De signis Odysseae
Aristonicus of Alexandria
Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.
54.
αἴνυτο τόξον || αὐτῷ γωρυτῷ.
Fuit diple ὅτι λείπει ἡ σύν, cf. V ad Ψ 8. F. Ar. 26.
61.
φέρον ὄγκιον.
Notatum fuit vocabulum ἅπαξ εἰρημένον, cf. schol. in V: ἔστι μὲν τῶν ἅπαξ εἰρημένων ἡ λέξις. σημαίνει δὲ ὄγκιον ἀγγεῖον κιστοειδές, ἐν ᾧ ἔκειντο οἱ ὄγκοι. ὄγκοι δέ εἰσιν οἱ πώγωνες τῶν ἀκίδων· καὶ ἐν ἄλλοις ὡς δὲ ἴδεν νευρόν τε καὶ ὄγκους ἐκτὸς ἐόντας (Δ 151). cf. Eust. 1899, 1. Apoll. l. h. 118, 20.
62.
ἀέθλια τοῖο ἄνακτος.
De vocabulo τοῖο ἀντὶ τοῦ τοιούτου, οὐχ ὡς οἱ γλωσσογράφοι πάντως ἀγαθοῦ v. ad δ 206. V habet τοῦ ἰδίου.
89.
ἀλλ’ ἀκέων δαίνυσθε.
Fuit certe nota de ἀκέων vocabulo. Ad Δ 22 Ar. ut participium verbi ἀκέων pro ἀκέουσα usurpatum esse docuit: οὐ γάρ ἐστιν ἀντὶ τοῦ ἡσύχως. An etiam nostro loco pro ἀκέοντες positum esse existimavit? ἀκέοντε legitur ξ 195. Alii mutaverunt ἀλλὰ καὶ ὥς δαίνυσθε. ἀσύμφωνα λέγουσι τοῖς παλαιοῖς. Eust. 1902, 46.
97.
ἐώλπει || νευρὴν ἐντανύσειν.
Ar. legit ἐντανύειν et notavit enallagen temporum ἐντανύειν pro ἐντανύσειν, cf. ad Χ 67. F. Ar. p. 6. γ 82.
111.
ἀλλ’ ἄγε μὴ μύνῃσι παρέλκετε.
Notatum fuit μύνῃσι vocabulum ἅπαξ εἰρημένον cf. BQV: προφάσεσιν· ἅπαξ δὲ κεῖται. Apoll. l. h. 114, 13. Eust. 1904, 25.
146.
παρὰ κρητῆρα δὲ καλόν || ἷζε μυχοίτατος αἰεί.
†) Ἀρίσταρχος ἀντὶ τοῦ πρῶτος. ἔστι πόλις Ἐφύρη μύχῳ Ἄργεος (Ζ 152) πάντῃ (πρώτῃ?) γὰρ ἐπὶ τῷ Ἰσθμῷ ἵδρυται ἡ Κόρινθος. Schol. Vind. 133 apud La Roche.
260.
ἀτὰρ πελέκεάς γε καὶ εἴ κ’ εἰῶμεν ἅπαντας ἑστάμεν.
Fuit diple ὅτι ἔξωθεν προσυπακουστέον τὸ καλῶς ἂν ἔχοι καὶ ἐν Ἰλιάδι ἀλλ’ εἴ μιν ἀεικισσαίμεθ’ ἑλόντες. (Π 559). cf. Ar. ad Π 559. In M. Vind. 133 est: προσληπτέον τὸ οὐδὲν κωλύει.
277.
Εὐρύμαχον δὲ μάλιστα καὶ Ἀντίνοον θεοειδέα λίσσομ’, ἐπεὶ καὶ τοῦτο ἔπος κατὰ μοῖραν ἔειπεν.
†) ὁ Ἀντίνοος· πρὸς γὰρ τὸ δεύτερον τὸ πρότερον V. cf. L. Ar. 11.
289.
ὑπερφιάλοισι μεθ’ ἡμῖν.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ὑπερφιάλοισι] νῦν τοῖς κατ’ ἀρετὴν διαφέρουσιν V. cf. ad Ο 94, ubi locum nostrum citat et sic interpretatur Ar.
306.
οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις.
†) Ἀρίσταρχος ἐπητέος (cod. ἐπητέως, corr. Villoisonus) διὰ τοῦ ε̄, καὶ λόγος ὑπόκειται τοιοῦτος· ἐπήτεος οἷον εὐγνώμονος· τίθησι δὲ καὶ τὴν λέξιν ἐπίπαν ἐπὶ τοῦ συνετοῦ· τούνεκ’ ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καί ἐχέφρων (ν 322) καὶ οὐκ ἐπητύος. Apoll. l. h. 72, 1. cf. ad ν 332. Eust. 1911, 7.
Versibus 350-353 asterisci fuerunt appicti, quod recte inserti sunt hic et Ζ 490-493, non autem α 356-359.
407. >not. 2.