Panarion (Adversus Haereses)

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.

4. Διδάσκει δὲ πάλιν καὶ ἐπιτρέπει φάσκων μὴ δεῖν μαρτυρεῖν. ὁ γὰρ μαρτυρῶν ἄμισθος εὑρεθήσεται, μὴ μαρτυρῶν ὑπὲρ τοῦ πεποιηκότος τὸν ἄνθρωπον· μαρτυρεῖ γὰρ ὑπὲρ τοῦ ἐσταυρωμένου Σίμωνος.

πόθεν δὲ τούτῳ μισθὸς εἴη, ὁπότε ἀποθνῄσκει μὲν ὑπὲρ Σίμωνος [*](3—7 vgl. oben haer. 21, 4, 1 ; S. 242, 20 ff ii. Irenaeus adv. haer. I 24, 5; I Harvey habere autem et reliquaruiu operationuin tisiuii indiffereyiteni et universae libidinis (Filastrius adv. haer. 32, 7; S. 17, 19 Marx, wohl Epiph. ausschreibend, hie etiani male permitiit vivere et dat licentiain vitiis secularibus inherere). — Beachte auch Clemens AI. strom. III 3, 3 f; II 196, 17 ff Stählin ταύτας παρεθέμην τὰς εἰς ἔλεγχον τὦν μὴ βιούντων ὀρθῶς Βασιλειδιανῶν, ὡς ἤτοι ἐχόντων ἐξουσίαν καὶ τοῦ ἁμαρτεῖν διὰ τὴν τελειότητα ἢ πάντως γε σωθησομένων φύσει, κἂν νῦν ἁμάρτωσι, διὰ τὴν ἔμφυτον ἐκλογήν, ἐπεὶ μηδὲ ταῦτα αὐτοῖς πράττειν συγχωροῦσιν οἱ προπάτορες τῶν δογμάτων. μὴ τοίνυν ὑποδυόμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἐν ἔθνεσιν ἀκρατεστάτων ἀκολαστότερον βιοῦντες βλασφημίαν τῷ ὀνόματι προστριβέσθασαν — 8 Rom. 1, 18 (2, 5) — 13 — S. 262, 4 vgl. Irenaeus adv. haer. Ι 24, 4; I 200 Harvey si quis igitur, ait, confdetiir cruciflxiuit, adhuc hie servus est et siib potestate eoruni qui aorpora fecerunt; qui autem negaverit, liberatus est quidem ab iis, cognoscit autern dispositionem innati patris u. ebenda 24, 6 ; I 202 ’ et parati sunt ad negationein qui sunt tales, iinmo magis ne pati quidem propter nonien possunt, cum sint omnibus similes Ps. Tert. adv. omn. haer. 1 martyria negat esse facienda Filastrius haer. 32, 7; S. 17, 20 ff Marx; dazu Agrippa Kastor bei Eusebius h. e. IV 7, 7; S. 310, 20 f Schwartz Clemens AI. strom. IV 81, 1 ff; II 284, 5 ff Stählin Origenes comment. in Matth. 25 ser. 38; IV Lommatzsch V M) [*](6 ἀνδρῶν *] ἄνδρας V M 13 ἐπιτρέπει *] ἀνατρέπει VM 14 μὴ oben hineingeflickt Vcorr <)

262
τοῦ ἐσταυρωμένου, ὑπὲρ Χριστοῦ δὲ τοῦτο ποιεῖν ὁμολογεῖ ὃν ἀγνοεῖ, άποθνῄσκων ὑπὲρ οὑ οὐ γινώσκει; δεῖ τοίνυν ἀρνεῖσθαι καὶ μὴ προαλῶς ἀποθνῄσκειν.

5. Φωραθήσεται δὲ οὗτος διαβολικὴν δύναμιν εἰσηγούμενος κατὰ τῶν ψυχῶν, ἀπαρνησιθεΐαν αὐτὰς ἐκδιδάσκων, ὁπότε αὐτὸς ὁ κύριός φησι »τὸν ἀρνούμενόν με ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἀρνήσομαι ἐνώπιον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς‘.

ἀλλά φησιν ὁ ἀγύρτης· »ἡμεῖς, φησίν, ἐσμὲν οἱ ἄνθρωποι, οἱ δὲ ἄλλοι πάντες ὕες καὶ κύνες. καὶ διὰ τοῦτο εἶπεν· μὴ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ἔμπροσθεν τῶν χοίρων μηδὲ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν«.

