Περὶ παθῶν
Aelius Herodianus
Aelius Herodianus, Περὶ παθῶν, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868
413. St. B. 533, 1: Πορδοϲελήνη νῆϲοϲ περὶ τὴν Λέϲβον· τινὲϲ δὲ ἐκκλίνοντεϲ τὸ δύϲφημον τοῦ ὀνόματοϲ Ποροϲελήνην ἐκάλεϲαν.
[*](τὸ ψαύω, τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ψῶ τὸ προϲεγγίζω· τῇ γὰρ κιθάρᾳ προϲεγγίζοντεϲ τὸ παλαιὸν ἔψαλλον. uamquam in E. r. 168, 17 hoc fragmentum ex Symposiϲ profertur, tamen etiam in Pathologia locum habere potuit, cum hac fere admonitione: οὐκ ἔϲτι δὲ πλεοναϲμόϲ, ἀλλὰ παραγωγή)[*](ad fr. 409. Locus geminus est in Mon. 19, 25, ubi speciem Tarentinorum magis convenire dicit Herodianus. Caeterum cf. Lehrsium ad l. c., cuius emendationes recepi addens praeterea nomen Ῥίνθων, et Lob. El. I 92.)[*](ad fr 410. εὐθὺ pro εὐθὺϲ scripsi cum Valcken.ad Ammon. p. 91, pro εἰ μέν exbibui ἀεὶ μέν, nam dicit nemper κῆχοϲ cum ποῖ coniunctum reperiri, primum Eratosthenem etiam cum ποῦ vocem composuisse. Pherecratis verba explevi ex Ep. Cr. 1 344. 29 cf. Mein. fragm. om. p. 124 ed. min. C4. E.M.512, 23, Apollon. ds adν. 596, 30, qui eodem modo κῆχοϲ ortum putat , sed et alio accentu signat et γ servat κηγχόϲ. Hernhardy ad Said. s. v. Schmidt fr. Didym. p. 59 Hes., Lob. E. 11 262.)[*](ad fr. 412. ct. E. Οr. 37, 17, E. M. 299, 11 γέφυρα: ἡ ἐφ’ ὑγροῦ γῆ οἰονεὶ γέφυρά τιϲ οὖϲα et Ep. Cr. 1 104, 6 τοῖϲ τὸ γ ἀποβαλοῦϲι μακρὰ παρακολουθε γέφυγρα γέφυρα.)414. St. B. 301, 3. Ἦλιc: ὁ πολίτηϲ ἀπὸ τῆϲ λιδοϲ γενικῆϲ ἀναλόγωϲ λόγωϲ Ἡλίδειοϲ ὡϲ Ἀδωνίδειοϲ καὶ Εὐπολίδειοϲ κτητικῷ τύπῳ καὶ καθ’ ὕφεϲιν τοῦ δ Ἠλίειοϲ καὶ Ἡλεῖοϲ, ἀφ’οὐ κα κἈλεῖοϲ ζεύϲ » (Callim. fr. 99). Τρύφων δέ φηϲιν ὅτι Ἠλίεοϲ καὶ Ἡλέιοϲ καὶ Ἡλεῖοϲ.
415. E. M. 43, 40: ἀϊτίαϲ: Ἡρωδιανὸϲ προπαροξυτόνωϲ λέγει ἀπὸ. τοῦ αἶτιϲ αἴτιδοϲ αἴτιδαϲ καὶ ἀποβολῇ τοῦ δ αἶτιαϲ καὶ ἀῖτιαϲ.
416. E. M. 247, 5: δαμd (Α 61), ὡϲ Ἡρωδιανόϲ, ἀπὸ τοῦ δϲμάζω γίνεται δαμῶ κατὰ ϲυγκοπήν· τὸ πρωτότυπον δαμάζω, παραγωγὸν δαμῶ, ἐξ οὐ τὸ δάμνω καὶ εἰϲ μι δάμνημι ἀπὸ τοῦ δαμνῶ κτὴν μὲν ἐγὼ ϲπουδῇ δάμνημ’ ἐπέεϲϲι» (ε 893).
417. E. Or. 166, 29: ψιάδεϲ: ὁ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ περὶ παθῶν φηϲι, ψακάδεϲ ψαάδεϲ ψιάδεϲ κατὰ ἀποβολὴν καὶ μετάθεϲιν ὁ δὲ Φιλόξενόϲ φηϲιν, ὅτι ψῶ καὶ παραγωγὸν ψάϲω καὶ ψίω, ἀφ’ οὗ ψιάϲ ἡ κατὰ λεπτὸν τοῦ ὕδατοϲ ἔκδοϲιϲ ὡϲ λάμπω λαμπάϲ, ἴλλω ἰλλάϲ «ἰλλάϲιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήϲαντεϲ ἄγουϲιν» (Ν 572). ψῶ δὲ ῥῆμα, ἀφ’ οὐ τὸ ψᾶν. οὕτωϲ ἐν τῷ περὶ μονοϲυλλάβων ῥημάτων Φιλόξενοϲ.
