De signis Odysseae
Aristonicus of Alexandria
Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.
310.
ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέῤῥιψαν περὶ Πηλείωνι θανόντι.
Quod legitur in BPQ recentiorum est, qui fingunt, Achilli necati corpus ab Ajace ex proelio ablatum esse Ulixe tegente. Quod illi finxerunt ad similitudinem Iliadis Ρ 719. Ar. contra hos observavit, Homerum, si de Achilli caede cecinisset, vix ita instituisse. cf. L. Ar. 175.
312.
λευγαλέῳ θανάτῳ.
*) ὅτι λευγαλέον θάνατον οἱ γλωσσογράφοι ἀποδεδώκασι τὸν ἐν ὑγρῷ, ἐκ τε τούτων καὶ ἐκ τῶν ὑπ’ Ἀχιλλέως ἐν τῇ πρὸς τὸν ποταμὸν μάχῃ λεγομένων. ἄμεινον δὲ ὀλέθριον, παρὰ τὸν λοιγόν Q.
cf. L. Ar. 106. β 61. Ap. l. h. 107, 23.
337.
αἰθυίῃ δ’ εἰκυῖα ποτῇ ἄν ἀνεδύσετο λίμνης.
†) οὐκ ἐφέρετο ἐν τοῖς πλείοσι. Ἀρίσταρχος δὲ περὶ μὲν τῆς ἀθετήσεως διστάζει, γράφει δὲ διὰ τοῦ ῡ ὑπεδύσατο, ἐν
δέ τισιν ἀνεδύσατο· ἔοικε δὲ ὁ στίχος ἐκ τῶν ὕστερον (352) εἰρημένων ὑπό τινος παρεμβεβλῆσθαι αὐτὴ δ’ ἂψ ἐς πόντον ἐδύσατο κυμαίνοντα αἰθυίῃ εἰκυῖα. HPQ. Fluxit ex Didymo et Aristonico, cuius verba in altera scholii parte ἔοικε servata εἰκυῖα videntur esse. cf. L. Ar. 347.341.
οὐ μὲν δή σε καθαφθίσει, μάλα περ μενεαίνων· ἀλλὰ μάλ’ ὧδ’ ἔρξαι.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ μενεαίνων ἀντὶ τοῦ] προθυμούμενος· σημαίνει γὰρ ἑκάτερον ἡ λέξις· τὸ δὲ ὧδ’ ἔρξαι ἀντὶ τοῦ οὕτως ἔρδε, (H) ἀπαρέμφατον ἀντὶ προστακτικοῦ V.
cf. Π 491. Apol. l. h. 111, 9.
346.
τόδε κρήδεμνον τανύσσαι.
†) τὸ τανύσσαι ἀπαρέμφατον διὰ τὸ βαλέειν P.
cf. Herodianum ad Ο 159.
349.
ἂψ ἀπολυσάμενος βαλέειν εἰς οἴνοπα πόντον.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι] πάλιν τοῖς ἀπαρεμφάτοις ἀντὶ προστακτικῶν χρῆται. HPQ.
371.
κέληθ’ ὡς ἵππον ἐλαύνων.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι] οἶδε μὲν ὁ ποιητὴς τὸν κέλητα, οὐκ εἰςάγει δὲ τούς ἥρωας αὐτῷ χρωμένους, εἰ μὴ ἐξ ἀνάγκης ἐν τῇ Δολωνείᾳ τὸν Διομήδην PQT.
cf. Ο 679. Eust. 1539, 31.
391.
καὶ τότ’ ἔπειτ’ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο· ἡ δὲ γαλήνη.
†) Ἀρίσταρχος ἡ δὲ, ἄρθρον δεχόμενος τὸ η̄· οἱ δὲ ἀντὶ τοῦ καὶ H.
Scholion Didymi est, sed certe Ar. posuit diplam ὅτι ἐξ ἐπαναλήψεως τὰ ἄρθρα λάμβάνει. cf. ad Ο 127 et Herod. ibid.
400.
ἀλλ’ ὅτε τόσσον ἀπῆν, ὅσσον τε γέγωνε βοήσας.
†) τὸ (δὲ) ἐγεγώνει ἀντὶ τοῦ εἰς ἀκοὰς ἐγένετο βοήσας τις B. ὥστε ἐξακουστὸν γενέσθαι βοήσαντά τινα EV.
Fluxisse videtur ex Ar., qui ad Θ 223 diplam posuit πρὸς τὸ γεγωνέμεν, ὅτι οὐ ψιλῶς ἐστι φωνεῖν, ἀλλ’ ἀκουστὸν φθέγγεσθαι cf. p 161. L. Ar. 100.