κρύπτει γὰρ ἑαυτοῦ τὴν ἀδικίαν ἀπὸ τῶν νοῦν ἐχόντων, ἀποκαλύπτει δὲ τῇ ἑαυτοῦ φατρίᾳ καὶ τοῖς ὑπ' αὐτοῦ ἠπατημένοις. ἐπειδὴ γὰρ ἀληθῶς τὰ παρ’ αὐτοῖς λεγόμενα καὶ γινόμενα »αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν«, λέγει ὅτι »ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων‘ δεῖ ὁμολογεῖν τὴν ἀλήθειαν· »ἡμεῖς γάρ ἐσμεν οἶ ἄνθρωποι, οἱ δὲ ἄλλοι ὕες καὶ κύνες«, ὡς προεῖπον.

φάσκει δὲ ὅλως περὶ πατρὸς τοῦ ἑαυτοῦ μυστηρίου μηδενὶ <δεῖν> ἀποκαλύπτειν, ἀλλὰ σιγῇ ἔχειν ἐν ἑνὶ δὲ ἀπὸ χιλίων ἀποκαλύπτειν καὶ δυσὶν ἀπὸ μυρίων, καὶ ὑποτίθεται τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς λέγων ὅτι »σὺ πάντας γίνωσκε, σὲ δὲ μηδεὶς γινωσκέτω«.

αὐτὸς δὲ κοὶ οἱ ἀπ' αὐτοῦ ἐρωτώμενοι Ἰουδαίους μὲν ἑαυτοὺς μηκέτι εἶναι φάσκουσι, Χριστιανοὺς δὲ μηδέπω γεγενῆσθαι, ἀλλὰ ἀρνεῖσθαι πάντοτε, ἔχειν δὲ ἐν ἑαυτῷ σιγῇ τὴν πίστιν καὶ μηδενὶ ὑποδεικνύναι, τὴν αἰσχύνην ἑαυτοῦ ὑφορώμενος διὰ τὸ ἀπαρρησίαστον τῆς αἰσχρουργίας καὶ κακῆς αὐτοῦ διδασκαλίας.

[*](6 Matth. 10, 33 — 8 — 10 wohl ans den Ἐξηγητικὰ des Basilides entnommen — 9 Matth. 7, 6 — 13 Ephes. 5, 12 — 15 — 17 Tgl. Irenaeus adv. haer. I 246 I 208 Harvey et non oportere omnino ipsorum mysteria effari, sed in abscondito continere per silentium ebenda I 202 Harvey non autem mulfos scire passe haec, sed unwn a viille et duo a Jinjriadibus u. Pistis Sophia c. 134 S. 229, 21 Schmidt man tcird finden einen unter Tausend u. zicei unter Zehntausend wegen der Vollendung des Mysteriums — 18 f vgl. Irenaeus adv. haer. I 24, 6; I 202 Harvey tu eniin, aiunt, omnes cognosce, te autem, nemo cognoscat — 19 — 21 vgl. Irenaeus adv. haer. I 24, 6; I 202 f Harvey et Judaeos quidem iam non esse dicunt, Christianos autem nonduyn (darnach ist wohl zu verbessern Clemens AI. strom. IV 81, 2 II 284, 11 ählin Χριστιανοὶ οὔπω γεγονότες, ἀλλὰ μόνον εἰς > πεφυκότες) V M)[*](1 ὃν ν angeflickt V x003C;M 2 f προα///λῶς, λ ausradiert V 6 ἐνώπιον 1] ἔμπροσθεν M 8 ἴσμεν) εἶμεν M 9 βάλλετε, wohl aus βάλητε hergestellt Vcorr βάλετε M 10 δό///τε, ο aus ω Vcorr δότε M 11 φατρίᾳ] σχολῆ VM am Rand (??) φατρία Vcorr 15 ὅλως *, vgl. Irenaeus omnino] μόνον VM 16 > * Ι ἀλλὰ + καὶ M | σιγὴν M ἐν < M 18 ἑαυτοῦ M Ι πάντα V 21 ἀρνεῖσθαι + < ? * Ι δὲ U])
263