Περὶ παθῶν

Aelius Herodianus

Aelius Herodianus, Περὶ παθῶν, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868

247. E. Οr.123, 28, E. M.644, 2: ὄφλω γίνεται κατὰ ϲυγκοπὴν ἀπὸ τοῦ ὀφείλω, ὅθεν καὶ βαρύνεται.

[*](25 μὲν καὶ διακρινθεῖμεν, ὥϲπερ καὶ τὸ «ἡμεῖϲ δ’ ἐϲ δεκάδαϲ διακοϲμηθεμεν Ἀχαιοί» (Ιl. 8 126).)[*](ad fr. *241. ef. St. B. 318, 11 s. Θρόπιον.)[*](ad fr. *243. ef. Lob. El. p. 333, qui in loco lacunoso Stephani Λυκάων... . καὶ Λύκαν ώϲ μεγιϲτάν non cum Meinekio κατὰ ϲυγκοπήν, sed potius Λύκοϲ ex edisse opinatur.)[*](ad fr. *244. cf. Arcad. 129,10: αἰ ϲυγκοπαὶ ἀναβιβάζουϲι ὀπίϲωθεν ὄπιϲθεν, ὀμόπατροϲ ὄπατροϲ.)[*](ad fr. *245. Hoc Βerodiani esse puto, quia etiam quae sequuntur, ex eiusdem libro περὶ κλίϲεωϲ petita videntur. Caeterum quamquam iure Lobeck. El. I 334 in huiusmodi formis syncopen improbta, tamen Herodianus hanc sententiam am plexus esse existimandus est neque dubito, quin etiam ab eo derivatum sit E M. 546, 1 παρὰ τὴν κυνόϲ γενικὴν κυνώτεροϲ καὶ ϲυγκοπῇ κύντεροϲ ὡϲ μέλαν μελανώτερον μελάντερον, nam hanc passionem signiἀcare videtur in Mon. 21 22: ἀλλ’ ϲωϲ αἴτιον τὸ πάθοϲ ὡϲ δείκνυται ἐν ἑτέροιϲ, ἔνθα καὶ περὶ τοῦ «εκύντερον ἄλλο γυναικόϲ» (λ 424) εἰ καὶ ἔϲτι ϲυγκριτικόν cf. Lehre ad h. l.)[*](ad fr. 246. ef. Arcad. 163, 13,  ubi ἄγρω omissum est.)[*](ad fr. *247. cf. Arcad. 158, 27.)
255

248. E. M. 676, 53: πλήρηϲ: ἔϲτι πλεῖοϲ πλειήρηϲ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν πλήρηϲ.

249. S. B. 50, 11 et 48, 26: Αἴνεια τόποϲ Θράκηϲ· τὸ ἐθνικὸν Αἰiειἐύϲ, 5 καὶ παράϲημον, ὅτι μὴ ἐνδεῖ μιᾷ ϲυλλαβῇ τοῦ πρωτοτύπου· παρὰ μίαν γὰρ ϲυλλαβὴν εὑρίϲκεται τὰ τοιαῦτα ἐνδεῖν τοῦ πρωτοτύπου, τῆϲ Ἀντιοχείαϲ Ἀντιοχεύϲ ἀλλ’ οὐδ’ ἀπὸ τούτων γίνεται τὰ εἰϲ ευϲ ἀρϲενικά, ἀλλὰ ἀπὸ τῶν εἰϲ οϲ. ἀπὸ γὰρ τοῦ Ἀντίοχοϲ Ἀντιοχεύϲ καὶ τοῦ Ϲέλευκοϲ Ϲελευκεύϲ, ὡϲ Ἄβρων ἐν τῷ περὶ παρωνύμων. εἰ γὰρ παρὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἦν, Ἀλεξανδρειεύϲ ἆν ῆν. ἀμφοῖν δ’ ὁ Ἀλέξανδροϲ ἀρχή. 