418. Ep. Cr. I 252: κεχαρηότα: οὐκ ἀπὸ τοῦ χαίρω, τούτου γὰρ δ παρακείμενοϲ κέχαρκα καὶ ὁ μέϲοϲ κέχηρα, οὔτε ἀπὸ τοῦ χαίρω χαιρήϲω. καὶ τούτου γὰρ ὁ παρακείμενοϲ κεχαιρηκώϲ· ἀλλὰ κρεῖττον λέγειν, ὅτι ἀπὸ τοῦ χαρῶ, ὅπερ γίνεται καθ’ ὑποϲτολὴν τοῦ ι τούτου ὁ παρακείμενοϲ κεχάρηκα ὡϲ ἀπὸ τοῦ βαρῶ βεβάρηκα, ἡ μετοχὴ κεχαρηκώϲ ὡϲ βεβαρηκώϲ, ἡ αἰτιατικὴ κεχαρηκότα ὑφέϲει τοῦ κ κεχαρηότα· τούτῳ δὲ τῷ χαρῶ ϲυνεχῶϲ κέχρηνται οἱ παλαιοί « ϲὺ δ’ οὖν ἐπειδὴ τοῦτο κεχάρηκαϲ ποιῶν » Ἀριϲτοφάνηϲ Ϲφηξίν (v. 764) ὡϲ οὖν ἀπὸ τοῦ βεβαρηκότα ὑφέϲεωϲ γινομένηϲ γίνεται βεβαρηότα, ἀφ’ οὖ κο [*](ad fr. 415. cf. Pitschl de Or. et Orion. p. 64 Bergk ad Alemanis fr. dem exstat ap. Choer. Ortt. 173, 4 auctoris nomine suppresso.) [*](ad fr. 416. Ex Herodiani sententia pro τὸ πρωτότυπον δαμῶ, παραγωγὸν δαμάζω sedem formarum δαμάζω et δαμῶ commutavi. Syncope hoc loco latiore intellectu pro ἀποβολή vel ἔλλειψιϲ usurpata est; similiter Βerod. Dicht. 298, 15 μαϲτίω ex μαϲτίζω repetit. ἐφυλαξάμην τὴν ἔλλειψιν τοῦ ζ διὰ τὸ μαϲτίω. Arcad. 164, 20. Lob. Rhem. p. 156) [*](ad fr 417. idem Orion p. 168, 20 ψιάϲ. παρὰ τὸ ψίϲω τὸ ποτίϲω ὁ δὲ ρωδιανόϲ φηϲι τὸ ψείω ϲημαίνει τὸ ἐλαττοῦν τὴν οὐϲίαν οὑτινοϲοῦν ὑποκειμένου signifcat Herodianum, licor ellipsin et metathesin ex ψακάϲ vel ψεκάϲ (nam E. M. 818, 45 ψεκάδεϲ: Ἡρωδιανὸϲ ψεκάδεϲ καὶ ψιάδεϲ ἀποβολῇ καὶ μεταθέϲει) praetulerit, Philoxeni originationem non improbasse. Lobeck. Hhem. p. 286 not. innuit in verbis Philoxeni excidisse καὶ ἀπὸ τοῦ ψάω ψακἀϲ.) [*](ad fr. 418. In Epimerismorum adnotamentum inserui locum E. 5, 382, 30 τοῦ ἐϲταλκώϲ οὐκ οἶδε τὴν χρῆϲιν. περὶ πάθουϲ, qui ex huiuscemodi ampliore)
419. St. B. 446, 5: Μεϲημβρία πόλιϲ Ποντική· ἐκλήθη ἀπὸ Μέλϲου. βρία γὰρ τὴν πόλιν φαϲὶ Θράκεϲ· ὡϲ οὖν Ϲηλυμβρία ἡ τοῦ Ϲήλυοϲ πόλιϲ, Πολτυμβρία ἡ Πόλτυοϲ πόλιϲ, οὕτω Μελϲημβρία ἡ Μέλϲου πόλιϲ καὶ διὰ τὸ εὐφωνότερον λέγεται Μεϲημβρία.
420. St. B.19, 7. Ἁγνοῦϲ: ὁ δημότηϲ Ἁγνούϲιοϲ ὡϲ Ῥαμνούϲιοϲ ἀπὸ τῆϲ γενικῆϲ προϲόδῳ τοῦ ι τοῦ τ οὐ φυλαϲϲομένου ὡϲ ἐν τῷ Ϲελινούντιοϲ, ’πούντιοϲ, ἰεριχούντιοϲ, τρεπομένου δὲ εἰϲ ϲ καὶ τοῦ πρὸ αὐτοῦ ν ὑφαιρουμένου, Ἀλιμούϲιοϲ, Φηγούϲιοϲ. διακρίνεται ἡ τροπὴ τῷ ἀδιαιρέτῳ τοῦ πρωτοτύπου, ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦϲι· παρ’ αὐτοῖϲ γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόειϲ ἢ Φηγόειϲ ἢ Μυρρινόειϲ, ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ λέγεται Ϲιμούντιοϲ, ἀλλὰ διὰ τοῦ ϲ μετὰ τῆϲ ὑφέϲεωϲ τοῦ ν· τὸ δὲ Ϲιμοῦϲ Ϲιμόειϲ διαιρεῖται Λαὶ Ὀποῦϲ πόειϲ. τάχα δὲ καὶ τὰ δοκοῦντα διαιρεῖϲθαι κυριώτερα καθέϲτηκεν, ὅθεν μετὰ τοῦ τ λέγεται Ϲιμούντιοϲ· οὐ γὰρ Ἀττικὰ ταῦτα.
421. St. B. 83, 17 : Ἀμάρυνθοϲ νῆϲοϲ ὐβοίαϲ· τὸ ἐθνικὸν Ἀμαρύνθιοϲ καὶ Ἀμαρύϲιοϲ ὡϲ Τρικορύϲιοϲ· οὕτω γὰρ Παυϲανίαϲ ἐν πρώτῃ (31, 5). ἀναλογώτερον δέ μοι δοκεῖ τὸ διὰ τοῦ θ.