Vita Aesopi Pl vel Accursiana (sub auctore Maximo Planude) (recensio 1)
Vitae Aesopi
Vitae Aesopi. Fabulae romanenses Graece conscriptae, Volume 1. Eberhard, Alfred, editor. Leipzig: Teubner, 1872.
Μεθ᾿ ἡμέρας πάλιν εἰς τὸ βαλανεῖον ἐλθόντος τοῦ Ξάνθου καί τισιν ἐντυχόντος ἐκεῖ τῶν φίλων, [*](p. 34 b.) καὶ πρὸς τὸν Αἴσωπον εἰρηκότος εἰς τε τὴν οἰκίαν προδραμεῖν καὶ φακῆν εἰς τὴν χύτραν ἐμβαλόντα ἑψῆσαι, ἐκεῖνος ἀπελθών κόκκον ἕνα φακῆς εἰς τὴν χύτραν ἕψει βαλών. ὁ δὲ δὴ Ξάνθος ἅμα τοῖς φίλοις λουσάμενος, ἐκάλει τούτους συναριστήσοντας. προ- εῖπε μέντοι καὶ ὡς λιτῶς, ἐπὶ φακῇ γὰρ ἔσται τὸ δεῖπνον, καὶ ὡς μὴ δεῖ τῇ ποικιλίᾳ τῶν ἐδεσμάτων τούς φίλους κρίνειν, ἀλλὰ δοκιμάζειν τὴν προθυμίαν. τῶν δὲ εἰξάντων καὶ πρὸς τὴν οἰκίαν ἀφικομένων, ὁ Ξάνθος φησί· „δὸς ἡμῖν ἀπὸ λουτροῦ πιεῖν, Αἴ- σωπε“. τοῦ δʼ ἐκ τῆς ἀπορροίας τοῦ λουτροῦ λαβόν- τος καὶ ἐπιδεδωκότος, ὁ Ξάνθος τῆς δυσωδίας ἀνα- πλησθείς, φεῦ, τί τοῦτο“, φησίν „Αἴσωπε“; καὶ ὅς· „ἀπὸ λουτροῦ, ὡς ἐκέλευσας“. τοῦ δὲ Ξάνθου τῇ παρουσίᾳ τῶν φίλων τὴν ὀργὴν ἐπισχόντος καὶ λεκάνην αὐτῷ παρατεθῆναι κελεύσαντος, Αἴσωπος τὴν λεκάνην θεὶς ἵστατο. καὶ ὁ Ξάνθος· ,,οὐ νίπτεις“; κἀκεῖνος· „ἐντέταλταί μοι ταῦτα μόνα ποι- [*](1 φέρων προῖκα D 2 ὡς εἰς] εἰς om. V D Φ R E H F K Z βαδίζειν P 3 μεθημέρας δὲ πάλιν E H F K Z v 4 τοῦ om. Φ τῶν] τὸν P 6 προσδραμεῖν V Q E A H F K Z v φακὴν M V Q D R Φ E H F ἐμβά- λοντα Φ 7 ἐψ. Q A ἀπ., εἰς τὴν χ. ἕτα κόκκον ἕψει βαλὼν (βαλλῶν P λαβὼν A) Φ omisso u. φακῆς 8 ἕψει libri, nisi quod ἕψει A, Q quod m pr. fecit ex ἕ. 9 τούτοις P) [*](συναριστήσονται P 11 ὡς] ος P ut saepe δεῖ scripsi: δεῖν libri τῇ in A suppleuit m. pr. 13 εἱξ. A. 14 αἴσω- πος P 15 δὲ Z 16 ὁ ξάνθος om. Φ ἀναπληθεὶς b 17 τι Z τὶ H ut saepissime τί τοῦτο] τοιοὕτο P ἔσωπε E) [*](18 ὁς Z 19 ἐπισχόντος A, σ ex corr. 20 αὐτῷ] i. e. αὑτῷ 22 μόνα om. F K Z v, μόνον R, μόνα ταῦτα Q Φ)
τοῦ δὲ σπουδῇ τοῦτο ποιήσαντος καὶ τῶν ποδῶν ἑψομένων, ὁ Ξάνθος εὐλόγως θέλων τύψαι τὸν Αἴσωπον, αὐτοῦ περί τι τῶν εἰς χρείαν ἀσχο- λουμένου, ἕνα τῶν ποδῶν ἐκ τῆς χύτρας λαθραίως ἀνελόμενος ἔκρυψε. μετὰ μικρὸν δὲ καὶ ὁ Αἴσωπος ἐλθὼν καὶ τὴν χύτραν ἐπισκεψάμενος, ὡς τούς τρεῖς μόνον πόδας ἑώρακε, συνῆκεν ἐπιβουλὴν αὐτῷ τινα γεγονυῖαν. καὶ δὴ καταδραμών ἐπὶ τὴν αὐλὴν καὶ τοῦ σιτευομένου χοίρου τὸν ἕνα τῶν ποδῶν τῇ μα- χαίρᾳ περιελών καὶ τῶν τριχῶν ψιλώσας, εἰς τὴν χύτραν ἔρριψε καὶ συνέψει τοῖς ἄλλοις. Ξάνθος δὲ δείσας, μή πως Αἴσωπος τὸν ὑφαιρεθέντα τῶν ποδῶν οὐχ εὑρὼν ἀποδράσῃ, αὖθις εἰς τὴν χύτραν αὐτὸν ἐνέβαλε. τοῦ δʼ Αἰσώπου τούς πόδας εἰς τὸ τρυ- βλίον κενώσαντος καὶ πέντε τούτων ἀναφανέντων, ὁ Ξάνθος „τί τοῦτο“, φησίν ,,Αἴσωπε; πῶς πέντιδ“; κἀκεῖνος· „τὼ δύο χοίρω πόσους ἔχετον πόδας“; [*](1 ἀλλείνα P 3 χοιρίους Q D Z E, H (sed e corr.) χοι- ροίους P διαταχέων M Q D R δια ταχέων A διἀταχέων P διαταχέως V 3. 5 ἐψ. Q 4 σπουδὴ H 5 ἑψημένων Φ 6 ἔσωπον E εἰς in A add. A 2 ἀσχολουμένων Φ ἀσχολου- μένου (l. υ facta ex ν) Z 8 ἀνελκόμενος P ἀνεψόμενος D, λ add. D 2 ἔκρυψεν M μικρῶν P μεταμικρὸν δὲ E μετὰ μικρόνδε H καὶ ὁ αἴσ.] καὶ om. E 10 μόνον V: μόνους ceteri ἑώρακεν M b (praetered. Neuel.) συνῆκε (Z) b) [*](τινα αὐτῶ Q 12 τὸν] τῶν M 13 ψηλώσας V ψιλός σας P 15 δύσας P αἴσωπος] σω suppl. 2; ἔσωπος E ὁ αἴσωπος Φ 16 οὐγʼ M, Q 2, H E οὐχ εὑρὼν om. Q D, add. Q 2 D 2 ἀποδράσει Φ 17 τριβλίον F Z τρίβλιον b τρύβλιον A a, b 1547 19 τοῦτο] τούτων R 20 δύω M Q v (praeter b 1534) χοίρω Q sed in utroque corr. ο ex ε, in Q praetered ω in ras. τῶν δύο χοίρων E H ἔχει V )