Homiliae In Lucam
Origen
Origenes. Origenes Werke, Vol 9. Rauer, Max, editor. Leipzig: Hinrichs, 1930.
De eo, quod scriptum est; >Exsurgens autem Maria cum festinatione venit in montana<, usque ad eum locum, ubi ait: >erit consummatio eorum, quae dicta sunt<.
Ἐπειδὴ παρὰ προσδοκίαν συνειλήφει, εἰς πάντα δὲ οὖσα ἐπιεικὴς ἡ παρθένος οὐ μόνον ἀπῆλθεν πρὸς τὴν Ἐλισάβετ, μὴ τυφωθεῖσα ἐκ
[*](1 f. Matth. 1, 18 4 Gen. 27, 39, vgl. Ps. 132 (133), 3 7 Ps. 109 (110), 3. Dazu vgl. F. Field, Origenis hexaplorum, quae supersunt (Oxford 1871—75) II, 266: μηρὲμ μεσσαὰρ λακτὰλ ἰελεδεχέθ (ἰελεθεθέχ). 11 ff. Luk. 1, 36. 38 19—21 Luk. 1, 39—45; zur ganzen Hom.vgl. Th. Zahn, D. Predigten d. Orig. üb. d. Ev. d. Lukas [Neue kirchl. Zeitschr. 22 (1911) 258—267] 22 ff vgl. Ambros. in Lucam II 22 (S. 53, 4 ff. Schenkl))[*](18 Incipit VII. de eo . . . AC 19 autem > AB Maria > CDE 20 ait + et A 21 quae + et C dicta] scripta A, edita E)[*](44, 11—15 γραφέτω Χ 44, 13 ἰδού — 17 πιστ. aU (Lemma zerstört; d. nächste Schol. [Anfang v. Hom. 7] ist Orig.: τοῦ αὐτοῦ) 44, 15 καὶ — 17 C 44, 22—45, 4 dCSXξ1 (in X folgt 45, 5—16))[*](11—13 πεισθεῖσα > aU 13 <ἀσπασμοῦ> > Χ ἰδού, φησίν] εἰποῦσα δὲ ἡ παναγία παρθένος· ἰδού a ἰδού — 14 κυρίου] δούλη εἰμὶ κυρίου U 14 κυρίου + κτἑξ a 14 ὡσεὶ ἔλεγεν > U] τοῦτο ἐδήλωσε a εἰμί + φησί a 15 ποιείτω — 17 πίστεως > Χ 15 καὶ — 17 πίστ.] δεξάμενος δὲ ὁ ἄγγελος τῆς παναγίας παρθένου τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς a, ὁ δὲ δεξάσυνειλ. > Χ Ἐπειδὴ + καὶ αὐτὴ d Ἐπειδὴ] ἢ διὰ τὸ συγχαρῆναι τῇ Ἐλισάβετ· ἐπειδὴ S εἰς — p. 45, 1 ἀγγέλου > dSX)τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου, ἀλλὰ καὶ προλαμβάνει ἐν τῷ ἀσπασμῶ̣ τὴν Ἐλισάβετ, τὸ σέβας αὐτῇ ὡς παλαιοτέρᾳ καὶ τάξιν ἐπεχούσῃ μητρὸς ἀπονέμουσα. Οὐ γὰρ ἡ Ἐλισάβετ πρώτη, ἀλλ' ἡ Μαρία τὴν Ἐλισάβετ<.
Meliores ad deteriores veniunt, ut eis ex adventu suo aliquid tribuant emolumenti. Sic et Salvator venit ad Joannem, ut sanctificaret baptisma illius ; et Maria statim ut audivit angelum nuntiantem, quod conceperit Salvatorem et quod cognata illius Elisabeth haberet in utero, >consurgens cum festinatione venit in montana, et ingressa est domum Elisabeth<. Jesus enim, in utero illius erat, festinabat adhuc in ventre matris Joannem positum sanctificare. Denique antequam veniret Maria et salutaret Elisabeth, non >exsultavit infans in utero<; sed statim Maria locuta est verbum, quod Filius Dei in ventre matris suggesserat, >exsultavit infans in gaudio<, et tunc primum praecursorem suum prophetam fecit Jesus.
Οἱ κρείττονες πρὸς τοὺς ἐλάττονας ἔρχονται, ἵνα αὐτοὺς εὐεργετήσωσιν. Οὕτω καὶ ὁ σωτὴρ ἦλθεν πρὸς τὸν Ἰωάννην, ἵνα τὸ βάπτισμα αὐτοῦ ἁγιάσῃ· οὕτως ἡ Μαριὰμ ἀκούσασα τοῦ ἀγγέλου τέξεσθαι τὸν σωτῆρα καὶ μεμαθηκυῖα, ὅτι ἡ συγγενὴς αὐτῆς συνέλαβεν Ἐλισάβετ, ἦλθεν πρὸς αὐτήν.
Ὁ γὰρ ἐν αὐτῇ ’ Ιησοῦς ἤδη ἤμελλεν εὐεργετεῖν τὸν ἤδη ἐν τῇ Ἐλισάβετ Ἰωάννην.
