Panarion (Adversus Haereses)
Epiphanius
Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.
ἄλλοι δὲ ἐν αὐτοῖς λέγουσιν ἄνωθεν μὲν αὐτὸν ὄντα πρὸ πάντων δὲ αὐτὸν κτισθέντα, πνεῦμα ὄντα καὶ ὑπὲρ άγγέλους ὄντα πάντων τε κυριεύοντα, καὶ [*](1 ff vgl. haer. 19, 5, 4; S. 222, 25 ff — für die ührung der mit den Elkesaiten in der Christologie vgl. mit dem Folgenden Hippolyt refut. IX 14,1; S. 252, 20 ff Wendland über Elxai) τὸν Χριστὸν δὲ λέγει ἄνθρωπον κοινῶς πᾶσι γεγονέναι, τοῦτον δὲ οὐ νῦν πρώτως ἐκ πρώτως γεγεννῆσθαι, ἀλλὰ καὶ πρότερον, καὶ αὖθις πολλάκις γεννηθέντα καὶ γεννώμε- νον πεφηνέναι καὶ φύεσθαι, ἀλλάσσοντα γενέσεις καὶ μετενσωματούμενον — 3f vgl. haer. 19, 4, 1 ff; S. 221, 6 ff — 4 f vgl. dement. Hom. III 20; S. 41, 29 Lagarde ἐὰν τῷ ὑπὸ χειρῶν θεοῦ κυοφορηθέντι ἀνθρώπῳ τὸ ἄλγιον Χριστοῦ μὴ δῷ τις ἔχειν πνεῦμα κτἑ ΙΙΙ 21; S. 42, 4 οὗτος αὐτὸς μόνος ἀληθὴς ὑπάρξας προφήτης VIII 10; S. 88, 22 ὁ γεγονὼς τῆς τοῦ πεποιηκότος αὐτὸν πνέων θειότητος, ἀληθὴς προφήτης ὤν dement. Recogn. I 45 hunc primum pater oleo perunxit, quod ex ligno vitae fuerat sumtuni . ex illo ergo unguento Christus appellatur I 47 memini . . dixisse te de primo howine, quia propheta fuit . . . si primus, inquit, homo prophetanit, certum est, quod et unctus sit . . . qiiia quia unguento prophetare non poterat (beachte auch clement. Hom. II 52; S. 86, 8 οὔτε Ἀδὰμ παραβάτης ἦν ὁ ὑπὸ τῶν τοῦ θεοῦ χειρῶν κυοφορηθείς Victorinus Rhetor zu Gal. 1, 19; Migne S, 1155 B dicunt cnim eiim ipsum Adam esse et esse animam generalem — 6 — S. 337, 1 vgl. dement. Hom. III 19; S. 41, 17 μέλλοντος γὰρ αἰῶνος βασιλεὺς εἶναι κατηξιωμένος ΙΙΙ 20; S. 41, 34 ff διὰ τοὺς καμάτους θεοῦ ἐλέει χρισθείς . . . οὗτος ἄρχειν καὶ κυριεύειν πάντων τῶν ἐν ἀέρι καὶ γῇ καὶ ὕδασιν τετίμη- ται· πρὸς τούτοις δὲ αὐτοῦ τοῦ πεποιηκότος τὸν ἄνθρωπον τὴν πνοὴν ἔσχεν XV 7; S. 148, 24 XX 2; S. 190, 6 dement. Recogn. IX 3 usque ad nuptiarum tenipus, quod est pracsentia saeculi venfuri, statuit virtutem quandani, qiiae ex his quae in hoc mundo nascuntur, cligat et custodiat meliores ac servet filio suo II 42 uni vero qui in archangelis erat maximus sorte data est dispensatio eorum, qui prae ceteris omnibus excelsi dei cultum atque scientiam receperunt V M) [*](2 Ἐσσηνοῖς M 3 μοι > * 4 διηγοῦνται *] διηγεῖται VM 5 λέγουσιν εἶναι M Ι τε ausradiert Vcorr Ι πλασθέντα + τε V 7 αὐτὸν beidemale < V)
ἔρχεσθαι δὲ ἐνταῦθα ὅτε βούλεται, ὡς καὶ ἐν τῷ Ἀδὰμ ἦλθε καὶ τοῖς πατριάρχαις ἐφαίνετο ἐνδυόμενος τὸ σῶμα· πρὸς Ἀβραὰμ δὲ ἐλθὼν καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰσκὼβ ὁ αὐτὸς ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἦλθεν καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἀδὰμ ἐνεδύσατο καὶ ὤφθη ἀνθρώποις καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἀνέστη καὶ ἀνῆλθεν.