250. E. Μ. 279, 7: δίϲ καὶ τρίϲ: ἀπὸ τοῦ δυάκιϲ καὶ τριάκιϲ. καὶ λέγουϲί τινεϲ δύο ϲυλλαβῶν ἐγένετο ϲυγκοπή· καὶ πῶϲ δύναται τριϲύλλα βον δύο ϲυλλαβὰϲ ἐκκεκόφθαιϲ πρὸϲ τούτουϲ λέγομεν, ὅτι ἀπὸ τοῦ δυάκιϲ καὶ τριάκιϲ ἄρον τὸ α καὶ τὸ β καὶ κατὰ ϲυνίζηϲιν δίϲ καὶ τρίϲ.

249a. Mon. 41, 1: χείρων: οὐδὲν εἰϲ ων λῆγον ϲυγκριτικὸν πρὸ τοῦ ῶ τὸ ρ ἔχει, ἀλλὰ μόνον τὸ χείρων· αἴτιον δὲ τὸ πάθοϲ.

249b. Schol. ad Od. 175, Choer. D icit. 174, 9, E.M.576, 15: μελαγχροιήϲ: ὀξυτόνωϲ· τοῦτο δὲ κατὰ ϲυγκοπὴν Ἀττικοὶ μελαγχρήϲ.

[*](ad fr. *248. uae praecedit explicatio in E.M. παρὰ τὸ πολύ πολυήρηϲ ab epitomatore adlecta est eam quam recepi Herodianeam esse persuadet Arcad. 25, 1 τὸ πλήρηϲ βαρύνεται, πλειήρηϲ (sic Lehrsius qb.ep.156 pro πληήρηϲ emendavit) ὡϲ ξιφόρηϲ, λιγήρηϲ et ocus e libro περὶ παθῶν in E.M.675, 29 πλειάρειν· τὸν γὰρ πλήρην οὕτωϲ ἔφη πλειdρειν. Lobeckius potius ex πλεήρηϲ ortum putat El. 1 339, II 102.)[*](ad fr. *249. ef. Lob. El.I 340. Parall. 25. Corruptus est loque St. B. 514 5: ἔϲτι δῆλον ὡϲ ἀπὸ τοῦ Ποιραία Πειραιdτηϲκαὶ Πειραιείτηϲ καὶ καθ’ ὑφαίρεϲιν τῆϲ ἐ διφθόγγου Πειραιάτηϲ, ubi Mein. Τειραιdτηϲ καὶ Πειραιήτηϲ καὶ καθ’ ὑφαίρεϲιν τῆϲ αι διφθόγγου Πειρήτηϲ scribi vult, Lobeck. vero EΙ. ΙΙ 139 Πειράτηϲ a prototypo Πεῖρα scriptum fuisse suspicatur.)[*](ad fr. 250. Verba καὶ λέγουϲί τινεϲ — ἀπὸ τοῦ δυάκιϲ καὶ τριάκιϲ accesserunt ex Cod. Parisin. 346 et Ζon. 556, unde etiam auctoris nomen adiectum est. πρὸϲ τούτουϲ scripsi pro τούτου, Lob. πρὸϲ τοῦτο. F ortasse post ϲυνίζηϲιν exciderunt καὶ κατὰ ϲυϲτολήν. ef. Lob. El. I 388. Schol. ad Dionys. 943, 21 τὸ δίϲ καὶ τρίϲ πέπονθε· τὸ γὰρ δυάκιϲ καὶ τριάκιϲ παρ’ Ἀριϲτοφάνει intellegendus videtur poeta, non grammaticus; Schoemann. de partibδus orationis p. 145 dubitat, uter signifcetur.)[*](ad fr. [249a]. Videtur autem signifcare syncopen diphthongi ex χερείων cf. Lob. El. 1 340.)[*](ad r. [249b ]. cf. Lob. El.I 315, DII 140, Parall. 256.)
256

251. E. M. 52, 18: ἀκραιφνήϲ ὁ καθαρόϲ· κυρίωϲ δὲ ὁ περιφανήϲ παρὰ τὸ ἀκέραιον καὶ τὸ φαίνω ἀκεραιοφανήϲ καὶ ἀκραιφνήϲ ϲυγκοπῇ. οὕτωϲ Ὠρίων. Ἡρωδιανὸϲ δέ φηϲι μὴ γίνεϲθαι δύο ϲυλλαβῶν ϲυγκοπήν. ἀλλ’ ἀκροφανήϲ καὶ ἀκραιφνήϲ τοῦ ο τραπέντοϲ εἰϲ α ὡϲ ἐπὶ τοῦ μεϲοπόλιοϲ μεϲαιπόλιοϲ.

