πληρώσωσιν· ὅταν δὲ μηδὲν λείπῃ, τότε ἐλευθερωθεῖσαν ἀπαλλαγῆναι πρὸς ἐκεῖνον τὸν ὑπεράνω τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων θεόν, καὶ οὕτως σωθήσεσθαι πάσας τὰς ψυχάς.

εἴ] τινὲς δὲ φθάσασαι ἐν μιᾷ παρουσίᾳ ἀναμιγῆναι πάσαις ἁμαρτίαις οὐκέτι μετενσωματοῦνται, ἀλλὰ πάντα ὁμοῦ ἀποδοῦσαι τὰ ὀφλήματα ἐλευθερωθήσονται τοῦ μηκέτι γενέσθαι ἐν σώματι. τούτων τινὲς καὶ καυτηριάζουσι τοὺς ἰδίους μαθητὰς ἐν τοῖς ὀπίσω μέρεσι τοῦ λοβοῦ τοῦ δεξιοῦ ὠτός. καὶ εἰκόνας δὲ κατασκευάζουσι τοῦ Χριστοῦ λέγοντες ὑπὸ Πιλάτου τῷ καιρῷ ἐκείνῳ γενέσθαι.

Κήρινθος δέ τις, αὐτὸς Αἰγυπτίων παιδείᾳ ἀσκηθείς, ἔλεγεν οὐχ ὑπὸ τοῦ πρώτου <θεοῦ> γεγονέναι τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ τινος κεχωρισμένης τῆς ὑπὲρ τὰ ὅλα ἐξουσίας καὶ ἀγνοούσης τὸν ὑπὲρ πάντα θεόν. τὸν δὲ Ἰησοῦν ὑπέθετο μὴ ἐκ παρθένου γεγενῆσθαι, γεγονέναι δὲ αὐτὸν ἐξ Ἰωσὴφ καὶ Μαρίας υἱὸν ὁμοίως aures suas a praeconio veritatis aut et videntes quae sunt illorum omnes nos blasphement . . . . 4. sed sie transcorporatum semper, quoadusque in omni omnino operatione quae in mundo est fiat; et quum nihil defuerit ei, tum liberatam eius animam eliberari ad illum deum, qui est supra angelos mundi fabricatores. sie quoque salvari et omnes animas, sive ipsae praeoccupantes in uno adventu in Omnibus misceantur operationibus sive de corpore in corpus transmigrantes vel immissae in unaquaque specie vitae adimplentes et reddentes debita liberari, uti iam non fiant in corpore . . . . . 6. alii vero ex ipsis signant cauteriantes suos discipulos in posterioribus pai-tibus exstantiae dextrae auris (s. Hilgenfeld S. Usener, weihnachtsfest2 S. 66) . . . . etiam imagines . . . . habent, dicentes formam Christi factam a Pilato illo in tempore quo fuit lesus cum liominibus [*](12—S. 221, 6 vgl. X) [*](12 — S. 221, 6 Iren. Ι 26, 1 S. 211 H.: Et Cerinthus autem quidam in Asia non a prirao deo factum esse mundum docuit, sed a virtute quadam valde separata et distante ab ea principalitate quae est super universa et ignorantc cum qui est super omnia deum. lesum autem subiecit non ex virgine natum (impossibile enim hoc ei visum est), fuisse autem eum loseph et Mariae filium, similiter ut reliqui) [*](1 + ἢ καὶ Iren. Bansen 1 371 (1 60) ἅπαντας Sauppe: ἄπαντα P 2 βλασφημοῦσιν Ρ 3 ὅσον] ἕως ἂν Sauppe 4 ἐλευθερωθείσας Miller, doch s. Iren. 6 εἴ > ö. εἰ — ἀνεμίγησαν Bunsen Ι 372 (160) 12 Titel κήρινθος rot Ρ <καὶ> αὐτὸς Miller, doch s. Η Vi + θεοῦ Η Bunsen Ι 373 (I 16 υἱὸν Η Iren. Bunsen: οἷον Ρ)

221
τοῖς λοιποῖς ἅπασιν ἀνθρώποις, καὶ δικαιότερον γεγονέναι καὶ σοφώτερον.

καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα κατελθεῖν εἰς αὐτὸν ἀπὸ τῆς ὑπὲρ τὰ ὅλα αὐθεντίας τὸν Χριστὸν ἐν εἴδει περιστερᾶς, καὶ τότε κηρῦξαι τὸν ἀποπτῆναι πατέρα καὶ δυνάμεις ἀπιτελέσαι, πρὸς δὲ τῷ τέλει ἀποπτῆναι τὸν Χριστὸν ἀπὸ τοῦ Ἰησοῦ, καὶ τὸν Ἰησοῦν πεπονθέναι καὶ ἐγηγέρθαι, τὸν δὲ Χριστὸν ἀπαθῆ διαμεμενηκέναι πνευματικὸν υπαρχοντα.

Ἐβιωναῖοι δὲ ὁμολογοῦσι <μὲν> τὸν κόσμον ὑπὸ τοῦ ὄντως θεοῦ γεγονέναι, τὰ δὲ περὶ τὸν Χριστὸν ὁμοίως τῷ Κηρίνθῳ καὶ Καρποκράτει μυθεύουσιν. ἔθεσιν Ἰουδαϊκοῖς ζῶσι, κατὰ νόμον φάσκοντες δικαιοῦσθαι καὶ τὸν Ἰησοῦν λέγοντες δεδικαιῶσθαι ποιήσαντα τὸν νόμον·

διὸ καὶ Χριστὸν αὐτὸν τοῦ θεοῦ ὠνομάσθαι καὶ Ἰησοῦν ἐπεὶ μηδεὶς τῶν <ἑτέρων> ἐτέλεσε τὸν νόμον· εἰ γὰρ καὶ ἕτερὸς πεποιήκει τὰ ἐν νόμῳ προστεταγμένα, ἦν ἂν ἐκεῖνος ὁ Χριστός. δύνασθαι δὲ καὶ ἑαυτοὺς ὁμοίως ποιήσαντας Χριστοὺς γενέσθαι· καὶ γὰρ καὶ αὐτὸν ὁμοίως ἄνθρωπον εἶναι πᾶσιν λέγουσιν.

[*](oiOues homines, et plus potuisse iustitia et prudeutia et sapientia ab omnibus. et post baptismum descendisse in eum ab ea principalitate quae est super omnia Christum figura columbae et tunc annunciasse incognituin patrem et virtutes perfecisse; in fine auteiu revolasse iteruui Ckristum de lesu, et lesum passum esse et resurrexisse; Christum autem impassibilem perseverasse exsistentem spi- ritalem 3 Luk. 3, 22)[*](8—11 vgl.)[*](8—10 Iren. Ι 26, 2 S. 212 H.: qui autem dicuntur Ebiouaei, consentiunt quidem mundum a deo factum, ea autem quae sunt erga dominum [non] similiter ut Cerintbus et Carpocrates opinantur . . . . et circumciduntur ac perseverant in his eonsuetudinibus quae sunt secimdum legem et ludaico charactere vitae)[*](11—13 vgl. Epiph. XXX 2 S. 91, 1 —6 Dind.; über Hippolyts Syntagma Lipsius, Zur Quellenkritik des Epiph. S. 138 ff)[*](1 δικαιωτερον Ρ 2 ἀπὸ Cruice: τὸν Ρ, τὸν ἐκ Scott, ἐκ Η Bunsen 4 ἄγνωστον Η: γνωστὸν Ρ 5 ἀποπτῆναι Η Bunsen (Iren): ἀποστῆναι (nicht ἀποστῆσαι) Ρ (Theodoret Ι 3 ἀποστῆναι μὲν τὸν Χριστόν) Ἰησοῦ Iren. Bunsen: χριστοῦ Ρ G πνευματικὸν Iren. Bunsen: πατρικὸν Ρ, πνεῦμα κυρίου Η 8 Titel ἐβιωναῖοι schwarz Β μὲν Iren. ö. vgl. Η: > Ρ 11 δικαιοῦσθε Ρ 12 Χριστὸν τοῦ θεοῦ ὠνομάσθαι Ἰησοῦν Bunsen Ι 375 (I 69) καὶ Ἰησοῦν > We. 13 + ö., ἄλλων Scott, πρὸ αὐτοῦ Bunsen)
222