Καὶ τοῦτο δῆλον ἐκ τοῦ μὴ σκιρτᾶν μὲν τὸν Ἰωάννην, πρὶν ἔλθῃ Μαριὰμ καὶ τὴν Ἐλισάβετ ἀσπάσηται, ἅμα δέ τῷ λόγῳ τοῦ ἀσπασμοῦ Μαρίας, ὅν ὑπέλαβεν ὁ λόγος τοῦ θεοῦ ὁ Χριστός, ἤκουσεν ὁ πρόδρομος τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ ἁγίου πνεύματος κινούμενος τὸν ἀσπασμὸν τῆς
[*](5 deterioia B ciperet ABE tum > B 20 > B 7 Sic] Sed C 10 enimjvero De ~ Maria venir. B matris ventre C 9 baptismum ABE 11 conmatris 18 ventrem E 19 posiutero] 22 gaudio B sed — 25 gaudio 27 prophetam > B 45, 5 — 16 Ἰωάννην X (anschl. an 44, 22 — 45, 4, aber eigenes Schol.) 1 45, 5—9 dy. τι + 4 Ἔδει — 8 ὀρεινήν + 12 ὅτε — 18 αὐτῆ + 45, 1446 τοῦ αὐτοῦ) 45, 25 ἤκ. — 46, 4 dC 45, 19 — 24 + 46, 1 καὶ — 2 1 47, 15 ’Yn. — 21 Χριοτόν + 45, 25 ἤκ. — 46, 4 S 1 ἀλλὰ κοὶ] κοὶ d, ὅθεν S, > Χ 2 καὶ — μητρὸς > S 3 — 4 Ἐλισάβετ nur C, > dSX 5 Οἱ > Χ (Blatt Οἱ] Πρὸς τὴν συγγενίδα· οἱ U κρείττ. + δὲ Χ 9 ἁγιάσῃ] ἀκούση (?) · + ἦλθον εἰς τὸν κόσμον, ἵνα σώσω τὸν < (Joh. 12, 47) U 15 ἔμελλεν alle Hss τῇ U] > Χ 20 μὲν — 21 Ἰωάνν. U] αὐτόν Χ 21 ἔλθῃ — ἀσπασ.] ἐλθεῖν Μορίαν καὶ πρὶν ἀσπάσασθαι τὴν Ἐλισάβετ U 23 τοῦ ἀσπασμοῦ corr. ξ1] τῷ ἀσπασμῷ Χ 24 ὑπέλ.] ὑπέβαλεν C 25 ἤκουσεν — 46, 1 κοὶ dCS > UX 25 ἤκ. — πρόδρ. dC] ὅθεν S 27 κινούμενος + ἤκουσεν S τῆς CS >)Oportebat quoque Mariam Dei prole dignissimam post alloquium angeli ad montana conscendere et in sublimioribus commorari. Unde scriptum est: >Consurgens Maria in diebus illis, venit in montana<. Debuerat etiam, esset sollicitudine non pigra, properare sollicite et Spiritu sancto plena ad sublimiora perduci et virtute Dei protegi, a qua jam fuerat obumbrata. Venit ergo >in civitatem Juda et in domum Zachariae, et salutavit Elisabeth. Et factum est, cum audisset salutationem Mariae Elisabeth, exultavit infans in utero ejus, et repleta est Spiritu sancto<.
Μαρίας καὶ >ἐσκίρτησεν ἐν τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ< οἱονεὶ ἤτξατο ἔκτοτε προφήτην αὐτὸν ποιεῖν ὁ Ἰησοῦς. Ἔδει δὲ τὴν μακαρίαν ταύτην Μαρίαν μετὰ τὴν τοῦ Γαβριὴλ πρὸς αὐτὴν ἐπιδημίαν καὶ τὸν εὐαγγελισμὸν ἀναβαίνουσαν ἀναβῆναι ἐπὶ τὴν ὀρεινήν< — δὲ ἐκάλεσεν ὁ εὐαγγελιστὴς τοὺς περὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ τόπους τῆς Γαλιλαιάς ἐπὶ πεδίῳ κειμένης, ἐν ᾗπερ ἡ Ναζαρὲτ ἵδρυται — , ἅτε δὲ τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηρὰν σπουδαίως πορευθῆναι· μετὰ σπουδῆς δὲ ἐπορεύετο ἀγομένη ὑπὸ τοῦ ἁγίου πνεύματος τοῦ ἐπελθόντος αὐτῇ καὶ ὑπὸ τῆς δυνάμεως τοῦ ὑψίστου τῆς ἐπισκιασάσης αὐτῇ. >Πόλιν< δὲ >Ἰούδα<
[*](15ff. gr. vgl. Luk. 1, 35)[*](1 quoque > A Maria B Mariam + cum De 2 dignissima 3 angeli ABE] Dei De > C 4 et > AB 5 Unde + et De ad e 8 sollicitudine] sollicita De 9 sollicite] sollicitudine De 10 plena > B sublim.] summa C 12 iam > e 13 et + intravit A > C audiret B > 15 Et > Et — 16 Elisabeth 18 est >)[*](52, 7—11 + 46, 1 καὶ — 4 Ἰησ. + 52, 13—53, 15 λ 46, 2 8 ἅτε — 14 πορευθ. Χξ1 46, 4 Ἔδει — 8 + 12—18 ἀυτῇ eV 46, 447 46, μετἁ — 18 αὐτῇ + 47, 9—19 αὐτῆς Χξ1)[*](1 ἐσκίρτ. + γὰρ λ] ἐσκίρτα dCS ἐσκίρτησεν — 2 κοιλίᾳ] τό τε ἐν τῇ κοιλίᾳ σκιρτᾶν εἰς ἔμφασιν χαρᾶς κοὶ προφητείας δήλωσιν Χ 1/2 ἐν > 2 τὸ βρέφος > dCS ἐν τῇ κοιλίᾳ > + τῆς μητρὸς dCS καὶ λ] οἱονεὶ γὰρ dCSX 3 ~ αὐτ. ἐκτ. προφ. UY, ~ ἐκτ. προφ. ἤρξ. S, ~ ἔκτ. αὐτ. ἤρξ. προφ. dC, ~ ἔκτοτε ἤρξ. L 3/4 αὐτὸν Ποιεῖν] ποιεῖν δεικνύειν λ) τὸν > L) Ἰωάννην λ 4 κύριος λ δὲ > eUVY 5 ταύτην eUVY > Χ Μαριὰμ τὴν — 7 καὶ > XY 6 πρὸς αὐτὴν > e 7 τὸν + τοιοῦτον X καὶ εὐαγγ. > e ἀναβαίνουσαν > Y 8 ἀναβῆναι eUVY] 1 ἅτε— 14 Πορευθῆναι > eUYY 14/15 ἐπορεύθη ξ1 15 ἁγίου] ἐν αὐτῇ 16 τοῦ — αὐτῇ > Y τοῦ ἐπελθ. > Y] ὁ ὑπὸ > e 18 αὐτῇ] αὐτὴν)<ἐκάλεσε> τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐν ὁ Ζαχαρίας κατῴκει διὰ τὸ πλησιάζειν τῷ ἱερῷ. >Εἰσῆλθεν δὲ εἰς τὸν οἶκον Ζαχαρίου<, τὰ κατὰ τὴν Ἐλισάβετ μαθεῖν ἐπειγομένη τὴν <τῶν> πρὸς αὐτὴν εὐαγγελίων βεβαιωθῆναι πίστωσιν. Τί δὲ τό· >ἠσπάσατο τὴν Ἐλισάβετ< Ἰστέον, ὅτι οὐ φιλήματι, ἀλλὰ φωνῇ· δῆλον, ὅτι τῇ συνήθει τοῖς φίλοις προσεφθέγξατο τὴν εἰρήνην ἐπιφωνήσασα τῇ συγγενίδι, ὅπερ ἔθος Ἑβραίοις ἀνέκαθεν, ἢ χαριέστερόν τινα λόγον ἐπιφθεγξαμένη, ὡς εἰώθει τῇ τῶν συνήθων φίλων θέᾳ χαριέντως ἐπιλέγεσθαι.