417.
εἰ δέ κ’ ἔτι προτέρω παρανήξομαι.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ προτέρω] ἀντὶ τοῦ εἴ που ἔμπροσθεν· καὶ περισσὸς ὁ κέ. PT.
cf. Κ 469. δ 36. F. Ar. p. 8.
422.
κλυτὸς Ἀμφιτρίτη.
*) ἡ διπλῇ πρὸς τὸ σχῆμα, ὡς τὸ κλυτὸς Ἱπποδάμεια ἀντὶ τοῦ κλυτή. καὶ ὅτι ἐν θαλάττῃ ὢν λέγει ἐξ ἁλός. HPQE. cf. δ 442.
429.
παλιρρόθιον.
†) παλινόρμητον, εἰς τοὐπίσω φερόμενον V. cf. L. Ar. 91. cf. ε 27. ν 5.
453.
τὸν δ’ ἐσάωσεν || ἐς ποταμοῦ προχοάς.
*) ἀντὶ ἀντωνυμίας τὸ ὄνομα· οὐ γὰρ εἶπεν εἰς τὰς ἑαυτοῦ προχοάς· ἡ διπλῆ οὖν παράκειται πρὸς τὸ τῆς ἑρμηνείας ἴδιον. BEPQ. cf. BL ad Ξ 454.
459.
κρήδεμνον ἀπὸ ἕο λῦσε θεοῖο.
Fuit diple periestigmene, quod Zenodotus legit ἀπὸ ἑοῦ cf. HP ubi sic corrigendum est. cf. ad Β 239. Τ 384. Υ 261 η 217.
467.
μή μ’ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση.
*) [ἡ διπλῇ ὅτι] οὐκ εἶπε θήλεια, ἀλλὰ θῆλυς ἀρσενικῶς, ὡς ποιητικώτερον BQ. cf. ad ν 422.
477.
ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ’ ἐλαίης.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι] πλεονάζει ἡ ἐξ πρόθεσις. P. cf. F. Ar. 27. Θ 19.
†) τὸ σχῆμα ἀντίπτωσις, ἵν’ ᾖ, τὸν μὲν φυλίης, τὸν δ’ ἐλαίης. ἢ στικτέον μετὰ τὸ πεφυῶτας, ἵνα ἐν τοῖς ἑξῆς λείπῃ τὸ ἦν ῥῆμα, ὁ μὲν φυλίης ἦν, ὁ δὲ ἐλαίης PQ.
Fluxisse potest ex Aristonico aut ex Nicanore, ad quem alteram scholii partem malim referre. cf. Eust. 1547 et scholia ad Ε 245.
1.
ὥς ὁ μὲν ἔνθα καθεῦδε.
*) [ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι] Ζηνόδοτος [γράφει] ἐκάθευδε HP (cod. καθεῦδε, sed corrigendum est). cf. ad γ 402. Α 68. 611. Ο 716. Duentzer 60.
8.
εἷσεν δὲ Σχερίῃ.
*) ὅτι Σχερία ὠνομάσθη ἡ τῶν Φαιάκων γῆ καὶ οὐ Κέρκυρα, καὶ ὅτι ἔξω τῆς καθ’ ἡμᾶς οἰκουμένης. EPQ. cf. L. Ar. 244. ζ 204.
26.
εἵματα μέν τοι κεῖται ἀκηδέα σιγαλόεντα.
†) τὰ φύσει λαμπρὰ (suppl. οὐ τὰ τότε λαμπρά). E. cf. L. Ar. 199. Apoll. l. h. 161, 20. ζ 58. 74.
Adnotare solebat Ar. haec epitheta apud Homerum nominibus quasi propria et ita firmiter adhaerentia, ut ne tum quidem divelli possint, si significatio eorum ab aliquo loco vel tempore aliena sit. cf. Fr. ad Γ 352 et exempla ibid.
33.
ὄφρα τάχιστα || ἐντύνεαι.
†) ἀντὶ ὑποτακτικοῦ τοῦ ἐντύνηαι, ὡς καὶ ἐπὶ τοῦ ἐπεὶ ἄρ’ κεν ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων (Ι 409) καὶ ὄφρα καὶ ἄλλος πτωχὸς ἀλεύεται ἠπεροπεύειν (ξ 400) Ρ.
Verba non sunt Ar., nam nunquam his modorum nominibus: ὁριστικὴ, ὑποτακτικὴ, εὐκτική usus est, cf. F. Ar. p. 7, sed observationem Ar. esse puto. v. ζ 259.