Θεόδοτος δὲ τις ὢν Βυζάντιος εἰσήγαγεν αἵρεσιν καινήν, φάσκων τὰ περὶ μὲν τῆς τοῦ παντὸς ἀρχῆς σύμφωνα ἐκ μέρους τοῖς τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας, ὑπὸ τοῦ θεοῦ πάντα ὁμολογῶν γεγονέναι, τὸν δὲ Χριστὸν ἐκ τῆς τῶν γνωστικῶν καὶ Κηρίνθου καὶ ἐβίωνος σχολῆς ἀποσπάσας φάσκει τοιούτῳ τινὶ τρόπῳ πεφηνέναι·

καὶ] τὸν μὲν Ἰησοῦν εἶναι ἄνθρωπον ἐκ παρθένου γεγενημένον κατὰ βουλὴν τοῦ πατρός,ς βιώσαντα δὲ κοινῶς πᾶσιν ἀνθρώποις καὶ εὐσεβέστατον γεγονότα ὕστερον ἐπὶ τοῦ βαπτίσματος ἐπὶ τῷ Ἰορδάνῃ κεχωρηκέναι τὸν Χριστὸν ἄνωθεν κατεληλυθότα ἐν εἴδειε περιστερᾶς, ὅθεν οὐ πρότερον τὰς δυνάμεις ἐν αὐτῷ ἐνηργηκέναι ἢ ὅτε κατελθὸν ἀνεδείχθη δείχθη ἐν αὐτῷ τὸ πνεῦμα, ὅ εἶναι τὸν Χριστὸν προσαγορεύει. θεὸν δὲ † οὐδέποτε τοῦτον γεγονέναι αὐτὸν θέλουσιν ἐπὶ τῇ καθόδῳ τοῦ πνεύματος, ἕτεροι δὲ μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν.

Διαφόρων δὲ γενομένων ἐν αὐτοῖς ζητήσεων ἐπεχείρησέ τις καὶ αὐτὸς Θεόδοτος καλούμενος, τραπεζίης τὴν τέχνην, λέγειν δύναμίν τινα τὸν Μελχισεδὲκ εἶναι μεγίστην, καὶ τοῦτον εἶναι μείζονα τοῦ Χριστοῦ, οὗ κατ᾿ εἰκόνα φάσκουσι τὸν Χριστὸν τυγχάνειν, καὶ αὐτοὶ ὁμοίως τοῖς προειρημένοις Θεοδοτιανοῖς ἄνθρωπον εἶναι λέ- [*](1—13 vgl. Χ 23 — ff Epiph. LIV 1 οὗτος ὁ Θεοδοτος ἀπὸ Βυζαντίου ὡρμᾶτο (Kleines Labyrinth bei Eus. KG V 28, 6; Hippolyt G. Noetos S. 45, 1. Lag.) . . . . . ψιλὸν ἄνθρωπον . . . εἶναι τὸν Χριστὸν καὶ ἐκ σπέρματος ἀνδρὸς γεγενῆσθαι. Tert. Adv. haer. 8: Theodotus haereticus Byzantius . . . doctrinam enim introduxit, qua Christum hominem tantummodo diceret, deum autem illutn negaret, + ne Lipsius) ex spiritu quidem sancto <conceptum et> natum ex virgine, sed hominem solitarium atque nudum, nuUo alio prae ceteris nisi sola iustitiae auctori- tate. — Filastrius C. 50, 1 communis, inquit, homo erat ut omnes homines Christus — 9 Luk. 3, 22 —10 vgl. Mark. 6, 14 — 14 —17 vgl. X 24 — 14 ff Tert. 8 (Th.) et ipse hominem Christum tantummodo dicit ex spiritu quidem sancto <et> ex virgine Maria conceptum pariter et natum, sed hunc inferiorem esse quam Melchisedech . . . nam illum M. praecipua ex gratia caelestem esse virtutem, Filastrius C. 52, Ejiiph. LV falle aus Hippolyts Syntagma). — Kleines Labyrinth bei Eusebius KG V 28, 9 Θεοδότου τινὸς τραπεζίτου (Theodoret II 6) — 16 f vgl. Hebr. 5, 6. 10) [*](1 Titel θεόδδοτος ὁ βυζάντιος rot ὢν ö.: ἦν Ρ <ὃς> εἰσήγαγεν κενὴν Ρ 2 μὲν περὶ Cruice 5 ἀποσπάσας <τινὰ> We. καὶ < Sauppe Miller: ὥστε Ρ 12 δὲ οἱ Θεοδοτιανοὶ We. θεὸν δὲ οὐκ εἶναι τὸν Χριστὸν θέλειε Η, vielleicht hierhin zu beziehen) οὐδὲ τότε Cruice αὐτὸν] οὑτοι Miller 14 Titel ἄλλος θεόδοτος schwarz Ρ πεχείρησσε Ρ 17 φάσκουσι < Sauppe, doch s. H)