252. E.M. 22, 30: ἅζω: ὁ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ περὶ παθῶν λέγει, ὅτι παραγωγόν ἐϲτιν, ἀπὸ τοῦ ἅγοϲ ἁγίζω καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν ἅζω ὡϲ ϲκέλοϲ ϲκελίζω, τεῖχοϲ τειχίζω. δῆλον δὲ ἐκ τοῦ τὸν Ἀλκμᾶνα εἰπεῖν ἁγίϲδεο» ἀντὶ τοῦ ἅζεο.

253. E. Or. 63, 26: ἕρματα: οἱ μὲν παρὰ τὸ εἴρω εἰρμα καὶ ερμα· οἱ δὲ παρὰ τὸ ἔρειϲμα ϲυγκοπῇ ἕρμα· οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ.

254. E. M. 566, 44: Αιμήρη Ἐπίδαυρον· τοῦτο διϲϲόν ἐϲτιν· ὁπότε παρὰ τοῦ λιμένοϲ, λιμενήρη· ἢ παρὰ τοῦ λειμῶνοϲ λειμωνήρη. οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ.

255. St. B. 392, 16: Κυλλήνη: τὸ ἐθνικὸν Κυλλήνιοϲ. καὶ Κύλλιοϲ λέγεται Ἑρμῆϲ κατὰ ϲυγκοπὴν τοῦ Κυλλήνιοϲ.

253a. E. Οr. 117, 26, E. M. 618, 8. «οἶμα λεοντοϲ ἔχει. λιόδoc (752) ἀπὸ τοῦ οἰμῶ οἰμήϲω «οῖμηϲε δὲ ἀλεὶϲ ὤϲτ’ αἰετόϲ» ( X 308) οἰμημα καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν οἰμα.

255a. Arcad. 79, 24: τὰ εἰϲ τοϲ ὀξύνεται, εἰ μὴ ἐκ πλειόνων ϲυλλαβῶν εἰϲ διϲυλλαβίαν μεταϲτῇ ὡϲ δύϲιοϲ ὁ δύϲτηνοϲ, καὶ πόϲτοϲ ἐκ τοῦ πόϲατοϲ γέγονεν.

[*](ad fr. 251. Verba οθτωϲ Ὠρίων, quae in fne posita sunt, ante Herodiani nomen inserui, nam sic in E. Or. 31 , 8 ἀκραιφνέϲ οἶον ἀκεροιοφανέϲ explicatur. Caeterum haec non ipsius rionis sentenu a est , sed alicuius grammatci antiquioris, quem Herodianus refutaverat. Tum pro ἢ scripsi ἀλλ.)[*](ad fr. 253 et. Il. Pr. Α 486: ἕρματα. τὸ ἕρματα, εἰ καὶ ἐκ τοῦ ἐρείϲματα, οὐ ψιλοῦται, ὤϲ τινεϲ κτλ. Caeterum pro ῥῆμα scrpni εἶρμα.)[*](ad fr. 254. Pro Πίνδαροϲ Herkelius ad St. B. 273,10 Ἑπίδαυροϲ scripsit, quod ln Ἐπίδαυρον mutandum monuit Meinekius. St. B. habet: Ἐπίδαυροϲ. τινὲϲ δὲ ειμήρη αὐτὴν φαϲι, τὴν λειμῶναϲ ἔχουϲαν. — τινέϲ δὲ Λιμηρὰν Λακωνικὴν λέγουϲι, μίαν τῶν ἑκατόν διὰ τὸ πολλοὺϲ ἔχειν λιμέναϲ. ct. Hes. Λιμηρ.)[*](ad r. *255. cf. Lob.Εl. 1 354. Ex St. Β. hoc fortasse trahenda sunt: 5971 Ϲωφηνὴ παρ’ Ἀρριανῷ Ϲωφανηνὴ τετραϲυλλάβωϲ cf. Lob. Proli. 195 et 652, 1 αλύκαδνοϲ, ὃν Κάλυδνόν τινεϲ καλοῦϲιν.)[*](ad fr. [253a]. Quum in Mon. 37, 24 Herodianus οἰμα unum bisyllabum dicit, quod diphtongum οι proxime ante exitum μα habeat, Lob. El. I 348 suspicatur)
257

