De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

184.

σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος τὸ ἔτρεχον B. cf. Friedlaenderum ad Β 417. γ 486.

224.

φεύγων ἐξ Ἄργεος.

†) Ἄργεος οὐ τῆς πόλεως, ἀλλὰ τῆς χώρας B. Fluxit ex Ar., qui apud Homerum Peloponnesum Argos nominari observavit, non urbem ut apud recentiores. cf. L. Ar. 227. σ 246.

227. not. 2.

244 (253).

Ἀμφιάραος.

Fuit diple periestigmene quod Zenodotus legit διὰ τοῦ η̄ (cf. in H) Ἀμφιάρηος, v. ad Α 530, ubi vituperavit eum Ar. propter formam Jonicam κρητός pro κρατός.

246.

ὃν περὶ κῆρι φίλει Ζεύς τ’ αἰγίοχος καὶ Ἀπόλλων παντοίην φιλότητ’. οὐ δ’ ἵκετο γήραος οὐδόν.

†) ὁ δὲ παρὰ σύνταξιν κεῖται· λέγει γὰρ ὅτι καίπερ θεοφιλὴς ὢν οὐκ ἐγήρασε. τὸ οὖν ἑξῆς γήραος δὲ οὐδὸν οὐχ ἵκετο. ὅμοιον δέ ἐστι τῷ οὐδ’ Ἀγαμέμνων λῆγ’ ἔριδος τὴν πρῶτον ἐπηπείλησ’ Ἀχιλῆϊ (Α 318). τὸ γὰρ ἑξῆς Ἀγαμέμνων δ’ οὐ λῆγ’ ἔριδος HQ. cf. ad Χ 91.

248.

τοῦ δ’ υἱεῖς ἐγένοντ’ Ἀλκμαίων Ἀμφίλοχός τε

*) ὅτι οὐκ οἶδεν Ὅμηρος τὸν Ἀλκμάιονα μητροκτόνον. Vind. 133. L. Ar. 184.

251.

κάλλεος εἵνεκα οἷο, ἵν’ ἀθανάτοισι μετείη.

Hunc versum expunxit Ar. cf. ad Υ 235, ubi est asteriscus.

277.

ἀλλά με νηὸς ἔφεσσαι.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἔφεσσαι] ἀντὶ τοῦ ἔφεσον B. cf. F. Ar. 14. α 291.

282.

φωνήσας οἱ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι ἐλ]λείπει ἡ παρὰ, ἵν’ ᾖ παρ’ αὐτοῦ Q. cf. ad Β 186. Fr. Ar. p. 25.

293.

ἐπαιγίζοντα δι’ αἰθέρος.

†) Ἀριστοφάνης ἐπαΐσσοντα· αἰγίδας ἔλεγον τὰς ὑφ’ ἡμῶν καταιγίδας καὶ σφοδρὰς πνοὰς τῶν θυέλλων Q. Vind. 133.

Fluxisse videtur ex Didymo et Aristonico, cuius verba ab αἰγίδας usque ad finem sunt. cf. ad Β 148. Ρ 594. In verbo ἐπαιγίζοντα κατὰ praepositionem omissam esse notavit Ar. ibid.

296.

ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν.

Diple fuit ὅτι νῦν μὲν Φεὰς πληθυντικῶς εἴρηκεν, ἐν δὲ Ἰλιάδι Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν (Η 135) ἑνικῶς. cf. Ar. ad Η 135.

312.

αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ.

BV. †) ἐκπώματος ἤτοι ποτηρίου εἶδος τοσούτου καὶ μέτρου Notatum fuit vocabulum κοτύλην significare et poculum et id quod eo continetur — τὸ μετροῦν καὶ τὸ μετρούμενον — ut χοῖνιξ. cf. ad Φ 502. Χ 494. Eust. 1782, 55.