Batrachomyomachia

Batrachomyomachia

Batrachomyomachia. Homeri Opera, Volume 5. Allen, Thomas W., editor. Oxford: Clarendon, 1912.

  • Ὢ πόποι ἦ μέγα θαῦμα τόδʼ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι·
  • μεριδάρπαξ ὄρχαμος μιμούμενος αὐτὸν ἄρηα
  • ὃs μόνος ἐν μύεσσιν ἀρίστευεν καθʼ ὅμιλον
  • αὐτὸς δʼ ἑστήκει γαυρούμενος κατὰ λίμνην
  • οὐ μικρόν με πλήσσει μεριδάρπαξ ὃς κατὰ λίμνην
  • [*](260 ita Ludw. μύεσσι ij k l V6 : μυσὶ δὴ fc- P7 μεριδάρπαξ] νέος παῖς ij l O2 : νέος k S1 : πτεριδάρπαξ A1 261 κναίσσωνος P9: κνέσωνος P8: corr. Ludw.: κραίσωνος h A1 O2 Pal.: κρείσωνος A3A5 : κρείωνος vulg. ἐγχέμαχος k l H2 J P1 P4: ἀγχέμαχος j L1 L7 S2 V3 V6 261 a hab. ij k l H2 V6 ὄρχαμος ὢν ἄλλων H2 V6 : μοιρωνάρπαξ ὄρχαμος αἰνῷ ἶσος ἄρηι L2: ὄρχαμος αὐτὸν ἄρη φαίνων κρατερὸς μερι- δάρπαξ j 261 b hab. ij l H2 V6 ἀριστεύεσκε j L7 μάχεσθαι 262 om. ij l ἰὼν vulg.: ἰδὼν (ss. ε) O2 : corr. Ludw. πολέμοιο vulg.: πολέμου δὲ O2 262 a om. O2 αὐτοῦ l L1 L7 P4 γαυριού- μενος h k a- A1: μεγαλοφρονέων L2 ὡς κατὰ fg A3 A4 B2 Bm2 Bm4 P6 P10 R1 U4 V4 V5: ὃς κατὰ B1 V6: οὐ κατὰ Vi2, ex 273 στῆ δὲ παρὰ λίμνην γαυρούμενος οἶος ἀπʼ ἄλλων j 262 b στεῦτο δὲ πορθήσειν βατράχων γένος αἰχμητάων hab. j L1 L7 263 om. j l E L1 L7 P4 γενεὴν O2: γένος cet. ἠπηπείλει L5: ἐπηπείλει k P5 P8 S1 264 hab. O2 sol. 265 om. j l L1 L7 P4 καροῖο O2: καρύου vulg.: corr. Ilgen 266 om. j l L1 L7 P4 κενώμασι O2: ἐν ὤμοις vulg.: καὶ ἐν ὤμοισι h Bm3 J L8 P1 S2 : καὶ ἐν ὄμμασι a (-O2) χερσὶν L2: χείρεσ(σ)᾿ Bm3 L8 S2 U1 267 om. jlL1 L7 P4, post 268 hab. H2 P9 Pal. 268 om. lL1 L7 P4 ἐξετέλεσσαν a k C J N P1 U2 οἱ σθένος] ὡς θεὸν a- L8: ὡς θεὸς h J P5 S2 271 κάρην a (- O2) S2: κάρηνα L6 L9 : κάρηα c τοίηνδʼ jlk- J L7 P1P4 272 θαῦμα τόδʼ k l J L1 L7 O2 P4 : πένθος L2: ἔργον ἐν cet. ὁρῶμεν A4 B1O2 P5 P6 R1 273 μικρόν με vulg. : με μικρὸν L5: μικρά με B1 V6 : μικρόν μʼ j : με om. A2 Pal. ἔπληξε j U5: ἐκπλήσσει V6 ὃς] οὐ Vi2: om. ij l)
    182
  • Ἅρπαξ ἐν βατράχοισιν ἀμείβεται· ἀλλὰ τάχιστα
  • Παλλάδα πέμψωμεν πολεμόκλονον ἢ καὶ Ἄρηα,
  • οἵ μιν ἐπισχήσουσι μάχης κρατερόν περ ἐόντα.
  • Ὣς ἄρʼ ἔφη Κρονίδης· Ἄρης δʼ ἀπαμείβετο μύθῳ·
  • οὔτʼ ἄρʼ Ἀθηναίης Κρονίδη σθένος οὔτε Ἄρηος
  • ἰσχύει βατράχοισιν ἀμυνέμεν αἰπὺν ὄλεθρον.
  • ἀλλʼ ἄγε πάντες ἴωμεν ἀρηγόνες· ἢ τὸ σὸν ὅπλον