256. E.M. 423, 7: ἠϊόειϲ ὁ καλὰϲ ἠιόναϲ ἔχων οἱον ἐπὶ ἤόεντι Ϲκαμάνδρῳ»   (Ε 63) τουτέϲτι ἐπὶ τῷ αἰγιαλοὺϲ καὶ ὄχθαϲ ἔχοντι ποταμῷ· παρὰ τῆϲ ἠϊόνοϲ γενικῆϲ γίνεται ἠϊονόειϲ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν ἠιόειϲ· γίνεται γὰρ καὶ ἀπὸ τῆϲ εἰϲ οϲ γενικῆϲ ὡϲ ὕδατοϲ ὑδατόειϲ ὑδατόεϲϲα. ἢ παρὰ τὰ ἄνθη γίνεται (παρὰ γὰρ τοῖϲ ποταμοῖϲ ἄνθη εἰϲί· καὶ γὰρ ἰονοβόϲτρυχοϲ εἴρηται)· ὥϲπερ θύοϲ θυόειϲ «θυόεν νέφοϲ» (0 153), οὕτω καὶ παρὰ τὸ ἴον γίνεται ἰόειϲ καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ η ὡϲ ἠείδει γίνεται ἠϊόειϲ ὁ ἱα ἔχων Ϲκάμανδροϲ, ἁρμόζει γὰρ ἐπὶ ποταμοῦ. πρὸϲ διάφορα οὖν ϲημαινόμενα ἢ ϲυγκοπὴ ἢ πλεοναϲμόϲ.

257. E. M. 109, 9. Ἀνθεμίδηϲ: ὥϲπερ παρὰ τὸ Δευκαλίων Δευκαλίωνοϲ Δευκαλιωνίδηϲ Δευκαλίδηϲ, οὕτω καὶ παρὰ τὸ Ἀνθεμίων Ἀνθεμίωνοϲ Ἀνθεμιωνίδηϲ καὶ Ἀνθεμίδηϲ κατὰ ϲυγκοπήν· ἢ ἀπὸ τοῦ Ἄνθεμοϲ Ἀνθεμίδηϲ ὡϲ Δεύκαλοϲ Δευκαλίδηϲ καὶ Κρόνοϲ Κρονίδηϲ, Ὑλλοϲ 'Υλλίδηϲ.

256a. Mon. 14, 15: χαρίειϲ: οὐδὲν εἰϲ ειϲ λῆγον ὄνομα ὑπὲρ μίαν ϲυλλαβὴν ἀρϲενικὸν τῷ ι παραλήγεται. — τὸ τοίνυν χαρίειϲ ϲημειῶδεϲ τῷ ι χρηϲάμενον πρὸ τέλουϲ. ὁ μέντοι Ἀνακρέων καὶ χαριτόειϲ εἶπεν, ἀποδοὺϲ τὸ ἐντελὲϲ τῇ λέξει.

256b. Mon. 2, 5: ἐκεῖθεν: οὐδὲν εἰϲ θεν λῆγον ἐπίρρημα τοπικὸν τῇ εἰ διφθόγγῳ παραλήγεται, ἀλλὰ μόνον τὸ ἐκεῖθεν. σιτίον δὲ τὸ πάθοϲ· ὁ γοῦν Ἀλκαῖοϲ κεινόθεν ἐϲτὶν ὅπου ἀπεφήνατο αὐτό. αἴ γάρ κ’ ἄλλοθεν ἔλθῃ, τί δὲ φὴ κήνοθεν ἔμμεναι.

256c. Il. Pr. Ζ 239. ἐταc: ὁ Ἀϲκαλωνίτηϲ τὸ ἔτηϲ ψιλωτέον φηϲίν, εἰ καὶ ἐπὶ τῶν ἑταίρων τάϲϲεται, ἐπεὶ ϲυγκοπὴ ἐγένετο ὡϲ ἀπὸ τοῦ ἥλατο ἆλτο.

[*](ad fr, *256, Herodianea origo eleganti disserendi ratione demonstratur et dictione, nam hic πρὸϲ διάφορα οὖν ϲημαινόμενα dixit similiter atque supra fr. 113 πρὸϲ τὸ ϲημαινόμενον καὶ ἡ ἀποκοπή.)[*](ad fr. *257 Nota est Herodiani consuetudo qua optionem inter duas interpretationes eligendi concedit atque sic ut posteriori principatum tribuat, quod etiam hic fecisse videtur cf. Lob. El. I 392)[*](eum subiecisse rationem τὸ πάθοϲ i. e. ϲυγκοπή. Αtqne si hoc verum est, ut videtur esse, tum locus E. Orion. ex Herodiano petitus est. ad fr. [256b]. E. M. 321, 40: ἑκεθεν: οὐδέν τῶδν εἰϲ eεν τῇ ει διφθόγγῳ παραλήγεται πλὴν τοῦ κεῖθεν, ὅπερ ἀπὸ τοῦ ἐκεινόθεν γίνεται κατὰ ϲυγκοπὴν καὶ τὸ ἐκε ἀπὸ τοῦ ἐκεῖθι. τοῦτο δὲ ἀπὸ τοῦ ἐκεινόθι καὶ τὸ ἐκεϲε ἀπὸ τοῦ ἐκεινόϲε.)
258

258. E. M. 655, 15: ἅπαϲ: ἀμφίβολον, πότερον ἀφαίρεϲιϲ ἢ πρόϲοδοϲ. οὐδέποτε δαϲυνόμενον α ἀφαιρεῖται. πῶϲ οὖν τὸ ἅπαϲ γέγονε πᾶϲ ἐπλεόναϲε τὸ α. πῶϲ δαϲύνεται τὸ α τὸ γὰρ πλεονάζον α οὐδέποτε δαϲύνεται. ὥϲτε ἀμφίβολον. ὁρῶ δὲ καὶ τὸ θροῦϲ ὄνομα λαμβάνον τὸ α καὶ βαρυνόμενον καὶ δαϲυνόμενον ἕνεκεν ἀντεμφάϲεωϲ ἐν τῷ ἅθρουϲ. οὐκ ἄρα κεκώλυται κατὰ ταύτην τὴν ἀναλογίαν καὶ τὸ πᾶϲ ἅπαϲ ὤϲτε μᾶλλον εἶναι πρόϲοδον ἢ ἀφαίρεϲιν. ὁ δὲ Ἡρωδιανὸϲ βούλεται ἐκ τοῦ ἅμα πᾶϲ εἶναι ἐν ϲυγκοπῇ. περὶ παθῶν.

259. Ε. M. 243, 25: γυναιμανέϲ: ἐκ τοῦ μαίνω μανῶ καὶ τοῦ γυνή γυναικόϲ γίνεται γυναιμανέϲ κατὰ ϲυγκοπήν , οὐκ ἀπὸ τῆϲ γύναι κλητικῆϲ ἔχει τὴν ϲύνθεϲιν, ἀλλ’ ἀπὸ τῆϲ γυναικόϲ λέγεται γεγενῆϲθαι γυναικομανέϲ καὶκατὰ ϲυγκοπὴν γυναιμανέϲ· ἢ λέγεται ὅτι ὥϲπερ παρὰ τὸ τιμή γίνεται Τιμόθεοϲ, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ γυνή γίνεται γυνομανέϲ καὶ κατὰ μετάθεϲιν τοῦ ο εἰϲ τὴν αι δίφθογγον ὥϲπερ μεϲοπόλιοϲ με-