Περὶ παθῶν

Aelius Herodianus

Aelius Herodianus, Περὶ παθῶν, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868

30. P. M. 494, 9: Καυλωνία ἐκ τοῦ Αὐλωνία κατὰ πλεοναϲμὸν τοὐκ.

31. E. Or. 103, 6: μοχλόϲ. ὁ Ἡρωδιανὸϲ παρὰ τὸ ἔχω τὸ ϲυνέχω, ἐπεὶ καὶ Ὅμηροϲ ὀχῆα λέγει τὸν μοχλόν.

32. Ε. M. 724, 32: ϲπυρίϲ. πλεοναϲμόϲ ἐϲτι τοῦ ϲ ἀπὸ τοῦ πυρόϲ πυρίϲ. Ἡρωδιανὸϲ λέγει, ὅτι τοὺϲ πυροὺϲ ϲπυροὺϲ λέγουϲιν οἱ Ϲυ ρακούϲιοι. παρὰ τοὺϲ ϲπόρουϲ.

ἕλω τὸ λαμβάνω. ὁ δεύτεροϲ ἀόριϲτοϲ ἕλον ἑλόμην ἕλου ἕλετο καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν ἕλτο καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰϲ ν Δωρικῶϲ ὡϲ ἦλθεν ἦνθεν γίνεται ἕντο καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ γ γέντο.

31a. μόρφνοϲ ἢ μορόφονόϲ ἐϲτιν ἢ παρὰ τὴν ὄρφνην ἐϲχημάτιϲται πλεονάϲαντοϲ τοῦ μ κατ’ ἀρχήν, ἵνα ϲημαίνηται ὁ μέλαϲ, ἢ παρὰ τὸ μάρπτω μόρφνοϲ καὶ μόρφνοϲ ὁ ϲυλλαμβάνων, ἐξ οὐ ϲημαίνεται ὁ ταχόϲ. Π. Pros. Ω 316.

[*](tiva species est Ἄζα, qua etiam nunc (sc. Herodiani temporibus, nam St. B. Herodianum exscribens servat etiam temporis notationem, licet forsitan ad ipsius aetatem non quadret) Syri utuntur, quare γ pro pleonastico habendum est; sed sunt , qui ex etymo γάζα repetentes nativum putent.)[*](ad fr. 30. cf. St. B. 369, 15 Καυλωνία, πόλιϲ Ἰταλίαϲ, ἣν Αὐλωνίαν Ἑκαταῖοϲ καλεῖ, διὰ τὸ μέϲην αὐλῶνοϲ εἶναι. ἀπὸ γὰρ τοῦ αὐλῶνοϲ Αὐλωνία (ex. Mein. emendatione) ὕϲτερον μετωνομάϲθη Καυλωνία, ὡϲ ἀπὸ Μετάβου ἥρωοϲ Μεταπόντιον καὶ Ἐπίδαυροϲ Ἐπίταυροϲ καὶ αἰ Κλαζομεναί Πλαζομεναί et p. 147, 8 ἔϲτι καὶ Αὐλών, ὃν ἐπόλιϲαν Κροτωνιᾶται, ἥτιϲ μετωνομάϲθη Καυλωνία E. M. 170, 7 Αὐλωνία πόλιϲ ὑπὸ Κροτωνιατῶν κτιϲθεῖϲα καὶ ἀπὸ τῶν προκειμένων αὐλώνων ἔχουϲα τὸ ὄνομα. ὕϲτερον δὲ τῷ χρόνῳ Καυλωνία ἐκλήθη.)[*](ad fr. 31. cf. Ep. Cr. 1 202, E. M. 592, 13 ἀπὸ τοῦ ἔχω (pro ὄχω) ὀχόϲ καὶ ὀχλόϲ καὶ μοχλόϲ. — lnacertum est, num vere Herodianeum sit, quod legimus in Cr. An. Ox. II 390 μήνυμα παρὰ τὸ μηνύω. τοῦτο παρὰ τὸ ἀνύω, ubi in margine eadem mann scriptum est ὁ Ἡρωδιανὸϲ οὕτωϲ; tum additur ἐν πολλαῖϲ γὰρ λέξεϲι πλεονάζει τὸ μ ἀκάριοϲ μακάριοϲ (de quo cf. E. Or. 101, 16), ἑϲτόϲ ϲτόϲ. cf. L ob. El. 1 112; in E. M. 573, 40 (Choer. Ep. in Psalm. 4, 33), ubi eadem fere referuntur, pro exemplis praeterea proponuntur μία, quod Lobockio placet, et μάλευρον, quod non item. De μία dicit Herod. Dichr. 290, 25: ἴα, ὅπερ λέγεται καὶ μία. cf. Lehrs ad h. l. Eadem urbs, quae ap. St. B. 491 Ὀλύκρη πόλιϲ περὶ Ναύπακτον dicitur, p. 455, 12 Μολυκρία vocatur.)[*](ad fr. 32. Ἡρωδιανὸϲ pro corrupto Ἡρόδοτοϲ scripsi. cf. E. Οr. 138, 5 et 143, 14. Si conferas Ep. Cr. I 362, 10: πυρόϲ παρὰ τὴν ϲποράν ἀφαιρέϲει τοῦ ϲ ὡϲ τὸ κάπετοϲ παρὰ τὸ ἔϲκάφθαι καὶ καρίϲ παρὰ τὸ ϲκαίρω καὶ ἀντιθέϲει τοῦ 5 εἰϲ υ· ὤϲπερ παρὰ τὴν ἀγορὰν ἄγοριϲ καὶ ἄγυριϲ ὥϲπερ κιθάρα κίθαριϲ καὶ ϲ- ϲον ἀϲϲότερον τὸ ἀκόλουθον καὶ ὁ ποιητὴϲ εἀϲϲοτέρω καθίϲαϲα παραὶ πυρί» (Od. ρ 572) κατ’ ἀντίθεϲιν ἀϲϲύτεροϲ καὶ ἐν ϲυνθέϲει «ἐπαϲϲύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγεϲ» (Δ 427) καὶ οἱ Ϲυρακούϲιοι δὲ ϲπυροὺϲ αὐτοὺϲ λέγουϲιν ὡϲ καὶ η ϲπυρίϲ διδάϲκει, existimes Herodianum de ϲπυρούϲ idem sensisse atque de ἐρῳδιόϲ, ὅτι ϲπυρόϲ πρὸϲ μὲν τὴν ϲυνήθειάν ἐϲτι πλεοναϲμόϲ, πρὸϲ δὲ τὸν ϲχηματιϲμὸν ἐντελέϲ. Νam ei diversam quantitatem vocum πυρόϲ et ϲπορόϲ (cf. Lob. ΕI. I 122) impedimento non fuisse, quιominus compararet, ex aliis exemplis)
176