Non est itaque dubium, quin quae tunc >repleta est Spiritu propter filium sit >repleta<! Neque enim mater primum Spiritum sanctum meruit, sed cum Joannes adhuc clausus in utero Spiritum sanctum recepisset, tunc et illa post sanctificationem filii >repleta est Spiritu sancto<. Poteris hoc credere, si simile quid etiam de Salvatore cognoveris. Invenitur beata Maria, sicut in aliquantis exemplaribus repperimus,
Οὐκοῦν ἐν τῷ ἀσπασμῷ >ἐπλήσθη< διὰ τὸν υἱὸν >πνεύματος ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ<· οὐ γὰρ ἡ μήτηρ ἐπλήσθη πνεύματος ἁγίου<πρῶτον, ἀλλὰπρονγουμένως πλησθέντος Ἰωάννου δευτέρως ἡ μήτηρ, ἅτε ἔχουσα τὸν πλησθέντα >πνεύματος ἁγίου<. Ὑπῆρξε δἐ τοῦτο Ἰωάννῃ, ὅπερ οὐδενὶ τῶν προφητῶν, διὰ τὸ πλησιάζειν αὐτὸν τῇ Χριστοῦ παρουσίᾳ καὶ προτρέχειν αὐτῆς· οὐ γὰρ πρότερον τοῦ> ἁγίου πνεύματος ἐπλήσθη<, πρὶν ἐπιστῆναι τὴν κυοφοροῦσαν τὸν Χριστόν.
[*](19 — 48, 3 lat. ist wohl Zusatz des Ηιερον.; vgl. dazuTh. Zahn, D. Evang. d. Lukas ausgelegt (Komm. z. NTIII) 1913, Exkurs III (745—751))[*](9 ~ dubium itaque B 14/15 ~ sanct. Spir. ADmn 15 recep.] accepisset n 18 si > E)[*](47, 15 Ὑπ. —48, 19UV 47, 15—21 Χριστόν + 45, 25 ἤκ. — 46, 4 S –48, 19 + 50. –9 + 51, 22—52, 3 + 53, 10—15 a 47, 15—48, 19 —52, 3 + 50, 20 τί—51, 51, 2 με + 52, 4—6 + 50, 3 καλῶς — 7 καρποί λL 47, 19 οὐ—48, 48, 19 + 50, 3 καλῶς—7 καρποί + 51, 22—52, 3 + 50, 51 + 52, 4—53, 15 dC)[*](1 x > > U 3 > Kr. > U ὡς] ὃς Kr. ? 7/8 τῇ . τὴν . . . θέαν U 15 Υπῆρξε — 17 προφητῶν] ὅπερ (+ γὰρ ml) οὐδενὶ οὐδεὶς λ) τῶν προφητῶν ὑπῆρξε ἐξεγένετο S), τοῦτο ὑπῆρξεν τῷ L) Ἰωάννῃ Ἰωάννης λ) λ, ὅπερ δὲ οὐδενὶ τῶν προφ. ὑπῆρξε ὑπῆρχεν α, ἐξεγένετο S), τοῦτο εἰς Ἰωάννην γέγονεν ὑπῆρξεν S) aS 17 πλησιάζειν — 18 καὶ > Χ 18 αὐτὸν kmUVA τῇ + τοῦ S τὴν . . . παρουσίαν U 19 αὐτῆς] αὐτὸν τῆς Χριστοῦ Χριστοῦ Χ οὐ γὰρ] διὸ οὐδὲ aS 20 τοῦ > dC ~ ἁγςίου d ἐπλήσθη τοῦ πν. λ ἐνεπλήσθη dC 20 πρὶν — 21 Χριστὸν] ἕως οὗ (> S) επέστη αὐτῷ ἡ κυοφοροῦσα κυοφορήσασαδ S) τὸν Χριστόν aS 21 κυοφορήσασαν dC τὸν >)prophetare. Non enim ignoramus, quod secundum alios codices et haec verba Elisabeth vaticinetur. Spiritu itaque sancto tunc repleta est Maria, quando coepit in utero habere Salvatorem. Statim enim ut Spiritum sanctum accepit Dominici corporis conditorem, et Filius Dei esse coepit in utero, etiam ipsa completa est Spiritu sancto.