πάλιν δὲ ὅτε βούλονται λέγουσιν· οὐχί, ἀλλὰ εἰς αὐτὸν ἡλθε τὸ πνεῦμα ὅπερ ἐστὶν ὁ Χριστὸς καὶ ἐνεδύσατο αὐτὸν τὸν Ἰησοῦν καλούμενον. καὶ πολλὴ παρ᾿ αὐτοῖς σξλιτωσις, ἄλλοτε ἄλλως καὶ ἄλλως αὐτὸν ὑποτιθεμένοις.
καὶ δέχονται μὲν καὶ αὑτοὶ τὸ κατὰ Ματθαῖον εύαγγέλιον. τούτῳ γὰρ καὶ αύτοί, ὡς καὶ οἱ κατὰ Κήρινθον καὶ Μήρινθον χρῶνται μόνῳ. καλοῦσι δὲ αὐτὸ κατὰ [*](1f vgl. clement. Hom. III 20; S. 41, 32 ff Lagarde = clement. Recogn. II 22 ὃς ἀπ᾿ ἀρχῆς αἰῶνος ἅμα τοῖς ὀνόμασι μορφὰς ἀλλάσσων τὸν αἰῶνα τρέχει, μέχρις ὅτε ἱδίων χρόνων τυχὼν . . . εἰς ἀεὶ ἔζει τὴν ἀνάπαυσιν (abgeschwächt I 52 Christus qui ab initio et semper erat, per singidas quasque generationes piis, latenter licet, semper tamen aderat, his praecipue a quibus exspectabatur quibusque frequenter apparuit) — 3f vgl. dement. Recogn. 33 I 33ff 47 clement. Hom. XVII 4; S. 160, 10 ff Lagarde XVIII 13; S. 173, 30ff — 6ff vgl. clement. Recogn. I 43 de Jesu . . . qui est Christus aeternus I 44 I 50 nam quod venturus sit Christus norunt etiam opsi (sc. die Juden) et exspectant); quod autem, iam venerit in humilitate hic qui dicitur Jesus ignorant; dazu Hippolyt refut. VII 34, 2;S. 221, 12 ff Wendland u. oben haer. 28, 1, 5; S. 314, 3ff — 9ff vgl. oben baer. 28, 5, 1; S. 317, 10 u. Irenaeus adv. haer. I 26, 2; I 212 f Harvey similiter id Cerinthus et Carpocrates opinantur. solo autem eo quod est secundum Matthaeum evangelio utuntur Eusebius h. e. III 27,4; S. 256, 15 f Scbwartz εὐαγγελίῳ δὲ μόνῳ τῷ καθ᾿ Ἑβραίους λεγομένῳ χρώμενοι τῶν λοιπῶν σμικρὸν ἐποιοῦντο λόγον III 25, 5; S. 252, 7f — Wohl durch diese Eusebiusstellen veranlaßt hat Epiph. den sonst nur noch haer. 46, 1, 9 bei ihm erwähnten u. dort gleichfalls verkehrt angebrachten Titel „Hebräerevangelium“ auf das ihm allein. bekannte Ebionitenevangelium übertragen. Die umgekehrte Verwechslung bei Hieronymus c. Pelag. III 2; Migne 23, 570 B in evangelio inxta Hebraeos quod chaldaico quidem syroque sermone, sed hebraicis literis scriptum est, quo utuntur usque hodie Naxareni, secundum apostolos sive ut plerique autumant iuxta Matthaeum, vgl. Zahn, Gesch. d. neutest. Kan. II 2, 730 Harnack, Lit. Gesch. II 1, 626 (die wilden Aufstellungen von A. Schmidtke TU XXXVII 1 bleiben überall außer Betracht)) [*](V Μ) [*](1 δὲ < M 3 δὲ *] τε V M 8 ἄλλοτε *] ἄλλοθι V < Μ)
ἤδη δέ που καί τινες πάλιν ἔφασαν καὶ ἀπὸ τῆς Ἑλληνικῆς δια- λέκτου τὸ κατὰ Ἰωάννην μεταληγθὲν εἰς Ἑβραΐδα ἐμφέρεσθαι ἐν τοῖς τῶν Ἰουδαίων γαζοφυλακίοις, φημὶ δὲ τοῖς ἐν Τιβεριάδι, καὶ ἐναποκεῖσθαι ἐν ἀποκρύφοις. ὥς τινες τῶν ἀπὸ Ἰουδαίων πεπιστευκότων ὑφηγήσαντο ἡμῖν κατὰ λεπτότητα·
οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων τὴν βίβλον ὡσαύτως ἀπὸ Ἑλλάδος γλώσσης εἰς Ἑβραΐδα μεταληφθεῖσαν λόγος ἔχει ἐκεῖσε κεῖσθαι ἐν τοῖς γαζοφυλακίοις, ὡς καὶ ἀπὸ τούτου τοὺς ἀναγνόντας Ἰουδαίους τοὺς ἡμῖν ὑφηγησαμένους εἰς Χριστὸν πεπιστευκέναι.