33. E. M. 145, 53: Ἄρνη πόλιϲ Βοιωτίαϲ· ἔϲτι δὲ καὶ Θεϲϲαλίαϲ. ἀπὸ Ἄρνηϲ τῆϲ Αἰόλου ὁ δὲ Κράτηϲ φηϲὶ παρὰ τὸ ἄρναϲ. ἐπιτηδεία γὰρ εἰϲ ἄρναϲ τρέφειν ἡ πόλιϲ. καὶ οὐκ ἀπεικόϲ. ὡϲ γὰρ αὐτόϲ φηϲι, καὶ τὴν Κῶν τὴν ἐπιτηδείαν πρὸϲ τὰ πρόβατα τοὺϲ ἐνοικοῦνταϲ Κᾶραϲ οὕτωϲ ὀνομάζειν τῇ οἰκείᾳ φωνῇ. κῶν γὰρ τὸ πρόβατον ὠνόμαϲαν. οὕτω καὶ τὴν Ἄρνην. καὶ γὰρ αὕτη εὔαρνοϲ· ὥϲτε τὴν μὲν Ἄρνην ἀπὸ τῆϲ ϲυγκεκομμένηϲ γενικῆϲ ὠνομάϲθαι, τὴν δὲ Ἀρήνην ἀπὸ τῆϲ ἐντελοῦϲ τῆϲ ἀρῆνοϲ. καλεῖται δὲ καὶ Τάρνη, ὡϲ λέγει Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ περὶ παθῶν.

34. Ε. M. 171, 7: αὕϲιον. καὶ ὁ μὲν Ἴβυκοϲ αὔϲιον λέγει οἶον «οὐ γὰρ αὔϲιον παῖϲ Τυδέωϲ (fr. 12 Bergk)· ὁ δὲ Ἀλκμὰν « ταυϲία παλλακίω (fr. 88 Bergk ὁ δὲ ποιητὴϲ κατὰ διάϲταϲιν καὶ τροπὴν τοῦ α εἰϲ η «τηϋϲίην ὁδόν » ( Οd. γ 316). οὐδεὶϲ γὰρ τὸν ϲχηματιϲμὸν αὐτοῦ

34a. E. M. 749, 23: ταί γε (Γ 5) ὄρθρον εὐθείαϲ τῶν πληθυντικῶν Δωρικῶϲ. λέγουϲι γάρ, ὅτι τὰ ϲύμφωνα, ἅπερ ἔχει ἡ εὐθεῖα τῶν δυϊκῶν, θέλει ἔχειν καὶ ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν, άχητε Λάχητεϲ, ὁμοίωϲ καὶ ἐπὶ ἄρθρων τὼ ξύλω, τὰ ξύλα. οὕτω καὶ τὰ Μούϲα ταὶ Μοῦϲαι καὶ τὰ ταί. τὸ δὲ «τοί κεν » (Β 346) ἐϲτὶ προτακτικὸν ἀντὶ ὑποτακτικοῦ. καὶ λέγουϲι πῶϲ ἐϲτιν; ἡ εὐθεῖα ὁ καὶ τὸ πληθυντικὸν

