De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

409.

ὣς ἄρ’ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν.

Fuit diple ὅτι σπουδὴ οὐχ οἷον ἐν τάχει, ἀλλὰ μόγις καὶ δυσχερῶς, cf. ad Β 99, ubi hunc versum citat Ar.

31-33.

ἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ, ἐπεὶ ἦ φάσαν οὐκ ἐθέλοντα ἄνδρα κατακτεῖναι· τὸ δὲ νήπιοι οὐκ ἐνόησαν, ὡς δή σφιν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ’ ἐφῆπτο.

*) [ἀθετοῦνται οἱ στίχοι ὅτι] οὐδέποτε Ὅμηρος ἐπὶ τοῦ ἔλεγε τὸ ἴσκε, ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ ὁμοίου· ἠπάτηται οὖν ὁ διασκευαστὴς ἐκ τοῦ ἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὅμοια (τ 203). Vind. 56.

Certe Ar. hunc locum obelis notavit, teste Eust. 1917, 56. cf. L. Ar. 97. 335.

49.

οὗτος γὰρ ἐπίηλεν τάδε ἔργα.

†) Ἀρίσταρχος ἐπεισέπεμψεν. Apoll. l. h. 73, 10.

84.

περιῤῥηδὴς δὲ τραπέζῃ κάππεσε.

†) ὁ Ἀρίσταρχος στροβηθεὶς περιφερὴς ἔπεσε τῇ τραπέζῃ, ὡς περικλασθῆναι περὶ αὐτήν. Apoll. l. h. 130, 9. V habet ἢ περιφερής.

89.

Ὁδυσῆος ἐείσατο κυδαλίμοιο.

*) [ἡ διπλῆ πρὸς τὸ σχῆμα διότι ἐλλείπει ἡ ἐπὶ καὶ πτῶσις ἤλλακται. Ὀδυσῆος ἐείσατο] ὡς ἐπὶ Ὀδυσσέα ὥρμησεν. V. cf. F. Ar. 24.

97.

ἢ ἐλάσειεν φασγάνῳ.

†) πλατεῖ τῷ ξίφει πλήξειεν V. cf. L. Ar. 65. ε 132.

144-45.

ἔνθεν δώδεκα μὲν σάκε’ ἔξελε, τόσσα δὲ δοῦρα καὶ τόσσας κυνέας, χαλκήρεας ἱπποδασείας.

†) σημείωσαι καὶ ὅτι τὸ περὶ τῶν δώδεκα σακέων καὶ τὸ ἐφεξῆς Ἀρίσταρχος ἀθετήσας κεχίακεν, ἀδύνατον εἶναι εἰπὼν τοσαῦτα βαστάσαι ἄνθρωπον. Eust. 1921, 56.

165.

κεῖνος δ’ αὖτ’ ἀΐδηλος ἀνήρ.

Ar. interpretatio vocabuli ἀΐδηλος in Etym. M. 41, 36 servata est: ἀΐδηλος ὁ ὀλοθρευτικός. οὐ γὰρ ἄξιος Ἀριστόνικος δηλοῦν λέγων τὸν ἀδηλοποιόν. cf. L. Ar. 3.

173.

σφῶι δ’ ἀποστρέψαντε.

†) ὑμεῖς οἱ δύο V.

cf. ad Μ 366, ubi Zenodotus legit σφῶε et ab Ar. vituperatur. Fortasse nostro etiam loco sic scripsit.

175 (192)

σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε

Notatus fuit ὁλοσπόνδειος στίχος cf. Λ 130. φ 15. Eust. 1923, 47.

188.

ἔρυσάν τέ μιν εἴσω || κουρίξ.

†) ὁ μὲν Ἀρίσταρχος τῆς κόμης ἐπιλαβόμενοι, ὁ δὲ Κράτης κουρίξ τὸ νεανικῶς V. Vind. 56. 133. cf. Eust. 1924, 13. L. Ar. 151. Apoll. l. h. 103, 10.

258.

σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο || βεβλήκειν.

†) σημειῶδες· ἀεὶ γὰρ τὸ βάλλειν παρ’, Ὁμήρῳ ἐπὶ τοῦ τυχεῖν H. cf. L. Ar. 60.