4. Ἦν δέ τις ἐξ αὐτῶν Ἰώσηπος, οὐχ ὁ συγγραφεὺς καὶ ἱστοριογράφος καὶ παλαιὸς ἐκεῖνος, ἀλλ’ ὁ ἀπὸ Τιβεριάδος ὁ ἐν χρόνοις τοῦ [*](P128) μακαρίτου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως τοῦ γέροντος >, ὃς καὶ παρ’ αὐτοῦ τοῦ βασιλέως ἀξιώματος κομήτων ἔτυχε καὶ ἐξουσίαν εἴληφεν ἐν αὐτῇ τῇ Τιβεριάδι ἐκκλησίαν Χριστῷ ἱδρῦσαι καὶ ἐν Διοκαισαρείᾳ καὶ ἐν Καπερναοὺμ καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις, ὃς καὶ πολλὰ πέπονθεν ὑπ᾿ αὐτῶν τῶν Ἰουδαίων πρὶν ἢ τῷ βασιλεῖ ἐμφανισθῆναι.
οὗτος γὰρ ὁ Ἰώσηπος τῶν παρ᾿ αὐτοῖς ἀξιωματικῶν ἀνδρῶν ἐναρίθμιος ἠν. εἰσὶ δὲ οὗτοι <οἱ> μετὰ τὸν πατριάρχην, καλούμενοι. προσεδρεύουσι δὲ τῷ πατριάρχῃ καὶ σὺν αὐτῷ πολλάκις καὶ ἐν νυκτὶ καὶ ἐν ἡμέρᾳ συνεχῶς διάγουσι, διὰ τὸ συμβουλεύειν καὶ ἀναφέρειν αὐτῷ τὰ κατὰ τὸν νόμον.
ὁ δὲ πατριάρχης κατ᾿ ἐκεῖνο καιροῦ Ἐλλὴλ τοὔνομα ἦν νομίζω γὰρ ὅτι οὕτως τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰώσηπος ἔλεγεν, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ χρόνου σφάλλομαι), ἐκ γένους δὲ τοῦ [*](1 vgl. zu haer. 29, 9, 4; S. 332, 8ff — 21f über die ἀπόστολοι u. ihr ältnis zum πατριάρχης vgl. Eusebius in Jes. 18, 1f; Migne 24, 213 A ff Hieronymus zu Gal. 1, 1; Migne 26, 311 B CJL IX 648 (vgl. 6220) cod. Theod. XVI S, 14 dazu ürer, Gesch. d. üd. Volkes III4 119f. 149 Harnack, Die Mission u. Ausbreitung des Christentums 2 I 274ff — 25 vgl. über diesen Hillel Ideler, Handbuch der Chronol. I 576ff ürer, Gesch. des üd. Volkes I4 754 V M) [*](5 vor τὸ κατὰ + καὶ V | μεταλη////φθὲν, μ ausradiert Vcorr 10 μεταληφθεῖσαν, β β oben hineingeflickt φ nicht durchgestrichen) Vcorr | ἔχει + καὶ V 12 ἀφηγησαμένους M 13 Ἰώσηππος M 14 ἀλλὰ M | ὁ1 < M 15 βασιλεύσαντος V | > * 16 κομίτων V M 1 7 τῇ < 18 ἐν2 < V | ἄλλαις] πόλεσι zu änzen ist überflüssig, vgl. S. 348 20 Ἰώσηππος M 21 > *)