[*](apparet. Nam e. g. ἀγήϲ cum producta vocali ὁ μὴ κλώμενοϲ ab ἀαγήϲ abiecto α privativo propagare non dubitavit ap. Arcad. 23, 22. Helique exempla vocabulorum, quae modo ϲ habent in principio modo non, hic compono, quum aut incertum sit, utrum litera adiecta an omissa sit, aut duplex scriptura ex diversa. originatione pendeat, quo affectio excluditur: St. B 561, 5 Ϲελλοί οἱ Δωδωναῖοι «ἀμφὶ δὲ Ϲελλοὶ ϲοὶ ναίουϲ’ ὑποφῆταια» (Ιl. Π 234). λέγεται καὶ δίχα τοῦ Ἐλ. λοί ct. p. 268. 19, St. B. 537, 18 Καρδαμύλη: τὸ ἐθνικὸν Καρδαμυλίτηϲ· πiρὰ δὲ τῶν ἐγχωρίων Ϲκαρδαμυλίτηϲ λέγεται. St B. 154, 3 Ἄωροϲ πόλιϲ Κρήτηϲ ἀπὸ Ἀώραϲ νύμφηϲ et p. 265, 12 Ϲάωροϲ ἐκαλεῖτο ἀπὸ Ϲαώραϲ νύμφηϲ. St. B.342, 5 Ἴτων πόλιϲ Θεϲϲαλίαϲ « Ἥτωνά τε μητέρα μήλων». τινὲϲ δὲ Ϲίτωνα αὐτὴν φαϲι διὰ τὸ ϲιτοφόρον. Choer. Οrth. 260, 29 et Ε. Orion. 143, 18 εἶρω ϲειρά ἐν πλεοναϲμῷ τοῦ ϲ. p. 260, 21 ϲειρὴν: παρὰ τὸ εἴρω τὸ ϲυμπλέκω (Ε. M. 710, 20 τὸ λέγω) γίνεται εἴρην καὶ ἐν πλεοναϲμῷ τοῦ ϲ ϲειρήν. Theogn. 135, 21 ϲκνίψ ὀ μὲν Ἀριϲτοτέληϲ μετὰ τοῦ ϲ λέγει, οἱ δὲ λοιποὶ χωρίϲ. ct. Ep. Ηom. 391 , 6.)[*](ad fr. 33. Apparet totum adnotamentum ab Herodiano profectum esse, non extremam tantum partem, ad quam solam subscriptio pertinere videtur; de syncopato genetivo ἀρνόϲ cf. Mon. 34 init. cum Lehrsii adnotatione et de re St. B. 123, 18 Ἄρνη πόλιϲ Βοιωτίαϲ. Ὅμηροϲ «οἵ τε πολυϲτάφυλον τ· Ἄρνην ἔχον» (ΙΙ. Β 507) καὶ Λυκόφρων «Ἄρνηϲ παλαιᾶϲ γέννα, Τεμμίκων πρόμοι» (v. 644). δευτέρα πόλιϲ Θεϲϲαλίαϲ ἄποικοϲ Βοιωτίαϲ, περὶ ἦϲ χρηϲμὸϲ «Ἄρνη χρεύουϲα μένει Βοιώτιον ἄνδρα». — θυγατέρα δέ φαϲιν Αἰόλου τὴν Ἄρνην. — Τάρνη autem ex lectione, quae ap. St. B. l. c. τ’ Ἄρνην exstat, natum esse iudicat Lehrs Arist p. 229 not.)[*](ad fr. 34. cf. Lob. El. I 133 et Schmidt. ad Hesych. s. ταύϲιμον. ad fr. [34a]. Extrema pars de τοί κεν exstat etiam in Ep. Hom. 404, 6. Similiter Apollonius de pron. 116: ἰδοὺ γὰρ Δωριεῖϲ τοί καὶ ταί, ἀφ’ οῦ τὸ τώ δυϊκὸν καὶ τά. cf. Ahrens de dial. Dor. p 265 et Aeol. p 127 not. 12.)
177

κατώρθωϲεν. ἐγὼ δὲ ἡγοῦμαι, ὅτι πρῶτον τὸ παρ’ Ἰβύκῳ, δεύτερον τὸ παρὰ Ἀλκμᾶνι, τρίτον τὸ παρὰ Ὁμήρῳ κατὰ διάϲταϲιν. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ περὶ παθῶν.

35. S. B. 685, 14: Χάλυβεϲ περὶ τὸν Πόντον ἔθνοϲ ἐπὶ τῷ ποταμῷ Θερμώδοντι. τούτουϲ Ὅμηρὸϲ Ἁλίζωνάϲ φηϲιν ἐν τῷ μετὰ τοὺϲ Παφλα`γόναϲ καταλόγῳ (Ιl. Β 856)

  • αὐτὰρ Ἀλιζώνων Ὁδίοϲ καὶ Ἐπίϲτροφοϲ ἦρχον
  • τηλόθεν ἐξ Ἀλύβων, ὅθεν ἀργύρου ἐϲτὶ γενέθλη.
  • ἤτοι τῆϲ γραφῆϲ μετατεθείϲηϲ ἀπὸ τοῦ «τηλόθεν ἐκ Χαλύβηϲ» ἢ τῶν ἀνθρώπων πρῶτον Ἀλύβων λεγομένων ἀντὶ τοῦ Χαλύβων.

