Περὶ παθῶν

Aelius Herodianus

Aelius Herodianus, Περὶ παθῶν, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868

231. E. Οr. 65, 20 coll. E. M. 370, 19: ζαφελῶϲ ἄγαν ϲφοδρῶϲ ἢ ἐπικότωϲ· παρὰ τὸ ζα καὶ τὸ ὀφέλλω τὸ αὔξω γίνεται ζαόφελοϲ καὶ ϲυγκοπῇ ζάφελοϲ. Ἡρωδιανόϲ.

232. Ep. Cr. 1 28, 16, E. M. 24, 23 (448, 1). ἀeέϲρατοϲ ἐκ τοῦ θεόϲ καὶ φατόϲ ἐκ τοῦ φημί τὸ λέγω θεόφατόϲ τιϲ ὤν καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν καὶ πλεοναϲμὸν τοῦ ϲ θέϲφατοϲ, ἀθέϲφατοϲ.

233. Ep. Cr. I 417, 17 coll. 340, 19: ὕϲτεροϲ· παρὰ τὴν ὑπό ὑπὁτεροϲ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν ὕϲτεροϲ· τὸ δὲ ο ϲυγκοπτόμενον τὸ ϲ ποιεῖ θεόφατον θέϲφατον, θεοείκελον θέϲκελον· καὶ εἰ οὕτε τὰ εἰϲ τeροϲ τῷ υ παραληγόμενα ἔχει πρὸ τοῦ τ τὸ ϲ οὕτε τὰ εἰϲ τατὸϲ οἷον ἐγγύτεροϲ ἐγγύτατοϲ, ὀξύτεροϲ ὀξύτατοϲ, πῶϲ οὖν τὸ ὕϲτεροϲ ὕϲτατοϲ μετὰ [*](ad fr. *228. De dictione ἀμφίβολον Herodiano consueta iam dixi. Sed praetulisse videtur Herodianus crasin, quam solam commemorat Choer. Diet. 92, 5 ἡ γενικὴ λάαοϲ τριϲυλλάβωϲ μετάγεται εἰϲ εὐθεῖαν καὶ γίνεται ὀ Λάαοϲ ὤϲπερ ὁ Καππάδοξ τοῦ Καππάδοκοϲ καὶ ὁ Καππάδοκοϲ καὶ λοιπὸν κατὰ κρᾶϲιν Δωρικὴν τοῦ ἀ καὶ 5 εἰϲ ᾶ μακρὸν γίνεται Λάαϲ ὥϲπερ Πτερέλαοϲ Πτερέλαϲ καὶ Μενέλαοϲ Μϲνέλαϲ ιὡϲ παρ’ Εὐριπίδῃ ἐν Ἀνδρομάχῃ (486) τοῦ ϲτρατηλάτα Μενέλα. ef. Lob. El. II p. 71 et quem citat, Abrensium de dial. Dor. 199.) [*](ad fr. 229. Ex An Ox. ΙΙ 371, 31 ζωννύω: διὰ δύο νν τὰ εἰϲ ω περιϲπώμενα, διὰ τοῦ νdiῶ ποιοῦντα παραγωγήν, διὰ δύο νν γράφονται οἶον χῶ χωννύω, ῥῶ ῥωννύω, ὀμῶ ὀμοννύω καὶ ὀμνύω ϲυγκοπῇ, ubi scribi debet ὀμῶ ὀμοννύω ὀμνύω, coniicio etiam nostro loco ὀμοννύω per duplox νν exhibendum esse.) [*](ad fr. 230. ἐριπόλοι Lob. El. I 304 pro αἰριπόλιοι.) [*](ad fr. 231. cf. Il. Pr. 1 516, lo. Alex. 39, 20.) [*](ad fr. *232. Βoe Herodianeum esse evincit fr. 93 (E.M.645 ὄχεϲφιν) ἀπὸ τοῦ θεόφατον γίνεται θέϲφατον.) [*](ad fr. *233. Quum Herod. in Mon. 21, 15 singularem comparegivi ὕϲτεροϲ speciem afectiore excuset, et in hoc fraρmento ea ratione, qua θέϲφατοϲ ex θεόφατοϲ Herodianus repetit, ὕϲτεροϲ explicatur, probabile fit hocipsum doctrina. eminens ab Herodiano profectum et eum locum esse, quem Herod. in Mon.significat ἴϲωϲ αἴτιον τὸ πάθοϲ, ὡϲ δείκνυται ἐν ἑτέροιϲ. Lehrsius praeter hunc locum, quem ex eius emendatione exhibui, alterum doctum adnotamentum citat ex eodem fonte haustum. Ep. p. 420, 3 (Gud.646): ὕϲτατοϲ ὄνομα γίνεται ἐκ τῆϲ)