223
γουσι τὸν Ἰησοῦν, καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον τὸν Χριστὸν εἰς αὐτὸν κατεληλυθέναι.

Γνωστικῶν δὲ διάφοροι γνῶμαι, ὧν οὐκ ἄξιον καταριθμεῖν τὰς φλυάρους δόξας ἐκρίναμεν, οὔσας πολλὰς ἀλόγους τε καὶ βλασφημίας γεμούσας, ὧν πάνυ σεμνότερον περὶ τὸ θεῖον φιλοσοφήσαντες οἱ ἀφ’ Ἑλλήνων ἠλέγχθησαν.

πολλῆς δὲ αὐτοῖς συστάσεως κακῶν αἴτιος γεγένηται Νικόλαος, εἷς τῶν ἑπτὰ εἰς διακονίαν ὑπὸ τῶν ἀποστόλων κατασταθείς, ὃς ἀποστὰς τῆς κατ᾿ εὐθεῖαν διδασκαλίας ἐδίδασκεν ἀδιαφορίαν βίου τε καὶ βρώσεως, οὑ τοὺς μαθητὰς ἐνυβρίζον<τας> ἅγιον πνεῦμα διὰ τῆς ἀποκαλύψεως Ἰωάννης ἤλεγχε πορνεύοντας καὶ εἰδωλόθυτα ἐσθίοντας.

Κέρδων δέ τις καὶ αὐτὸς ἀφορμὰς ὁμοίως παρὰ τούτων λαβών καὶ Σίμωνος, λέγει τὸν ὑπὸ Μωσέως καὶ προφητῶν θεὸν κεκηρυγμένον μὴ εἶναι πατέρα Ἰησοῦ Χριστοῦ. τοῦτον μὲν γὰρ ἐγνῶσθαι τὸν δὲ τοῦ Χριστοῦ πατέρα εἶναι ἄγνωστον, καὶ τὸν μὲν εἶναι δίκαιον, τὸν δὲ ἀγαθόν.

τούτου δὲ τὸ δόγμα ἐκράτυνε Μαρκίων, τάς τε ἀντιπαραθέσεις ἐπιχειρήσας καὶ ὄσα αὐτῷ ἔδοξεν εἰς τὸν τῶν ἁπάντων δημιουργὸν δυσφημήσας. ὁμοίως δὲ καὶ Λουκιανὸς ὁ τούτου μαθητής.