    36. E. M. 817, 40: ὁ Ἡρωδιανὸϲ παρὰ τὸ ἄμμοϲ λέγει ψάμμοϲ πλεοναϲμῷ τοῦ ψ. ϲπανίωϲ. παρὰ τὸ ἄμαθοϲ καὶ ἀμαθύνω καὶ ἠμαθόειϲ, ὡϲ ἄνεμοϲ ἠνεμόειϲ «παρ’ ἠνεμόεντα Μίμαντα» (Οd. γ 172), ὁμοίωϲ ἄμαθοϲ ἀμαθόειϲ καὶ ἠμαθόειϲ «Πόλου ἠμαθόεντοϲ» (Ι 153). παρὰ δὲ ψάμαθοϲ οὐδέτερον.

    37. E. Gud. 313, 8, E. M. 500, 31: κέκλετο (e. g. Π. Ζ 287): εἰ παρὰ τὸ κελω λαμβάνεται, πλεοναϲμόϲ ἐϲτι τοῦ κ κέλω κελόμενοι

    οἵ ὤφειλεν. ἀλλ’ ἐπειδὴ οἱ Δωριεῖϲ τὴν ἀναλογίαν φυλάττουϲι τῆϲ εὐθείαϲ τῶν δυικῶν, πλεονάζουϲι τὸ τ καὶ ποιοῦϲιν αὐτὸ τοί ὁμοίωϲ τῷ «τώ μοι μία ἐγείνατο μήτηρ» (Γ 238)

    35a. φημὶ ἀπὸ τοῦ ἠμί Arcad. 148, 20.

    37a. E. M. 520, 38: «κέκλυτέ μευ» (Γ 86) τὸ κλυ βραχύ· τὰ γὰρ προϲτακτικὰ τοῦ ἐνεϲτῶτοϲ βραχείᾳ θέλει παραλήγεϲθαι. ἔϲτι τῶν εἰϲ

    [*](ad fr. 35. Cum Ἄλυβεϲ Χάλυβεϲ comparari potest Ἀτραμωτῖται populus Arabiae, ut ab Apollodoro nominatur, et Χατραμωτῖται, ut a Strabone teste St. B 143, 4 et 689, 11. Caeterum hoc adnotamentum Herodianus transcripsit ex Strabone 549, cuius nomen Steph. ut saepius omisit.)[*](ad fr. 36. Verba inde a ϲπανίωϲ addidi ex Ep. Hom. 444, 27, πλεοναϲμῷ τοῦ ψ ex Ζon. 1868.)[*](ad fr. 37. Lobeek. El. Ι 156 formas κλῶ μνῶ φνῶ eiecit, sed ab Βerodiano suppositae videntur, qui non idem sensit, quod Enstath. 1275, 54 quem Lobeckius clarius dixisse perhibet: ἐκ τοῦ φένω κατὰ ἀναδιπλαϲιαϲμὸν πεφένω καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν πέφνω. Choer. in Οrth. 249, 17 (E. M. 673, 5) Herodiani doctrinam sequitur in derivatione verbi πίπτω: ἀπὸ τοῦ πέτω πτῶ διπλαϲιαϲμῷ πίπτω, sed ab ea desciscit in verbo πέφνω Can. 624, 27: ἀπὸ τοῦ φῶ τὸ φονεύω γίνεται φένω διὰ τοῦ ε καὶ ἔφενον καὶ ἐπέφενον καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν ἔπεφνον.)[*](ad fr. [35a]. Ioannes Al. 21, ἠμί, ὅπερ ταὐτὸν δόναται τῷ φημί, ὀξύνεται; diverse statuit Choer. Can. 494, 35 τὸ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ φ γινόμενον ἠμί.)[*](ad fr. [37 a]. Extrema pars huius articuli, cui subscriptum est οὕτωϲ εὖρον ἐν τῷ Ζηνοδότου, quem saepius Herodianum nomine tacito excerpsisse constat,)
    178

    καὶ ἀλλήλοιϲί τε κεκλόμενοι» (Θ 346) πλεοναϲμῷ τοῦ κ. εἰ δὲ παρὰ τὸ καλῶ, οὐκ ἔϲτι πλεοναϲμόϲ, ἀλλὰ ἀναδιπλαϲιαϲμόϲ. ἔϲτι γὰρ κλῶ καὶ κατὰ ἀναδιπλαϲιαϲμὸν κέκλω. οὐ γὰρ μόνον διὰ τοῦ ι γίνονται ἀναδιπλαϲιαϲμοί, ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦ ε μένω μνῶ μέμνω, φένω φνῶ πέφνω. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ περὶ παθῶν.

