Fragmenta

Democritus

Democritus. Die Fragmente der Vorsokratiker, Vol. 2. Diels, Hermann, editor. Berlin: Weidmann, 1922.

[98 N.] — — 78 ἀνοήμονες οὐδέν’ ἁνδάνουσιν ἐν ὅλῃ τῇ βιοτῇ .

[95 n. N] — — 79 ἀνοήμονες ζωῆς ὀρέγονται 〈ἀντὶ〉 γήραος θάνατον δεδοικότες.

[95 N.] — — 80 ἀνοήμονες θάνατον δεδοικότες γηράσκειν ἐθέλουσιν.

[190 N.] — — 81 = B 64.

[78 N.] — — 82 = B 77.

[4 N.] — 5, 22 Δ—ου. ἡδονὴν οὐ πᾶσαν, ἀλλὰ τὴν ἐπὶ τῷ καλῷ αἱρεῖσθαι χρεών. Vgl. 54 A. 37.

[87 N.] — — 23 = B 73.

[199 N.] — — 24 πατρὸς σωφροσύνη μέγιστον τέκνοις παράγγελμα.

[67 N.] — — 25 Δ—ου. αὐταρκείῃ τροφῆς σμικρὴ νὺξ [?] οὐδέποτε γίνεται.

[65 N.] — — 26 Δ—ου. τράπεζαν πολυτελέα μὲν τύχη παρατίθησιν, αὐτάρκεα δὲ σωφροσύνη.

[56 N.]STOB. III 5, 27 Δ—ου. σωφροσύνη τὰ τερπνὰ ἀέξει καὶ ἡδονὴν ἐπιμείζονα ποιεῖ.

— 6, 26 = B 214ᵇ.

[128 N.] — 6, 27 Δ—ου. ἡμερήσιοι ὕπνοι σώματος ὄχλησιν ἢ ψυχῆς ἀδημοσύνην ἢ ἀργίην ἢ ἀπαιδευσίην σημαίνουσι.

[86 N.] — 6, 28 Δ—ου. ξυνουσίη . . . ἐξ ἀνθρώπου = B 32.

— — 59. 60 [τοῦ αὐτοῦ d. i. Ἐπικτήτου!] = B 232. 233.

[127 N.] — 7, 21 Δ—ου. ἀνδρείη τὰς ἄτας μικρὰς ἔρδει.

[63. 169 N.] — — 25 Δ—ου. ἀνδρεῖος οὐχ ὁ τῶν πολεμίων μόνον, ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν ἡδονῶν κρέσσων. ἔνιοι δὲ πολίων μὲν δεσπόζουσι, γυναιξὶ δὲ δουλεύουσιν.

[46 N.] — — 31 Δ—ου. δίκης κῦδος γνώμης θάρσος καὶ ἀθαμβίη, ἀδικίης δὲ δεῖμα ξυμφορῆς τέρμα.

[34 N.] — — 74 Δ—ου. σοφίη ἄθαμβος ἀξίη πάντων τιμιωτάτη οὖσα.

[38 N.] — 9, 22 Δ—ου. = B 62.

[41 N.] — — 30 Δ—ου. μοῦνοι θεοφιλέες, ὅσοις ἐχθρὸν τὸ ἀδικέειν.

[75 N.]— 10, 36 [IV 31, 50 H.] Δ—ου. πλοῦτος ἀπὸ κακῆς ἐργασίης περιγινόμενος ἐπιφανέστερον τὸ ὄνειδος κέκτηται.

[113 N.] — — 42 Δ—ου. = B 52.

[70 N.] — — 43 τοὺ αὐτοῦ. χρημάτων ὄρεξις, ἢν μὴ ὁρίζηται κόρῳ, πενίης ἐσχάτης πολλὸν χαλεπωτέρη· μέζονες γὰρ ὀρέξεις μέζονας ἐνδείας ποιεῦσιν.

[76 N.] — — 44 Δ—ου. κακὰ κέρδεα ζημίαν ἀρετῆς φέρει.

[77 N.] — — 58 Δ—ου. ἐλπὶς κακοῦ κέρδεος ἀρχὴ ζημίης.

[200 N.] — — 64 Δ—ου. ἡ τέκνοις ἄγαν χρημάτων συναγωγὴ πρόφασίς ἐστι φιλαργυρίης τρόπον ἴδιον ἐλέγχουσα.

[19 N.] — — 65 τοῦ αὐτοῦ. ὧν τὸ σκῆνος χρήιζει, πᾶσι πάρεστιν εὐμαρέως ἄτερ μόχθου καὶ ταλαιπωρίης· ὁκόσα δὲ μόχθου καὶ ταλαιπωρίης χρήιζει καὶ βίον ἀλγύνει, τούτων οὐκ ἰμείρεται τὸ σκῆνος, ἀλλ’ ἡ τῆς γνώμης κακοθιγίη.