De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

37.

ἐφοπλίσαι, ἥ κεν ἄγῃσιν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἄγῃσιν] ἀντὶ τοῦ ἄγοι P.

cf. F. Ar. 9. α 396. δ 692. ρ 385.

38.

ζῶστρά τε καὶ πέπλους.

Notatum fuit vocabulum ζῶστρα ἅπαξ εἰρημένον. cf. schol. PQT.

42.

Οὐλυμπόν δ’, ὅθι φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] εἰ μὲν πρὸς τὸν οὐρανὸν τὸ ὅθι φασὶ, νῦν (cod. Vind. 133 habet: νοεῖν, quod Karajan l. c. p. 299 praefert] οὐκ ἔχει καλῶς. οὐδὲ γὰρ ἐπὶ τούτου διστάζει [διστάσειεν ἄν L.] ὁ ποιητὴς λέγων, ὅθι φασίν· εἰ δὲ πρὸς τὸ καλούμενον οὕτως ὄρος, καλόν. EQ. cf. L. Ar. 166.

44.

οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται.

†) ἀχιόνιστον μὲν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ἀνωτέρω μερῶν λέγει, ἀγάννιφον δὲ ἀπὸ τῶν κατωτέρω, τὸν μετὰ τὰ νέφη τόπον. BHPQT.

Sic explicuisse Aristarchum Lehrsio non dubium est. cf. Ar. p. 165. ADL ad Α 420.

45.

πέπταται ἀνέφελος.

†) νεφελῶν χωρίς· ἡ γὰρ κορυφὴ ἡ τοῦ Ὀλύμπου ἐπουράνιος καλεῖται. ὁ δὲ οὐρανὸς ὑφ’ Ὁμήρου ἀπὸ τῶν νεφελῶν ἑὼς τοῦ κατηστερισμένου τόπου συνωνύμως αὐτῷ τῷ κατηστερισμένῳ καλεῖται. EPQV.

cf. L. Ar. 166. Α 497.

50.

βῆ δ’ ἴμεναι διὰ δώμαθ’.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ διὰ δώματα] ἀντὶ τοῦ διὰ δωμάτων. H.

cf. F. Ar. 21. Editiones habent κατὰ δώμαθ’, quod est in domo. ABDFHIKLM διὰ, ex ras. NPS, κατὰ CGQRV.

52.

ἡ μὲν ἐπ’ ἐσχάρῃ.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τῆς παρὰ, ἵν’ ᾖ] παρὰ τῇ ἐσχάρα V.

cf.Ζ 92.ζ 305.η 153.

54. cf. not. 1.

57.

πάππα φίλ’.

†) πάτερ. ψελλιζομένη ἐστί τις φωνή, προσφώνησις φιλοφρονητικὴ νεωτέρου πρὸς πρεσβύτερον. EP. cf. Δ 411. Ι 607. L. Ar. 152.

58.

ἵνα κλυτὰ εἵματ’ ἄγωμαι.

†) οὐ τὰ τότε, ἀλλὰ τὰ φύσει. ὡς ἐπὶ τοῦ φαεινὴν ἀμφὶ σελήνην (Θ 551) οὐ τὴν τότε, ἀλλὰ τὴν φύσει. καὶ ἐπὶ τοῦ πλήθει δή μοι νεκύων ἐρατεινὰ ῥεέθρα (Φ 218). E.

cf.ζ 26.74.Fuit Ar. διπλῆ ὅτι ἄκαιρον τὸ ἐπίθετον.

60. vid. not. 2.

74.

ἐσθῆτα φαεινήν.

†) οὐ τὴν τότε οὖσαν φαεινήν· ῥερύπωται γάρ· ἀλλὰ τὴν φύσει καθαράν. EHPV. cf. ζ 58. 26. Φ 218.

76.

μήτηρ δ’ ἐν κίστῃ.

†) ἅπαξ ἐνταῦθα ἡ κίστη. PQV. Apoll. l. h. 99, 24.

83.

αἱ δ’ ἄμοτον τανύοντο.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος [τὸ] ἔτρεχον, ὡς ἐκεῖ οἱ δὲ πανημέριοι σεῖον ζυγόν (γ 486) BP.

cf. γ 486 et locos ibi collatos.

86.

ἔνθ’ ἤτοι πλυνοὶ ἦσαν ἐπηετανοί, πολὺ δ’ ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει.

*) σημειωτέον τὴν ἐναλλαγὴν τῶν χρόνων, οὗ μὲν ἦσαν, οὗ δὲ ῥέει. πρὸς ὃ ἡ διπλῆ. P.

98.

εἵματα δ’ ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ.

*) ὅτι καὶ [ἐν Ἰλιάδι ?] τὰ τοιαῦτα τηρεῖ, τὸ μὲν γὰρ ἐν

ἡλίῳ ξηρᾶναι τερσῆναι λέγει, τὸ δὲ ἐν ἀνέμῳ ψῦξαι τοὶ δ’ ἱδρῶ ἀπεψύχοντο χιτώνων (Λ 621) P.

cf. ad Λ 621. L. Ar. 127.

101.

τῇσι δὲ Ναυσικάα λευκώλενος ἤρχετο μολπῆς.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] μεταβαλὼν (vel potius μεταλαβὼν L.) τὸ σφαίρῃ ταὶ δ’ ἄρ’ ἔπαιζον (100) εἶπε τῇσι δὲ Ναυσικάα λευκώλενος ἤρχετο μολπῆς, πᾶσαν παιδίαν μολπὴν λέγων. οἱ δὲ νεώτεροι τὴν ᾠδήν. ὅτι δὲ οὐκ ᾖδεν ἡ Ναυσικάα, ἀλλ’ ἐσφαίριζε, δηλοῖ τὸ σφαῖραν ἔπειτ’ ἔῤῥιψε μετ’ ἀμφίπολον βασίλεια (115). BEHPQ.

cf. L. Ar. 138. F. Ar. Α 474. α 152. δ 19.

108.

ῥεῖα τ’ ἀριγνώτη πέλεται.

Ex Ar. ad Π 123 apparet, hic notatam fuisse formam femininam ἀριγνώτη pro ἀρίγνωτος, quod in recentiore sermone hoc adiectivum generis communis esse solet, ut ἀσβέστη pro ἄσβεστος. cf. F. Ar. 31.

122.

θῆλυς ἀυτή.

†) οὐκ εἶπε θήλεια P. Vind. 133. cf. Karajan l. c. 296. p. F. Ar. 31, β 214 et exempla ibidem.

137.

σμερδαλέος δ’ αὐτῇσι φάνη.

Fuit diple periestigmene, quod Zenodotus legit ἀργαλέος, κακῶς cf. HP., alii λευγαλέος κακῶς.