    38. E. M. 272, 8: διδάϲκω. δαίω τὸ ἐπίϲταμαι. ὁ μέλλων δαίϲω. πλεοναϲμῷ τοῦ κ δαίϲκω ὡϲ μεθύϲω μεθύϲκω καὶ κατὰ ἀναδιπλαϲιαϲμὸν διδαίϲκω ὡϲ τρώϲω τρώϲκω καὶ τιτρώϲκω καὶ ἀποβολῇ τοῦ ῑ διδάϲκω. οὐδέποτε γὰρ τὰ εἰϲ κω ῥήματα κοινὰ ὄντα διφθόγγῳ τῇ διὰ τοῦ ῑ παραλήγεται. ὅθεν ἐπίμεμπτοϲ Ἀρίϲταρχοϲ τὸ «εἴ κέ ϲε τῷ εἴϲκοντεϲ» (Π. Λ 799) διὰ τῆϲ ει διφθόγγου γράφων, μὴ διὰ τοῦ ῑ. πρόϲκειται κοινά» διὰ τὰ Αἰολικά. οἱ γὰρ Αἰολεῖϲ θναίϲκω καὶ μιμναίϲκω διὰ τῆϲ αι διφθόγγου λέγουϲιν. Ἡρωδιανὸϲ δὲ λέγει, ὅτι Χρύϲιππόϲ φηϲι παρὰ τὸ ἀϲκεῖν τὸ ϲημαῖνον τὸ διδάϲκειν τί, ἀϲκῶ διάϲκω καὶ ἐπενθέϲει τοῦ δ διδάϲκω.

    μι προϲτακτικῶν χρόνου ἐνεϲτῶτοϲ. ἀπὸ τοῦ κλύω κλῦμι κλῦθι, τὸ δεύτερον τῶν πληθυντικῶν κλύτε καὶ κατ’ ἀναδιπλαϲιαϲμὸν κέκλυτε. ἀλλ’ ἴϲωϲ τιϲ ἐρεῖ, ὅτι ταῦτα ϲυϲτέλλει, τὸ δὲ κλῦθι μακρὸν ἔχει τὸ ῦ. ἰϲτέον ὅτι πολλὰ παρατίθηϲιν ἡμῖν ὁ Ἀπολλώνιοϲ μακροπαράληκτα ὡϲ τὸ δίδωθι «δίδωθι δέ μοι κλέοϲ ἐϲθλόν» (Οd. γ 380) ἀπὸ τοῦ δίδοθι. οὐδὲν οὖν ἄτοπον, εἰ καὶ τὸ κλῦθι μακρὸν ἔχει τὸ υ.

    [*](ad fr. 38. pro τῆϲ διὰ τοῦ ῑ scripsi lin. 12 μή. Postrema verba Ζonaras 543 pervertit scribens ὁ δὲ Ἡρωδιανὸϲ καὶ Χρύϲιπποϲ, nam certum est Herodianum Chrysippi explicationem non ideo attulisse, quod probaverit, sed ut eam improbaret. Sed refutatio consulto epitomatorum more soppressa est. Cum nostro loco mire congruit Π. Pr. 799: ἴϲκοντεϲ: Ἀρίϲταρχοϲ ἀξιοῖ διὰ τῆϲ ει διφθόγγου γράφειν, ἐπεὶ ἐν ἑτέροιϲ, φηϲί, τὸ κατὰ διαίρεϲιν αὐτοῦ ὁρᾶται, ἐΐϲκω λεγόμενον «ἐΐϲκω πηγεϲιμάλλῳ» (Π. Γ 197). οἱ δὲ περὶ τὸν Ἀλεξίωνα διὰ τοῦ ῑ μόνου ϲυνεϲταλμένου. κἀγὼ δὲ τούτοιϲ ϲυγκατατίθεμαι τὸ μὴ δύναϲθαι τὰ τοιαῦτα τῶν ῥημάτων, λέγω δὲ τὰ διὰ τοῦ ϲκω,ἔχειν πρὸ τέλουϲ δίφθογγον ἐκφωνουμένην,)[*](a Ζenodoto ex aliis fontibus addita est. Nam Ηerodianns teste Choer. 746 imperativo perfecti exitum ε, quem solum Apollonius comprobavit, abiudicavit finem θι amplexus, qui ab Apollonio reiectus est. — Ectasin vocalis in imperativo ipse etiam Herodianas in Rhematico Choer. p. 893 commemoraverat et, ut ex Schol. ad 0d. γ 380 concludi potest, ἵληθι cum δίδωθι composuerat, Apollonio prae eunte, ut ex nostro loco consequitur. Si hic ut equidem opinor, Herodianeus cst, ctiam E. M. 753, 55 τέτλαθι «τέτλαθι μῆτερ ἐμὴ» (Ιl. Α 586) ἐκ τοῦ τλῶ τλῆμι τὸ πληθυντικὸν τλάμεν, τὸ προϲτακτικὸν τλάθι καὶ κατ’ ἀναδιπλαϲιαϲμὸν τέτλαθι ab Herodiano profectus sit, quamquam ex sequenti articulo e libro περὶ παθῶν desumpto coniici potest eum etiam hic adiecisse ἀξιοῖ Φιλόξενοϲ εἶναί τι καὶ τέτλημι ῥῆμα, ut ipse Herodianus in E. M. 749, 15, ubi tamen futilia immixta sunt, τέθναθι ex τέθνημι repetivisse videtur. Caeterum afferendum est Lobeckium in El. Ι 186 ex Schol. ad Π. Θ 296: δεδεγμένοϲ: οὕτωϲ οἱ Ἀριϲτάρχου διὰ τοῦ γ δεδεγμένοϲ, Ἡρωδιανὸϲ δὲ διὰ τοῦ χ collato Schol. ad Ι 191 γράφεται καὶ δέχμενοϲ coniectare Herodianum δεδέχμενοϲ proparoytonos scripsisse ita ut ex δεχόμενοϲ primum per syncopen δέχμενοϲ, tum per reduplicationem δεδέχμενοϲ existere iuberet.)
    179