252
τοῦ ϲ; τότε δέ ἐϲτι τὸ ϲ, ὁπότε τὸ ἐ, εὐϲεβέϲτεροϲ εὐϲεβέϲτατοϲ, ϲωφρονέϲτεροϲ ϲωφρονέϲτατοϲ· εἰ οὖν τὸ ϲ ἔχει, ἐχέτω τὸ ἑ, εἰ δὲ τὸ ῦ ἔχει, μὴ ἐχέτω τὸ ϲ ἀλλὰ λέγομεν, ὅτι τὸ πάθοϲ σιτίον, ὥϲτε οὐκ εἴχετο τοῦ χαρακτηριϲτικοῦ.

234. Ep. Cr. I 181, 16: ζείδωροϲ οἱ μὲν ἐκ τοῦ ζειά ζειόδωροϲ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν ζείδωροϲ· ἄμεινον δὲ οὕτωϲ· τὰ τρίτα πρόϲωπα τοῦ ῥήματοϲ ϲυντιθέμενα ἐκβάλλει τὸ ι, ἔχω ἔχειϲ ἔχει ἐχέθυμοϲ, φέρω φέρειϲ φέρει Φέρεκλοϲ, μένει λένεκλοϲ καὶ λενέλαοϲ· ζέω ζέει ζεέδωροϲ καὶ ζείδωροϲ.

235. Ep. Cr. I 263: ληϊβοτείρηϲ: ὡϲ παρὰ τὸ Ἄκτιον Ἀκτιονίκηϲ, Πόθιον Πυθιονίκηϲ καὶ ϲτάδιον ϲταδιοδρόμοϲ καὶ μένει τὸ ο οὕτω λήιον ληιοβότειρα ἔδει εἶναι· ϲυνεκόπη δὲ διὰ τὸ μέτρον· ἐπάλληλοι γὰρ εὑρίϲκοντο τρεῖϲ βραχεῖαι καὶ κακοφωνία ἐγένετο.

236. E. M. 151, 39: ἄρχμενοϲ: ἀρχόμενοϲ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν ἄρχμενοϲ· ὤφειλε δὲ ἄργμενοϲ· φυλάξαν δὲ τὸ χ δοκεῖ Ἰωνικὸν εἰναι, καθὸ καὶ τὸ ἔργμα ἔρχμα φαϲίν· ἐνεϲτῶτοϲ οὖν εἰϲιν αἱ τοιαῦται μετοχαὶ. ϲυγκοπὴν παθοῦϲαι ὡϲ τὸ λεγόμενοϲ λέγμενοϲ, ὀρόμενοϲ ὄρμενοϲ, δεχόμενοϲ δέγμενοϲ· τινὲϲ δὲ λέγουϲι παρακείμενον εἰναι.

237. E. M. 631, 43: «ὄρμενον ἐξαίφνηϲ» Ἰλιάδοϲ Φ (14) ἀπὸ τοῦ ὄρω τὸ διεγείρω ὄρϲω ὤρκα ὦρμαι ὠρμένοϲ καὶ κατὰ ϲυϲτολὴν καὶ ἀνάδοϲιν τοῦ τόνου ὄρμενοϲ ἢ ἀπὸ τοῦ ὀρόμενοϲ ὄρμενοϲ κατὰ ϲυγκοπήν.

238. 30 E. M. 470, 29. κμενον: ἵκω ἱκόμενον καὶ ϲυγκοπῇ ἴκμενον· ϲημαίνει δὲ τὸν πορευτικὸν ἢ ὑγρὸν παρὰ τὴν ἰκμάδα.

239. E. M. 663, 54: Περίηρϲ: ἐκ τοῦ περιήρηϲ ἄρον τὸ η Περίηρϲ· ταύτῃ ἐάν ϲοι προτεθῇ παρ’ Ἀλκμᾶνι, ὅτι κλῖνον αὐτό, μὴ κλίνῃϲ οὐ γὰρ ἀκολουθεῖ ἡ κατάληξιϲ, εἰ γένοιτο περιήρουϲ, πρὸϲ τὴν Περίηρϲ εὐθεῖαν. περὶ παθῶν.