[*](6 — 11 Iren. Ι 26, 3 s. 214 H.: Nicolaitae autem magistrum quidem liabent Nicolaum unum ex VII, qui primi ad diaconiura ab apostolis ordinati sunt; qni indiscrete vivunt. plenissime autem per loannis Apocalvpsin manifestantur qui sint, nullam diflerentiam esse docentes in moechando et idolothyton edere. quapropter dixit et de iis sermo (Apoc. 2, 6): sed hoc habes quod odisti opera Nicolaitorum, quae et ego odi. Vgl. Tert. 1 S. 215, 16ff Kr.; Filastrias C. 33, 1 Theodoret III 1; Epiph. XXV 2 ff. — Ob Stepbanus Gobarus, der bei Photius Cod. 232 Hippolyts ünstiges Urteil über Nikolaos ähnt, unsere Stelle oder das Syntagraa im Auge hat, ist nicht zu entscheiden — 7 Act. 6, 5 — 10 f Apoc. 2, 14)[*](12 — 19 Iren. Ι 27, 1 S. 214 H.: Κέρδων δέ τις ἀπὸ τῶν περὶ τὸν Σίμωνα τὰς ἀφορμὰς λαβὼν . . . . ἐδίδαξεν τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ προφητῶν κεκηρυγμένον θεὸν μὴ εἶναι πατέρα τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· τὸν μὲν γὰρ γνωρίζεσκθαι, τὸν δὲ ἀγνῶτα εἶναι, καὶ τὸν μὲν δίκαιον, τὸν δὲ ἀγαθὸν ὑπάρχειν. δεξάμενος δὲ αὐτὸν Μαρκίων ὁ Ποντικὸς ηὔξησεν τὸ διδασκαλεῖον ἀπηρυθριασμένως βλασφημῶν cum qui a lege et prophetis annunciatus sit deus)[*](3 <αἱ> γνῶμαι Cruice 4 πολλῆς ἀλογίας Roeper 5 σεμνότεροι περὶ] πρὸς (und ἠνέγχθησαν) Bunsen Ι 377 (I 72), vgl. S. 3, 22 f φιλοσοφήσαντες ï We.: οἱ φιλ. Ρ ἀφ’] εἐξ Sauppe 6 ἠλέγχθησαν Roeper: ἠνέχθησαν Ρ ἀυτοῖς Bunsen Ι 377 (I 71), ö.: αὐτῶν Ρ 9 βρώσεως Bunsen Ι 378 (I 74): γνώσεως Ρ ἐνυβρίζον Ρ 12 Titel κέρδων καὶ λουκιανὸς schwarz Ρ 18 δυσφημίσας Ρ δὲ ö.: τε Ρ Λουκιανός] s. zu S. 190, 16)
224

Ἀπελλῆς δὲ ἐκ τούτων γενόμενος οὕτως λέγει· εἶναί τινα [*](f. 101 v) θεὸν ἀγαθόν, καθὼς καὶ Μαρκίων ὑπέθετο, τὸν δὲ πάντα κτίσαντα εἶναι δίκαιον, ὃς τὰ γενόμενα ἐδημιούργησε, καὶ τρίτον τὸν Μωσεῖ λαλήσαντα — πύρινον δὲ τοῦτον εἶναι —, εἶναι δὲ καὶ τέταρτον ἕτερον, κακῶν αἴτιον· τούτους δὲ ἀλλέλους ὀνομάζει.

νόμον δὲ καὶ προφήτας δυσφημεῖ, ἀνθρώπινα καὶ ψευδῆ φάσκων εἶναι τὰ γεγραμμένα, τῶν δὲ εὐαγγελίων ἢ τοῦ ἀποστόλου τὰ ἀρέσκοντα αὐτῷ αἱρεῖται. Φιλουμένης δέ τινος λόγοις προσέχει ὡς προφήτιδος φανερώσεσι. τὸν δὲ Χριστὸν ἐκ τῆς ὕπερθεν δυνάμεως κατεληλυθέναι, τουτέστι τοῦ ἀγαθοῦ, κἀκείνου αὐτὸν εἶναι υἱόν·

τοῦτον δὲ οὐκ ἐκ παρθένοι γεγεωῆσθαι οὐδὲ ἄσαρκον εἶναι <τὸν> φανέντα λεγει, ἐκ τῆς τοῦ παντὸς οὐσίας μεταλαβόντα μερῶν σῶμα πεποιηκέναι, τουτέστι θερμοῦ καὶ ψυχροῦ καὶ ὑγροῦ καὶ ξηροῦ, καὶ ἐν τούτῳ τῷ σώματι λαθόντα τὰς κοσμικὰς ἐξουσίας βεβιωκέναι ὅν ἐβίωσε χρόνον έν κόσμῳ·