    39. E. M. 672, 46: πινύϲκω: παρὰ τὸ πνέω πνύω, ὁ μέλλων πνύϲω, πλεοναϲμῷ τοῦ κ πνύϲκω καὶ ἐπενθέϲει τοῦ ῑ πινύϲκω ἢ ἀναδιπλαϲιαϲμῷ πιπνύϲκω καὶ ἀποβολῇ τοῦ π καὶ ἐκτάϲει τοῦ ῑ πινύϲκυ ὡϲ γιγνώϲκω γινώϲκω. ἄμεινον δὲ λέγειν πλεοναϲμὸν ἤπερ διπλαϲιαϲμόν. περὶ παθῶν.

    40. Ε. Or. 135, 7, Ε. M. 673, 49: πιφαύϲκω: ἔϲτι φῶ τὸ λέγω, παραγωγὸν φάζω, ὁ μέλλων φάϲω καὶ φάϲκω καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ ῦ φαύϲκω καὶ ἀναδιπλαϲιαϲμῷ πιφαύϲκω. ὁ δὲ Φιλόξενοϲ ἀπὸ τοῦ φῶ παραγωγὸν φαύω, ὁ μέλλων φαύϲω καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ κ καὶ ἀναδιπλαϲιαϲμῷ πιφαύϲκω.

    40a. Choer. 8 50, 20: Τὰ εἰϲ μι ἀναδιπλαϲιαζόμενα κατὰ τὸν ἐνεϲτῶτα τούτῳ τῷ τρόπῳ ἀναδιπλαϲιάζονται· εἰ μὲν τὸ πρωτότυπον ἀπὸ φωνήεντοϲ ἄρχεται, διὰ τοῦ ῑ γίνεται μόνου ὁ ἀναδιπλαϲιαϲμόϲ ὧ ἱῶ ἵημι τὸ πέμπω· εἰ δὲ τὸ πρωτότυπον ἀπὸ ϲυμφώνου ἄρχεται ἑνόϲ, τότε δι’ αὐτοῦ τοῦ ϲυμφώνου καὶ τοῦ ῑ γίνεται ὁ ἀναδιπλαϲιαϲμόϲ οἷον δῶ διδῶ δίδωμι, βῶ βιβῶ βίβημι, θῶ τιθῶ τίθημι, τοῦ δαϲέοϲ θ διὰ τὴν κακοφωνίαν τραπέντοϲ εἰϲ τὸ ἀντίϲτοιχον τὸ ψιλόν, φημὶ δὴ εἰϲ τὸ τ εἰ δὲ τὸ πρωτότυπον διὰ ϲυμφώνων ἄρχεται, εἰ μὲν μή ἐϲτιν ἄφωνον πρὸ ἀμεταβόλου, διὰ τοῦ ῑ μόνου γίνεται ὁ ἀναδιπλαϲιαϲμὸϲ οἷον ϲτῶ