|Πρῶτον δὲ τὸ βρέφος ἐπλήροῦτο πνεύματος καὶ ἐσκίρτα καὶ οὕτως τῇ μητρὶ μετεδίδου, καὶ ἀνεβόα προφητικὰ ἡ Ἐλισόβετ διὰ τὸ κυοφορούμενον ἐν αὑτὴ βρέφος — ἡ ὄντως γὰρ τεκνογονία καὶ ταύτην ἐποίει τιμίαν, ὥσπερ ἡ θεία τεκνογονία τὴν Μαρέαν καὶ τὸ σύμπαν δι' ἐκείνην γυναικῶν γένος, ὡς λέγει καθ’ ὅλου περὶ γυναικῶν ὁ Παῦλος, ὅτι >σωθήσεται ἡ διὰ τῆς τεκνογονίας< τοῦτ’ γυνὴ τὸν Χριστὸν ἐπεκνογόνησεν — καὶ ἔλεγε τῇ παρθένῳ· εὐλογημένη σὺ ἐν · οὐδεμία γὰρ τῆς τοιαύτης χάριτος κοινωνὸς οὔτε γέγονεν οὔτε γενέσθαι δύναται. Ἒν γὰρ τὸ θεῖον κύημα, εἷς ὁ θεῖος τοκετός, καὶ μία ἡ γεννήσασα τὸν θεάνθρωπον. Τί μοι τοίνυν πρώτη προσαγορεύεις ; Μὴ γὰρ ἐγώ εἰμι ἡ τὸν σωτῆρα τίκτουσα; Ἐμὲ ἐχρῆν ἐλθεῖν πρὸς σέ· σὺ γὰρ ὑπὲρ πάσας τὰς γυναῖκας εὐλογημένη· σὺ μήτηρ τοῦ κυρίου μου, σὺ ἐμὴ κυρία ἡ τῆς κατάρας τὴν λύσιν βαστάζουσα.|
[*](11 f . 1 Tim. 2, 15)[*](4 Et Spiritu C ~ sancto itaqvie BE 6 ~ habere in utero ACE 7 Spiritu sanoto D 9 ~ cepit esse B 48, 1—19 ΧΖξ1 48, 1 – 19 + 50, 1—9 + 51, 22—52, 3 + 50, 20 51 + 52, 4—53, 15)[*](1 — 5] Ὅτι τότε ἐπλήσθη πνεύματος ἁγίου ὁ ἐν γαστρὶ ὢν Ἰωάννης καὶ μετεδίδου τῆς χάριτος τῇ μητρί, καὶ ἐπροφήτευε λοιπὸν ἡ Ἐλισάβετ Ζ 1 Πρῶτον — καὶ1] Πρῶτον οὖν αὐτὸς ἐπληροῦτο πνεύματος χ, Τότε δὲ καὶ ἐπληροῦτο πνεύματος κοὶ λ τότε] τοῦτε U τοῦτοV), Τότε δὲ πλησθεὶς πνεύματος + ἁγίου b) a 2 καὶ ἐσκίρτα καὶ] σκιρτῶν, εἶθ' Χ ἐσκίρτα + καὶ ἀντὶ λόγου τὸ σκίρτημα προελάλλετο S 3 > UV κοὶ — 4 προφ.] Δι' ὅ Διὸ ξ1) καὶ προφητικὰ Χ, τοῦ ἀναβοᾶν προφητικὰ καὶ θαυμαστὰ ῥήματα S 4 προφητικὰ aCUV] προφητικῶς λ ἡ — 5 > S Ἐλισάβετ + ῥήματα διὰ — .5 βρέφος > 6 ἡ ὄντως — 13 ἐτεκνογόνησεν λ ὄντως X 8 Μαριὰμ UV 9 ἐκείνον ( ?) U ἐκείνην V) 10 καθόλου ξ1 13 γυνή + x > Kr. ? 13 καὶ— 19 adkmC SZ λ > UVX κοὶ — παρθένῳ > aZ] ταῦθτα οἱονεὶ πρὸς αὐτὴν λέγει γὰρ τοῦτό φησιν ἡ Ἐλισάβετ πρὸς τὴν παρθένον dC ἔλεγε — παρθένῳ] ἐβόα πρὸς τὴν παρθένον kL 13/14 εὐλογ. — γυν. > S 13 εὐλογουμένη — 16 θεάνθρ. > 14 οὐδεμ. — 19 > Ζ γυναιξὶν + λέγυσα aZ + καὶ εὐλογημένος bZa τι ὁ τῆς κοιλίας σου Za σου > Ζ) + καὶ τὰ ἑξῆς a > a) οὐδ. — 15 δύν. nach 18 aS τοσαύτης m κοινωνὸς + ἄλλη S γενέσθ. δύν.] γενήσεται +πλὴν σοῦ· εὐ λογημένος γὰρ ὁ καρπὸς τ. κ. σ. S Ἕν — S Ἕν — βαστάζ. α 16 τόκος λ τὸν θεάθρ. > kL μοι]με dC τοίνυν > dCS πρώτη προαγορεύεις Μὴ Μὴ — τίκτουσα > dCS 17 Ἐμὲ ἐχρῆν ἐχρῆν πρὸς dlcCLS] ἐχρῆν ἐμὲ πρὸς σὲ παραγενέσθαι mX + εὐλογ. γὰρ σὺ ἐν γυν. καὶ εὐλογ. ὁ καρπὸς καρπὸς τῆς κοιλίας < dC 18 οὺ — 19 βαστ. > dCS ὑπὲρ])>Exsultavit< ergo >infans in utero Elisabeth, et repleta est Spiritu sancto et clamavit voce magna et dixit: Benedicta tu inter mulieres<. Debemus in hoc loco, ne simplices quique decipiantur, ea, quae solent haeretici opponere, confutare. In tantum quippe nescio quis prorupit insaniae, ut assereret negatam fuisse Mariam a Salvatore, eo quod post nativitatem illius juncta fuerit Joseph, et locutus est, quae, quali mente dixerit, ipse noverit, qui locutus est. Si quando igitur haeretici vobis tale quid objecerint, respondete eis et dicite: Certe >Spiritu sancto< plena Elisabeth ait: >benedicta tu inter mulieres<. Si a Spiritu sancto benedicta canitur Maria, quomodo eam Salvator negavit? Porro quod asserunt eam nupsisse post partum, unde approbent, non habent; hi enim filii, qui Joseph dicebantur, non erant orti de Maria, neque est ulla scriptura, quae ista commemoret.