[*](ὑπό προθέϲεωϲ. πλεοναϲμόϲ ἐϲτιν ἢ ἴδιοϲ τύποϲ, ῖδιοϲ τύποϲ. κανὼν γάρ ἔϲτιν ὁ λέγων ὅτι τὸ δ ϲυγκοπτόμενον πέφυκε ἐφελκυϲτικὸν γενέϲθαι τοῦ ϲ, ϲ ἐϲτι θεόφατοϲ καὶ ἐν ϲυγκοπῇ τοῦ ὃ πλεοναϲμῷ τοῦ ϲ γίνεται θέϲφατοϲ. cf. etiam E. Orion 155, 13.)[*](ad fr *234 Consuetudo Herodiani alteram sententiam alteri per ἄμεινον obiiciendi orginem prodit et compositio vocis ζείδωροϲ ex ζεέδωροϲ congruit cum doctrina Herolianea ap. Theogn. 81: τὰ παρὰ βαρύτονον ἐνεϲτῶτα ϲυγκείμενα, εἰ μὲν ὁ ἐνεϲτὼϲ εἴη διϲύλλαβοϲ, τοῦ τρίτου προϲώπου ἀποβάλλει τὸ i καὶ οθτωϲ ποιεῖ τὴν ϲύνθεϲιν οον φέρω φέρειϲ φέρει φερέοικοϲ κτλ.)[*](ad fr. *285. Ex praecedentibus fragmentis fons claret.)[*](ad fr. *236 — *238. Herodianea esse ostendit comparatio Io. Al. 22, 19.)[*](ad fr. 239. Cum hoc comparari potest Eustath. 1542, 30, E. Or. 101,19 μακάριοϲ, ἐξ οὗ κατὰ ϲυγκοπὴν ὀ μάκαρϲ, quod componit St. B. 551, 3 cum Ϲά-)
253

240. E. M. 601 ,20: νέν ωται κατὰ κρᾶϲιν ἀπὸ τοῦ νενόηται ἢ ἀπὸ τοῦ νόω· —τὸ δὲ νένοται ἢ κατὰ ϲυγκοπὴν τοῦ η ἀπὸ τοῦ νενόηται, ὅθεν καὶ νενοέαται Ἰωνικῶϲ γίνεται, ἢ ἀπὸ τοῦ νένωται κατὰ ϲυϲτολὴν ἢ καὶ νένοται ὡϲ πέποται. ἔϲτι γὰρ νῶ ῥῆμα τρίτηϲ ϲυζυγίαϲ ὡϲ παρὰ Ϲοφοκλεῖ οἷον «Ἑλένηϲ γάμῳ νένωται (fr. 184 Nauck) καὶ παρὰ Ἀνακρέοντι ἡ μετοχὴ «ὁ δ’ ὑψηλὰ νενωμένοϲ» (fr. 10 Bergke) καὶ ὁ Ἄθλιοϲ ἐν τοῖϲ Ϲαμίων ὤροιϲ Ἀλλὰ λέξαϲθαι νένωται». καὶ πάλιν ὡϲ χρυϲόονται χρυϲοῦνται οὕτω καὶ νόονται νοῦνται. Δημόκριτοϲ θείῃ νοῦνται». καὶ νένοται ὡϲ πέποται. περὶ παθῶν.

239a. St. B. 200, 5. Γέα πληϲίον Πετρῶν ἐν Ἀραβίᾳ. τὸ ἐθνικὸν Γcιοϲ ἐν Πέτραιϲ δ’ ἐπιχωριάζειν κύριον ὄνομα τὸ Γέϲιοϲ. κατὰ ἀναλογίαν δ’ ἔδει Γεάτηϲ ὡϲ Τεγεάτηϲ. ἔοικε δὲ Γεήϲιοϲ προυπάρχειν ὡϲ τὸ Ἰθακήϲιοϲ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν Γέϲιοϲ.

239b. E. Or. 57, 29: ἐχθρόϲ. παρὰ τὸ ἔχθοϲ ἐχθηρόϲ καὶ ϲυγκοπῇ ἐχθρόϲ ἢ ὡϲ κῦδοϲ κυδρόϲ. Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῇ ’ρθογραφίᾳ.

240a. Choer. Dic. 775. τὸ τρέφοιν ὡϲ παρ’ Εὐριπίδῃ «ἄφρων ἆν εἴην εἰ τρέφοιν τὰ τῶν πέλαϲ» (fr. 152 Dind.) τρεφοίην ὡϲ περιπατοίην καὶ ἀπὸ τοῦ τρεφοίην κατὰ ϲυγκοπὴν τοῦ η γέγονε τρέφοιν.

240b. Il. Pr. Γ 102: διακρινθεῖτε: οὕτωϲ προπεριϲπᾶται διακρινθεῖτε. ἔϲτι γὰρ εὐκτικόν, κατὰ πάθοϲ γεγονὸϲ ἐκ τοῦ διακρινθείητε ὁμοίωϲ τῷ «καὶ εἴ ποθεν ἄλλ’ ἐπιθεῖτε» (Οd. χ 62) ὧν πάλιν πρῶτα διακρινθείη-

[*](λαρϲ νῆϲοϲ Αeβόηϲ cf. θergk fr. Aleman. 148, Lob. Parali. 94, Proli. 282 E. 1 329.)[*](ad fr. 240. In constituendo fragmento secutus sum Lobeckium in El. II 114 (cf. Technol. 20, EI.I 330). Caeterum vel sic incuria librarii adnotamentum valde detruncatum est. In initio addi debuit post νενόηται. ἢ ἀπὸ τοῦ νόω et post κατὰ ϲυϲτολήν· ἢ νένοται ὡϲ πέποτοι, quae verba, ut sententia probδa existeret , adieci, in fne etiam repetens καὶ νένοται ὦϲ πέποτοι.)[*](ad fr. [239Α]. Dubitavi hunc articulum in ordinem recipere, quamquam explicandi ratio Herodianum sapit. propter Lobeckii El. I 328 dubitationem.)[*](ad fr. |239b]. Inserui ἢ ante ὡϲ κῦδοϲ, quia haec Herodiani, qui fortasse addiderat, ὅπερ καὶ ἄμεινον, sententia videtur esse. Ad eundem referendum est etiam E. M. 39, 53: αἰϲχοϲ αἰϲχρόϲ ὡϲ κῦδοϲ κυδρόϲ, ψύχοϲ ψυχρόϲ. καὶ ἀπὸ τοῦ θηλυκοῦ ϲάθη ϲαθρόϲ (?) καὶ λύπη λυπρόϲ. οὐ γὰρ ἀπὸ τοῦ αἰϲχηρόϲ ϲυγκέκοπται. Hinc valde dubium fit, num ab Herodiano profectum sit E. Or. 58, 1 ἐλαφρόϲ. παρὰ τὸ κουφότατον ζῷον τὴν ἔλαφον· ἐλαφηρόϲ καὶ ϲυγκοπῇ ἐλαφρόϲ.)[*](ad fr. [240a]. Hoc in Rhematico locum habuit cf. Lob. El. 1 331 et I 140.)[*](ad fr. [240b]. Utrum synaeresin an syncopen Herodianus intellexerit , ex. hoc loco non claret, sed quum Ϲhoer. Diet. 777, 22 ἐκ τοῦ δοίημεν γέγονε κατὰ ϲυγκοπὴν τοῦ ῆ δοῖμεν doceat, sic etiam Herodianum sensisse opinor.)
254

241. St. B. 295, 17: Zεφύριον: τὸ ἐθνοκὸν ζεφυριώτηϲ. — ἔϲτι καὶ ἄκρα τῆϲ Αἰγύπτου, ἀφ’ ἧϲ Ἀφροδίτη καὶ Ἀρϲινόη ζεφυρῖτϲ ὡϲ Καλλίμαχοϲ. τὸ οὖν ζεφυρίτηϲ ἀπὸ τοῦ ζεφυριώτηϲ ϲυγκοπῇ τοῦ ω ὡϲ τὸ Θρονίτηϲ ἀπὸ τοῦ Θρονιώτηϲ.

242. St. B. 458, 7: Μοψοπία: ὁ πολίτηϲ Μοψόπειοϲ διὰ διφθόγγου καὶ διὰ τοῦ ι· καὶ Μοψοπιεύϲ. Ἡρακλείδηϲ δὲ ὁ Ποντικὸϲ ἐν α′ Λέϲχῃ Μο ψοπίτηϲ φηϲί, καὶ ἔδει Μοψοπιώτηϲ· ἴϲωϲ δὲ καθ’ ῦφεϲιν τοῦ ω.

243. St. Β. 323, 1: Ἰἄων: ἐκ τοῦ Ἰάων τὸ Ἰάν.

244. E. M. 628, 10: ὄπιϲθεν διχῶϲ «ϲτῆ δ’· ὄπιθεν (Α 197) ἀπὸ τοῦ ὀπίϲω ὀπίϲωθεν καὶ ϲυγκοπῇ τῆϲ ϲω ϲυλλαβῆϲ εἰ δὲ ὄπιϲθεν, ϲυγκοπῇ τοῦ ῶ καὶ μετόπιϲθεν Ἰλιάδοϲ Α (82).

245. Ep. Cr.I 413: ὁ Ἀντίμαχοϲ ἀπὸ τοῦ ὁ τέρενοϲ εἶπε κατὰ ϲυγκο πὴν τερέντερον ἀπὸ τοῦ τερενώτεροϲ.

246. E. M. 13, 28: ἀγρόμενοι: ἀγειρόμενοι: ἀγείρω καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν ἄγρω ὥϲπερ παρὰ τὸ ἐγείρω ἔγρω.