    [*](ὅτι μὴ τὴν διὰ τοῦ ῡ πιφαύϲκω. ὁ δὲ λόγοϲ παραιτεῖται τὴν Αἰολίδα διάλεκτον διὰ τὸ μιμναίϲκω καὶ θναίϲκω. ὥϲτε ὅτε λέγει ἐΐϲκω κατὰ διαίρεϲιν, ὑγιῶϲ πάνυ ἀποφαίνεται, εἴγε παρὰ τὸ ἔδω ἐξέπιπτε μέλλων ὁ εἴϲω, ὃc ὤφειλεν ἐπενθέϲει τοῦ κ ποιῆϲαι τὸ εἴϲκω, ὡϲ μεθύϲω μεθύϲκω, δράϲω δράϲκω. ἀλλ’ ἐπεὶ ἀνέφικτον ῆν χωρῆϲαι τὴν τοιαύτην δίφθογγον πρὸ τῆϲ ϲκω παραγωγῆϲ, διαιρέϲει ἐχρήϲατο ὅπου δὲ οὐ παραδέχεται αὖ τὸ τῆϲ διαιρέϲεωϲ, ἐκεῖ ἐιβάλλει τὸ ε. — Similia de διδάϲκω tradit Choer. Ep. in Psalm. 129, 8 ex loco E. Magni emendandus.)[*](ad fr. 39. Ex hoc loco, ubi γινώϲκω ex γιγνώϲκω repetitur, non contra, et fr. 38, ubi a τρώϲω τρώϲκω τιτρώϲκω ducitur, intellegitur ab Horoliano γιγνώϲκω sic derivatum esse ut factum est ap. Choer. Orth. 187 ἦν γνῶ γνώϲω γνώϲκω γιγνώϲκω ὡϲ μνῶ μνήϲω μνήϲκω μιμνήϲκω.)[*](ad fr. 40. Hoc fragmentum Herodiani esse inde apparet, quod hic a φῶ repetitur φάζω ut in E. M. 538, 4 a κρῶ κράζω et quod saepius, ubi Philoxeni sententia alteri opponitur, haec Herodiani est sive eius nomen vel scriptum indicatur ut in E. M. 754, 2 sive tacetur ut E. M. 727, 55.)[*](ad fr. [40 a]. Quamquam haec Choeroboscus unde transierunt in Ep. Cr. I 371, 4 ex libro περὶ τῶν εἰϲ μι ῥημάτων sumpsisse videtur, tamen etiam in libro περὶ παθῶν huiuscemodi adnotamentum locum habuisse credibile est; de disyllabia encliticorum cf. Herod. in Bekk. An. 1142 (Pr. Cath. 552. 7). Exclusa tamen fuisse videtur doctrina de clitico anadiplasiasmo perfecti et communi et, qui dicitur, Attico, quem tractavit in libro περὶ ῥημάτων. Sed de poetico diplasiasmo aoristi fortasse similia proposuit atque in Il. Pr 0 26 πεπιθοθϲα ὡϲ δραμοῦϲα· ἔϲτι γὰρ δεύτεροϲ ἀόριϲτοϲ δεδιπλαϲιαϲμένοϲ, ὥϲπερ ἤδη καὶ ἐπὶ τοῦ δήματοϲ ἔθοϲ αὐτῷ ποιεῖν «ῥηϊδίωϲ πεπιθεῖν» (Π. 1 184), quocum concinit Choer. 629, 33, qui ibid. lin. 20: ἐκ τοῦ ἔτυχον γίνεται ὁ δεύτεροϲ ἀόριϲτοϲ ἐτυχόμην, τετύχοντο κατὰ ἀναδιπλαϲιαϲμὸν καὶ τροπῇ τοῦ χ εἰϲ τὸ ἀντίϲτοιχον τὸ ψιλόν, φημὶ δὲ εἰϲ τὸ κ «ετετύκοντο δὲ δαῖταμ» (Π. Α 467), reduplicationem reiicit in his: Π. Pr. Η 199:)
    180

    41. E.M.103 , 22: ἀνεκήκιε: ἐκ τοῦ κίω τὸ πορεύομαι διπλαϲιαϲμῷ κικίω καὶ τροπῇ Αἰολικῇ τοῦ ῑ εἰϲ η ὡϲ ψιμύθιον ψημύθιον ἐκήκιε καὶ ἀνεκήκιε.

    ἱϲτῶ ἵϲτημι, εἰ δέ ἐϲτιν ἄφωνον πρὸ ἀμεταβόλου, τότε δι’ αὐτοῦ τοῦ ϲυμφώνου, φημὶ δὴ τοῦ ἀφώνου γίνεται ὁ ἀναδιπλαϲιαϲμὸϲ τοῦ ῑ οἷον πρῶ πιπρῶ πίπρημι καὶ πίμπρημι κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ μ, πλῶ πιπλῶ πίπλημι καὶ κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ μ πίμπλημι, χρῶ κιχρῶ κίχρημι, τοῦ δαϲέοϲ χ διὰ τὴν κακοφωνίαν τραπέντοϲ εἰϲ τὸ ἀντίϲτοιχον τὸ ψιλόν, φημὶ δὴ εἰϲ τὸ κ. Τούτων οὕτωϲ ἐχόντων, ἀποροῦϲί τινεϲ λέγοντεϲ, διὰ ποίαν αἰτίαν, ὥϲπερ ἀπὸ τοῦ θῶ γίνεται κατὰ ἀναδιπλαϲιαϲμὸν τιθῶ τίθημι καὶ ἀπὸ τοῦ δῶ διδῶ δίδωμι, μὴ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἀπὸ τοῦ φῶ γίνεται μετὰ ἀναδιπλαϲιαϲμοῦ πιφῶ καὶ πίφημι, ἀλλὰ φημί γίνεται ἄνευ διπλαϲιαϲμοῦ, ἔϲτιν οὖν εἰπεῖν, ὅτι οὐ δύναται τὸ φημὶ ἀναδιπλαϲιαϲθῆναι, ἐπειδὴ ἐγκλιτικόν ἐϲτιν, οἶον « αἰδεῖϲθαί φημι » · κανὼν δέ ἐϲτιν ὁ λέγων, ὅτι τὰ ἐγκλιτικὰ οὐ θέλουϲιν ὑπερβαίνειν τὴν διϲυλλαβίαν οἷον εἰμί τιϲ, πῶϲ ἐϲτε, ἡμῖν ἐϲτι· εἰ οὖν ἀνεδιπλαϲιάϲθη τὸ φημί, ἤμελλε τριϲυλλαβεῖν ἐγκλιτικὸν ὄν, ὅπερ ἀδύνατον.