Οὐκ ὀκνητέον δὲ εἰπεῖν, ἵνα μὴ ἐπαπατηθῇ τις ὑπὸ τῶν πιθανόθητι χρωμένων καὶ διδασκόντων ψευδῶς, ὅτι ἐτόλμησέ τις εἰπεῖν κατὰ τῆς Μαρίας, ὡς ἄρα ὁ σωτὴρ αὐτὴν ἠρνήσατο, ἐπεί, φησίν, συνήφθη μετὰ τὴν τὴν ἀπότεξιν τοῦ σωτῆρος τῷ Ἰωσήφ.
Εἴ ποτε οὖν τοιοῦτοι λόγοι ὑπὸ αἱρετικῶν προαχθῶσιν, οὕτως ἀποκριτέον, ὅτι >πνεύματος ἀγίου πλησθεῖσα ἡ Ἐλισάβετ φησίν· >εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν<. Εἰ δὲ εὐλόγηται ὑπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου, πῶς ἠρνήσατο αὐτὴν ὁ σωτήρ; Ἀλλ' οὐδὲ ἔχουσιν αὐτὴν ἀποδεῖξαι, ὅτι συνουσίᾳ ἐχρήσατο μετὰ τὴν ἀπότεξιν τοῦ σωτῆρος· οἱ γὰρ υἱοὶ Ἰωσὴφ οὐκ ἦσαν ἄπὸ τῆς Μαρίας. οὐδὲ ἔχει τις τοῦτο παραστῆσαι ἀπὸ τῆς γραφῆς.
[*](zu 5ff. vgl. Th. Zahn, Briider u. Vettern Jesu (Forschimgen z. Gesch. d. neutest. Kanons VI), S. 313 Anm. I 25f. vgl. Matth. 13, 55)[*](3 exclamavit A 5/6 in hunc locum AE 7 ea] et BE 7/8 ~oppon. haeret. De 8/10 tantam .... insaniam CDe 9 quis] qui BE 9/10 insaniam] infamiam mn 16 ~ haeretici igitur D 17 obicerint C respondere r 18 dicite + Et ABE 19 plena > C 20 Aiuheribus(!) E a > CDe 20/21 ~ sancto Spiritu De 22 ~ negavit Salv. A 28 quae + et n)[*](49, 5 — 10 ἠρνήσ. Χ 1 49, 10 ἐπεί — 28 γραφῆς Χ)[*](6 πιθανόθητι Kl. Kr.] πιθανόθησι Χ 20 ηὐλόγηται X Origenes IX.)>Καρπὸν< δὲ >κοιλίας< εἶπεν κατὰ τὴν παρὰ τοῦ θεοῦ πρὸς τὸν Δαβὶδ ἐπαγγελιάν τὴν λέγουσαν· >ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπὶ τὸν θρόνον σου<· καλῶς δὲ >καρπὸν κοιλίας< τῆς παωαγίας παρθένου ἡ Ἐλισάβετ ὠνόμασε διὰ τὸ μὴ ἐξ ἀνδρὸς εἶναι τὸ κυοφορούμενον, ἀλλ' ἐκ μόνης τῆς Μαρίας πνεύματος ἁγίου ἐνοικήσαντος ἐν αὐτῇ καὶ τῆς τοῦ ὑψίστου δυνάμεως ἐπισκιασάσης αὐτῇ· οἱ γὰρ ἐκ τῶν πατέρων τὴν σπορὰν ἔχοντες ἐκείνων εἰσὶ καρποί, καθὼς καὶ τῷ Δαβὶδ ἐρρήθη· ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου<, τοῦτ’ ἔστιν οἱ πρόγονοι τῆς παναγίας θεοτόκου καὶ αὐτοὶ ἐκ σπορᾶς ἀνδρῶν γεννηθέντες.
>Benedicta tu inter mulieres, et benedictus fructus ventris tui. Et unde mihi hoc, ut veniat mater Domini mei ad me?< Hoc, ait: >unde mihi hoc?< non ignorans dicit, et maxime Spiritu sancto plena, quasi nesciat, quod juxta Dei voluntatem mater Domini venerit ad eam; sed isto sensu loquitur: quid boni feci? quae opera mea tanta sunt, ut mater Domini ad me veniat? per quam
Τὸ δέ· >πόθεν μοι τοῦτο;< οὐκ ἀγνοοῦσα λέγει ἡ Ἐλισάβετ ἡ πνεύματος πλησθεῖσα ἁγίου, ὅτι· οὐκ οἶδα, ὅτι ἀπὸ θεοῦ γεγένηται τὸ ἐλθεῖν τὴν μητέρα >τοῦ κυρίου μου πρός με<, ἀλλὰ τό· >πόθεν μοι τοῦτο< τοιοῦτόν ἐστιν· τί γάρ μοι, φησίν, τηλικοῦτον πέπρακται ἀγαθόν, >ἵνα
[*](2f. 8 Ps. 131 (132), 11 5f. vgl. Luk. 1, 35. > C ut — ABCE 13 50, 1 — 7 καρποί (neues Schol. nach 49, 27) ξ1 50, 3 καλῶς — 7 καρποί U (L ?) VZ 50, 3 — 7 + 53,16—25 Y 50, –20 ἐστιν Χ ξ1 50; 20 τί — 52, 3 Χ ξ1 50, 20 τί — 51, 2 με + 52, 4—6 a 50, 20 τί—51, 2 4—53, 7 V.)[*](1 εἶπεν + ἢ S παρὰ] παλαιὰν β > a 2 σου θήσομαι] σωθήσομαι 3 τοῦ θρόνου S 3 καλῶς — 7] Ὅτι καλῶς καρπὸς κοιλίας ὠνόμασε τὸ ἐν αὐτῇ, ὅτι χωρὶς ἀνδρὸς ἦν· οἱ γὰρ ἐκ πατέρων ἐκείνων εἰσὶ καρποί, ἀλλ' οὐχὶ μητρός Ζ 3 καλῶς — 4 διὰ] καρπὸς κοιλίας ὠνόμασται UVY καλῶς δὲ] ἢ dCX, καὶ λ καρπὸν — 4 ὠνόμ. > S τῆς — παρθένου b] τὸ κύημα τῆς a τῆς — 4 Ἐλισ. > dCX 4 ὠνόμασε] ὀνομασασα dCX, λ + τὸν σωτῆρα λ τὸ] τῷ λ τὸ κυοφορ. > λ 5 τῆς + παναγίας b) θεοτόκου a Μαρίας] παρθένου α1 (HsM) Μαρίας + ἐκ dCVX πνεύμ. — 6 αὐτῇ > kmLA καὶ — 6 ἀυτῇ > 6 δυνάμεως + ὡς d ( ? ) αὐτῇ] αὐτὴν CUVY τῶν > dCXY πατέρων) ἀνδρῶν Y 7 καθὼς] ὡς L 8 κοιλίας + σου β) + θήσομαι ἐπὶ τοῦ θρόνου σου S παναγ. — 9 αὐτοὶ] παρθένου καὶ ἡ παρθένος S ἀνδρῶν + τοῦ γένους σου S 20 τι] ὠσανεὶ λέγουσα· τί aS γάρ adCSUV > kmA 21 ἀγαθόν φησι πέπρακται τη λιδοῦτον Χ] φησίν bSV), τηλικοῦτον τηλικοῦτο V) πέπρακται ἀγαθόν adkmCSUVYA τηλικοῦτον ἀγαθὸν πέπρακται U))justitiam, ex quibus bonis, de qua fidelitate mentis hoc merui, ut mater Domini mei veniat ad me? >Ecce enim ut facta est tua in aures meas, exsultavit in exsultatione infans in utero<. Sancta erat anima beati Joannis, et adhuc in matris utero clausa venturaque in mundum sciebat, quem Israhel ignorabat; unde >exsilivit<, et non simpliciter >exsilivit< sed >in gaudio<. Senserat enim venisse Dominum suum, ut sanctificaret servum, antequam de matris ventre procederet. Utinam mihi eveniat, ut ab infidelibus stultus dicar, qui talibus credidi. Ipsum opus ostendit et veritas non me stultitiae, sed sapientiae credidisse, quia hoc, quod stultum apud illos putatur, mihi salutis occasio fit. Nisi enim fuisset caelestis et beata nativitas Salvatoris, nisi habuisset divini aliquid et humanitatem hominum supergredientis, nunquam in toto orbe illius doctrina penetrasset. Si tantum homo fuisset in Mariae utero et non Dei Filius, quomodo poterat fieri,
ἡ μήτηρ τοῦ κυρίου μου ἔλθῃ πρός με<; πόθεν, ἀπὸ ποίας δικαιοσύνης ἢ πράξεων ἀγαθῶν ἐπέτυχον τούτου; ἰδοὺ γὰρ ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ μου<. Τεράστιος ἦν ἡ ψυχὴ τοῦ Ἰωάννου, καὶ ἔτι ἐν τῇ μήτρᾳ τῆς μητρὸς ὑπάρχουσα καὶ μέλλουσα εἰς γένεσιν ἥκειν ἔγνω, ὅν οὐκ ἔγνω Ἰσραήλ. Οὐχ απλῶς δὲ >ἐσκίρτησεν<, ἐν ἀγαλλιάσει<· ἤσθετο γάρ, κύριος ἦλθεν ἐν τῇ μητρί, ἵνα αὐτὸν παραλαβὼν ἁγιάσῃ.
| Σύμφωνα δὲ φθέγγεται τῷ υἱῷ ἡ Ἐλισάβετ· κἀκεῖνος γὰρ ἀντάξιον ἑαυτὸν τῆς πρὸς τὸν Χριστὸν παραστάσεως
[*](3 mei > BC ~ ad me veniat C 5 auribus meis BE 8 in > 9 venturaque] venturum AE, venturumque C mimdvim + quasi per experientiae sensum D (spat. Einfvigixng) e 10 quem ACE] quae BDe 10/11 exilit C 11 et > C 14 servum + suum De 15 ~ matris A ventre ACD] utero Be 17 meae D quia] qua B et quia CDe 18 illum C fit] sit De nisi] nostri B 20 human.] humanitatis C, hmiiilitatem AB superegrediens r, supergredientem D, supergrediens Imn, supragradiens C 20/21 nunquam] nusquam A 21 in toto orbe] totmn orbem De ~doctrina ilUus A 22 tantum homo] tantummodo De 51, 2252, 3 + 50, 2 τί — 51, 2 με + 52, –53, 7 U ἐξ ἀνεπ.))[*](6 ἦν] οὖν Χ 11 ᾔσθετο Kr.] ᾐσθάνθη Χ 22 δὲ > kmUA φθέγγ. τῷ υἱῷ Χ] τῷ υἱῷ (+ καὶ καὶ C) φθέγγ. λ, τῷ Ἰωάννῃ φθ. U φθεγγ. — Ἐλισ.] τῶν μελλόντων ὑπὸ Ἰωάννου λέγεσθαι καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἀποφθέγγεται aS μελλ. + τῶν S, καὶ > a(gga)] 23 ἡ ξ1 > Χ ἡ Ἐλισόβετ κἀκεῖνος γὰρ Χ] καὶ γὰρ ὁ (> U) Ἰωάννης λ, ὥσΠερ γὰρ ἐκεῖνος aS, καὶ ὁ Ἰωάννης (nach 52,3 παρθ.) dC ἀνάξ. ἑωυτὸν > dC 23 κὐκεῖνος p. 52, 1 ἔλεγεν nach 3 παρθ. dC 24 τῆς — παραστ.] τῆς παρουσίας τῆς Πρὸς τὸν Χριστὸν τῆς — p. 52, 2 ἑαυτὴν > β 24 παραβάσεως)ut et illo tempore et nunc non solum corporum, sed etiam animarum morbi multiplices curarentur? Quis nostrum non insipiens fuit, qui nunc propter misericordiam Dei habemus intellegentiam et scimus Deum? Quis non incredulus justitiae, qui nunc propter Christum justitiam habemus sequimurque justitiam? Quis nostrum non errabundus et vagus, qui nunc propter adventum Salvatoris non fluctuamus atque turbamur, sed sumus in via, in illo videlicet, qui ait: Ego sum via<? Possumus et congregantes videre, quoniam omnia, quae scripta sunt de eo,
ἔλεγεν, οὕτως καὶ αὐτὴ ἀναξίαν ἑαυτὴν τῆς παρουσία τῆς πάρθένου.
>Μμητέρα< δὲ καλεῖ τὴν ἔτι παρθένον, φθάνουσα προφητικῷ λόγῳ τὴν ἔκβασιν.
Θεία μὲν οὖν οἰκονομία τὴν Μαρίαν ἤγαγε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ, ἶνα ἡ μαρτυρία Ἰωάννου ἐκ μήτρας εἰς τὸν κύριον πληρωθῇ διὰ τῆς ἰδίας μητρός. |
| Εἶχε δὲ καὶ ἡ πορεία τῆς παρθένου τὴν οἰκείαν αὐτῆς σπουδήν· ἦλθε γὰρ ὀψομένη τὴν Ἐλισάβετ καὶ τὸ ἐν ἀυτῇ παράδοδον κύημα καὶ ἰδεῖν καὶ πιστεύσασθαι, κατὰ τὴν τοῦ ἀγγέλου φωνήν, ἵνα διὰ
[*](15 f. Joh. 14, 6)[*](2 corpora ABE 5 fuisset C (wohl corr. aus fuit) G Dei > 7 scimus] sitimus De Quis] Qui E Quis + nostrvun > (spater) 15 in > BE videlicet] scilicet 52, 7—11 + 46, 1—46, + 52, 1353, 15 λ 52, 4—11 Χ 52, –53, 15 (nach 52, 4—11))[*](1 ἔλεγεν > dC ἔλεγεν] γέγονεν U(?) οὕτως — 2 ἑαυτὴν a α, αὐτὴ b)] καὶ αὕτη αὐτὴ λ) ἑαυτὴν ἀναξίαν λ, ἀναξίαν ἑαυτὴν dC, καὶ ἡ Ἐλισάβετ ἀναξίαν ἑαυτὴν U, ὥσπερ κἀκείνη Χ, οὕτως καὶ αὐτὴ S ἀναξ. — 3 παρθ. > S 3 παρθ. + λέγουσα τι 51, 23 κἀκ. — 52, 1 ἔλεγ.) dC + λέγουσα· τί κτλ 20) S παρθένου kmA] θεοτόκου dC, παρθένου θεοτόκου a, θεοτόκου παρθένου U 4 καὶ μητέρα λ δὲ Χ > λ Μητ. καλεῖ] καλεῖ δὲ αὐτὴν μητέρα aS 4/5 παρθένον] κυοφοροῦσαν aS 5 ~ προφ. λόγῳ φθαν. aSV προφθάνουσα aS) προφητικῶς rnV λ + τῷ λ διὰ προφητικῶν λόγων α 6 ἔκβασιν] κύησιν aS 7 μὲν οὖν λ] δὲ SX 7/8 Μαρίαν] παρθένον S, μαρτυρίαν ε ~ ἤγαγε τὴν Μαρίαν V 9 ἵνα + καὶ dCS μαρτυρία + ἡ U Ἰωάννου + καὶ λ ἐκ μήτρας > S 10 πληρωθῇ — 11 μητρός] διὰ τῆς ἰδίας μητρὸς Ἐ λισάβετ πληρωθῇ C, πληροφορηθῇ d, πληρωθῇ, μᾶλλον Se πληροφορηθῇ 8 διὰ — μητρὸς > kmUVA 13 Εἶχε 14 σπουδὴν] Καὶ ἡ Μαρία δὲ τὴν πρὸς τὴν Ἐλισάβετ μετὰ σπουδῆς ἐποιεῖτο πορείαν Χ Εἶχε — 14 σπουδὴν > dCS 15 ἦλθεδ — Ἐλισ.] ὥστε ὄψεσθαι αὐτὴν ἦλθε γὰρ] καὶ ἵνα κατὰ τὴν τοῦ ἀγγέλου φο)νὴν dCS τὴν — 16 καὶ > 16 καὶ — 17 πιστεύσ. > dCLSUVX τὸ — κύημα] διὰ τοῦ . . . κυήματος Χ αὐτῇ] τῇ Ἐλισάβετ S 17 πιστεύσ.] πιστώσασθαιδ λ κατὰ — 18 φωνήν] vor 15 ὀψομ. dC 18 ἀγγέλου dkCUV] εὐαγγελίου λ 18 — p. 53, 1 διὰ x > VX] διὰ τοῦτο SU, + καὶ λ)divina admiratione digna referantur, quod et nativitas illius et nutrimenta et virtus et passio et resurrectio non solum illo tempore, sed etiam nunc operentur in nobis. Quis vos, Ο catechumeni, in ecclesiam congregavit? quis stimulus impulit, ut relictis domibus in hunc coetum coeatis? Neque enim nos domus vestras singillatim circuimus, sed omnipotens Pater virtute invisibili subjicit cordibus vestris, quos scit esse dignos, hunc ardorem, ut quasi inviti et retractantes veniatis ad fidem, maxime in exordio religionis, cum veluti trepidi et paventes salutis fidem cum timore suscipitis. Obsecro vos, Ο catechumeni: nolite retractare, nemo vestrum formidet et paveat, sed sequimini praeeuntem Jesum. Ille vos trahit ad salutem, tem, congregat in ecclesiam nunc quidem super terram, si autem
τούτου ὁ κατ' αὐτὴν μείζων πιστευθῇ τοκετός, ὁ ἐξ αὐτῆς, φημί, τῆς παρθένου· καὶ συντρέχει πρὸς τὴν πίστιν ταύτην ὁ λόγος τῆς Ἐλισάβετ λεγούσης· >καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα, ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ κυρίου<.|
Ι Βεβαιοτέρα γὰρ πρὸς τὴν πίστιν ταύτην ἐκ τούτων ἐγίνετο τῶν ῥημάτων ἡ παρθένος μακαριζομένη, ὅτι ἐπίστευσεν ἀγγέλου τε προσημαίνοντος καὶ τῆς συγγενίδος τὰ παραπλήσια προφητευούσας. [>Μακαρία ἡ πιστεύσασα κτλ..<]
Ὁ λόγος οὗτος τὴν τοῦ Ζαχαρίου αἰνίττεται σιωπήν, ὅτι ἀπιστήσας τοῖς λελαλημένοις ἔλαβε Ποινὴν τὴν σιγήν· μακαρία , ὅτι τοιούτου ἐξέφυγες πόθους· καὶ ἄλλως· ἐπειδὴ >τοῖς λελαλημένοις< μακαρία εἶ. Διὰ τι; Ἔσται γὰρ τελείωσις, καὶ οὐ μάτην παρὰ τοῦ ἀγγέλου λελάληται. |
[*](1/2 referuntur De fi ο > ABE 7 cathecumini ABDE, C ecclesia CDe 9 himc] hoc E 10 enim > domos A 11 sigillatim AB, singulatim C circuivimus Clmn 15 retractores A 17 vehit BE 19 Ο > ABE 23 trahit > 23/24 sakitem + qui A 24 congregati E)[*](50, 3 καλῶς — 7 καρποί + 53, –25 Y)[*](1/2 ὁ . . μείζων . . . τοκετός] τὸ μεῖζον dCS κατ' αὐτὴν > λ πιστευθῇ] πιστεύσῃ dCS 2 ὁ > UV ὁ — Παρθένου > X. ὁ τοῦτ' ἔστιν τὸν ἐξ αὐτῆς, φημί, τῆς παρθένου ἄσπορον τοκετόν dCS φημί, τῆς παρθ. > S) 3 καὶ — 4 λεγούσης] διὸ καὶ ὁ λόγος τῆς Ἐλισάβετ S 4 ταύτην + καὶ dC λόγος + ὁ dCUV 5 καὶ > 6 ὅτι — 7 > 10 γὰρ] οὖν ἐγένετο λ, δὲ S τὴν > 11 ταύτην κτλ.] ἐκ τούτων ἡ θεοτόκος ἐγένετο· διὸ καὶ λέγει· μεγαλύνει . . . . . . κύριον S dC ταύτην — 12 παρθένος] ὧν ἤκουσε παρὰ τοῦ ἀγγέλου ἡ Μαρία λ ἡ Μαρία > kL) 12/13 τῶν ῥημάτων ἐγένετο d 13 ἐπίστ.] ἐὰν πιστεύσῃ λ 13/14 προσημαίνοντος] προφητεύοντος dX. 14 τὰ > dC 15 παραπλησίως Ε > Χ 22 25 λελάληνται Y)dignos fructus feceritis, in >ecclesiam primitivorum, qui scripti sunt in caelestibus<. >Beata credidit<, et beatus qui credidit, quia erit perfectio his, >quae dicta sunt< ei >a Domino<. Super quibus et Maria >magnificat< Dominum Jesum. >Magnificat< autem Dominum, spiritus Deum<. Quae quam habeant interpretationem, si concesserit Dominus, ut rursus in ecclesiam congregemur, ut festivi veniatis ad domum Dei, et divinae lectioni praebeatis aures, quaeremus, ventilabimus, disseremus in Christo Jesu: cui est gloria, et imperium in saecula saeculorum. Amen.
| Πρῶτον δείκνυσιν, ὅτι πιστεύει τοῖς λεχθῶσιν αὐτῇ διὰ τοῦ·>μακαρία ἡ πιστεύσασα, ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λαληθεῖσιν αὐτῇ παρὰ κυρίου<, φάσκουσα· >μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν κύριον<. Ἐπειδὴ γὰρ παρθένος οὖσα ἐν γαστρὶ σωματικῶς παρὰ τὴν κοινὴν συνελάμβανε φύσιν, σωματικῶς μὲν ὡς ἐν σώματι, πνευματικῶς δὲ ὅτι ἄνευ κοινωνίας, ὅμως ἐπειδὴ ἐν σώματι ἐγένετο τὸ παραδόξως οἰκονομούμενον, φησίν · >μεγαλύνει ἡ ψυχή μου κύριον<.