    41a. Τὰ εἰϲ ροϲ ὑπερδιϲύλλαβα δεδιπλαϲιαϲμένα κατ’ ἀρχὴν καὶ τὴν πρώτην ϲυλλαβὴν εἰϲ ρ καταλήγοντα προπαροξύνεται, βάρβαροϲ, τάρταροϲ, κέρβεροϲ, πέρπεροϲ, βόρβοροϲ. Arcad. 70, 10.

    41b. Τὰ διὰ τοῦ οινη ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ ἔχοντα πρὸ τοῦ ν τὴν ο δίφθογγον οὐκ εἰϲὶν γνήϲια· τὸ μὲν γὰρ ἀγκοίνη βαρυνόμενον παρὰ τὴν ἀγκῶνοϲ γενικὴν πεποιημένον τροπὴν ἔϲχε τοῦ ω εἰϲ τὴν οι δίφθογγον· τὸ δὲ μενοινή ὀξυνόμενον καὶ αὐτὸ τροπὴν ἔϲχε τοῦ ω εἰϲ τὴν οι δίφθογγον. ὤφειλε γὰρ εἶναι μενωνή. τὰ γὰρ εἰϲ η λήγοντα θηλυκὰ ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα, ἔχοντα ἐν τῇ τελευταίᾳ καὶ τῇ πρὸ αὐτῆϲ τὸ αὐτὸ ϲύμφωνον ἢ ἀντίϲτοιχον, τῷ ω μεγάλῳ παραλήγεται· ὁ δὲ λόγοϲ ἐπὶ τριϲυλλάβων οἷον ἀγωγή ἔδει εἶναι ἀγή καὶ γέγονεν ἀγωγή, ὁμοίωϲ ἔδω ἐδή ἐδωδή, ὄζω ὀδή ὀδωδή, ὄπτω ὀπή ὀπωπή, ἔχω ὀχή ὀκωχή, ἄκω ἀκή ἀκωκή. οὕτω μένω τὸ προθυμοῦμαι μενή μενωνή, εἰ καὶ μὴ τὸ αὐτὸ ϲύμφωνον ἢ καὶ ἀντίϲτοιχον ἔχει ἐν τῇ

    [*](ad fr. 41. pro Ἰωνικῇ correxit Αἰολικῇ Ahrens de dial. Aeol. p. 95 not. cf. Dichr. 298, 15 τὸ κηκίω ἐκ διπλαϲιαϲμοῦ «πολλὴ δ’ ἀνεκήκιεν ἅλμη».)[*](γενέϲθαί τε: ἀλλεπάλληλοι ὀξεῖαι, καίτοι ϲπονδειακόν ἐϲτιν ἀλλ’ ἴϲωϲ ἵνα ἐκφύγωμεν τὸν διπλαϲιαϲμὸν τοῦ ῥήματοϲ, λέγω δὲ τοῦ τετραφέμεν τε. Φ 279 ὃϲ ἐνθάδε γ᾿ ἔτραφ’ ἄριϲτοϲ: δεῖ διὰ τοῦ γ γράφειν, ἐνθάδε, εἶτα ἔτραφ’ ἄριϲτοϲ, οὐχ ὡϲ οἱ πολλοὶ τέτραφ’ ἄριϲτοϲ, ἀπὸ τοῦ τ ποιοῦντεϲ τὴν ἀρχὴν τοῦ ῥήματοϲ. καὶ προπαροξύνοντεϲ. Α 168 ἐπεί κε κάμω πολεμίζων. Ἀρίϲταρχοϲ γράφει ἐπεί κε κάμω, ἵνα μὴ ῇ διπλαϲιαϲμὸϲ ἐν τῷ ῥήματι· καὶ οὕτωϲ ή ϲυνήθηϲ ἀνάγνωϲιϲ οὕτωϲ δὲ καὶ Ἡρωδιανόϲ.)
    181

    42. E. Gud. 450, 20 πάμπαν: ἔϲτι πᾶν καὶ κατ’ ἀναδιπλαϲιαϲμὸν πάμπαν, τὸ δὲ μ διὰ ϲύνταξιν. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ.