Περὶ παθῶν

Aelius Herodianus

Aelius Herodianus, Περὶ παθῶν, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868

218. E. M. 111, 50 coll. Eavorin. 112, 20: ἄντα ϲημαίνει τὸ ἐξ ἐναντίαϲ· καὶ ὥϲπερ ἀπὸ τοῦ ὠκέα ὦκα, κρατέα κράτα καὶ ὑπερθέϲει κάρτα καὶ ϲαφέα ϲάφα, οώτωϲ οὖν καὶ ἀντία οἷον κἀντ’ Ἀλεξάνδρο θεὰ κατέθηκε φέρουϲα» (Γ 425) κατὰ ϲυγκοπὴν ἄντα. ἢ παρὰ τὸ ἀντῶ ἄντα ὡϲ ϲιγῶ ϲῖγα καὶ ἠρεμῶ ἠρέμα· Ἡρωδιανόϲ.

219. Ε. M. 148, 8: ἁρπεδόεϲϲα: ἡ ἄγαν πεδινὴ κατὰ ϲυγκοπὴν παρὰ τὸ ἀρί ϲυγκειμένη. πέπονθε δέ, ῖνα ϲημαίνηται ἡ ἄγαν ὁμαλὸϲ ὁδόϲ

217a. Theogn. 36, 27: τὸ Ἀλκμάν, εἰ παρὰ τὴν ἀκμήν ἐγένετο, πεπλεόνακε τὸ λ, εἰ δὲ παρὰ τὴν ἀλκήν, πεπλεόνακε τὸ μ, εἰ δὲ παρὰ τὸ ἄλκιμοϲ, ἐν ϲυγκοπῇ γέγονε. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῇ καθόλου.

217b. II. Pr. Α 464: τὸ μηρίον ἐντελέϲτερον τοῦ μηροῦ· ἐκ γὰρ ϲυγκοπῆϲ αὐτοῦ γέγονε.

217c. II. Pr. 0 320: κατένωπα. Ἀρίϲταρχοϲ ὡϲ δῶμα ἀπ’ εὐθείαϲ τῆϲ ὤψ, ἥτιϲ αἰτιατικὴν ἔχει τὴν ὦπα. ὁ δὲ Ἀλεξίων καὶ οἱ πλείουϲ ὡϲ κατέναντα, οἷϲ καὶ βέλτιον πείθεϲθαι, ινα ᾖ ἀπὸ τοῦ κατενώπια κατὰ ϲυγκοπὴν κατένωπα ὡϲ μηρία μῆρα, ϲιτία ϲῖτα.

219a. Arcad. 88, 14: τὸ ἐπεϲβόλοϲ παροξύνεται ἀπὸ τοῦἔπεϲιβάλλειν.

[*](ad fr. 216. Lobeek. Εl. 1 277 accentum nibil impedire contendit, quominus Πόλυβοϲ potius ex Πολύβοοϲ ut χείμαρροϲ ex χειμάρροοϲ quam ex Πολόβιοϲ ortum esse sumetur.)[*](ad fr. 218. Lobeckius EI. I 267 pro ἀντία ἀντέα scribi et sequentia vocabula. οἶον ἀντί ’ Ἀλεξανδρείαϲ in E. M.ut ad aliud caput spectantia omitti vult, sed ex Favorin., ubi plenus Hiomeri versus profertur, apparet Herodianum ἄντα ex ἀντία nasci opinatum esse.)[*](ad fr. 219. ef. Lob. El. 1 291 et Schmidt fragm. Didymi p. 344.)
248

ὁδοῦ γάρ ἐϲτιν ἐπίθετον. πέπονθε δὲ ὁμοίωϲ τῷ ἐρθύριϲ Αἰολικῶϲ, ἐρίθυριϲ γὰρ ἡ μεγάλη θυρίϲ. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ καὶ Δίδυμοϲ.

220. E. Gud. 285, 16, Ep. Cr. 208 et 216. ἴφθιμοϲ. τινὲϲ μὲν λέγουϲιν, ὅτι ϲύνθετόν ἐϲτι παρὰ τὸ ἶρι καὶ τὸ θυμόϲ ἰφίθυμοϲ καὶ. κατὰ ϲυγκοπὴν καὶ τροπὴν τοῦ ῦ εἰϲ ι ὡϲ Ἀφροδύτη Ἀφροδίτη ἴφθιμοϲ· ἀλλ’ εἰ ἦν ϲύνθετον, ὤφειλεν εἶναι κοινὸν τῷ γένει. τὰ γὰρ ϲύνθετα ἐπιθετικά ἐϲτι κοινὰ τῷ γένει, χωρὶϲ εἰ μὴ μηδὲν πλέον ϲημαίνει τοῦ ἁπλοῦ οἷον ὁ πάνϲοφοϲ καὶ ἡ πάνϲοφοϲ, ὁ φιλόϲοφοϲ καὶ ἡ φιλόϲοφοϲ, ὁ ἄοικοϲ καὶ ἡ ἄοικοϲ· πρόϲκειται εἰ μὴ μηδὲν πλέον ϲημαίνει τοῦ ἁπλοῦ » διὰ τὸ ἐναντίοϲ ἐναντία, ἐναλίγκιοϲ ἐναλιγκία, ἐναντίβιοϲ ἐναντιβία. τὸ μέντοι ἴφθιμοϲ ἔχει θηλυκὸν κἰφθίμη ἄλοχοϲ Διομήδεοϲ » (Ε 415)· οὐκ ἄρα ἐϲτὶ ϲύνθετον. ὁ δὲ έλευκοϲ λέγει περὶ τοῦ ἴφθιμοϲ πλεοναϲμὸν εἰναι τοῦ θ ὥϲπερ παρὰ τὸ φέγγοϲ φέγγεϲθαι καὶ φθέγγεϲθαι παρὰ τὸ εἰϲ φῶϲ προάγειν τὸν λόγον· ὥϲπερ γὰρ παρὰ τὸ πρωΐ γίνεται πρώϊμοϲ καὶ ὀψέ ὄψιμοϲ, οὕτωϲ καὶ παρὰ τὸ ἶφι ἴφιμοϲ καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ θ ἴφθιμοϲ· καὶ ἡμεῖϲ ϲυγκατατιθέμεθα τῷ Ϲελεύκῳ· ἡ γὰρ διὰ τοῦ ιμοϲ αὕτη παραγωγὴ ποικίλην ἔχει τὴν γένεϲιν, καὶ γὰρ ἀπὸ ἀρϲενικοῦ νόμοϲ νόμιμοϲ, ἀπὸ θηλυκοῦ ἀλκή ἄλκιμοϲ, ἀπὸ οὐδετέρων κῦδοϲ κύδιμοϲ, ἀπὸ ἐπιρρημάτων ὀψέ ὄψιμοϲ, πρωὶ πρώϊμοϲ καὶ ἀπὸ τοῦ βρί ὄβριμοϲ φκαὶ ἀπὸ ἐνεϲτώτων προϲδόκιμοϲ, καὶ ἀπὸ μελλόντων φοιτήϲιμοϲ· ἀπὸ προθέϲεωϲ οὐδέποτε· ϲημειῶδεϲ τὸ «καὶ Πέριμον Μεγάδην» (Π 695) εἰ μὴ ἄρα καὶ τοῦτο ἀπὸ ἐνεϲτῶτοϲ ὡϲ παρὰ τὸ ὠφελῶ ὠφέλιμοϲ, περῶ πέριμοϲ καὶ οὕτωϲ ἂν φυλαξαίμεθα τὴν ἀπὸ τῆϲ προθέϲεωϲ παραγωγήν. τὰ δὲ διὰ τοῦ ιμοϲ παραγωγὰ. ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ ϲυνεϲταλμένον ἔχει τὸ ῑ, τὸ δὲ φθιμοϲ ἐκτείνει τὸ πρὸ τέλουϲ ι.

221. Choer. Dict. 410, 19, E. M. 460, 1: «Θῶνοϲ παράκοιτιϲ (0d. [*](ad fr. 220. Iure Lehrsius, quum Herodianus in Dicht. 293, 20 ἶφθιμοϲ a composito ἄτιμοϲ segreget, sententiam in E. (ud. et Ep. 216 ὁ μὲν Ἡρωδιανὸϲ ϲύνθετον αὐτὸ λέγει παρὰ τὸ ἶφι καὶ θυμόϲ ίφίθυμοϲ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν ῖφθιμοϲ · οἱ δὲ λοιποὶ διιϲχυρίζονται λέγειν ἁπλοῦν αὐτὸ εἰναι Horodiano attributam ei abiudicat. Atque omnibus locis inter se comparatis (addas An. Paris. III 271, et Schol. ad Opp. Halient. I 147) crediderim epitomatores hic turbas miscuisse et Herodianum potius omnes diversorum originationes proposuisse et quid pro quaque, quid contra dici possit, explicasse et tota re absoluta alicui sententiarum expositarum calculum adiecisse neque tamen ei, quam exscriptores ei as signant, sed quam Seleucus in Ep. 208 pronunciavit. nare in liunc modum adnotamentum constitui. τινὲϲ μὲν λέγουϲιν οὐκ ἄρα ἐϲτὶν ϲύνθετον ex E, Gud. 285, 31—42, tum ὁ δὲ Ϲέλευκοϲ —τὴν ἀπὸ προθέϲεωϲ παραγωγὴν ex Ep. insertis verbis καὶ ἡμεῖϲ ϲυγκατατιθέμεθα τῷ Ϲελεύκῳ· et pro ἡ δέ διὰ τοῦ ιμοϲ in ἡ γὰρ mutatis, κῦδοϲ κύδιμοϲ supplevit Lob. Proll. 161 not. 2 et regulam de quantitate addidi ex Dichr. l. c. ln An. Par. III 303 octusis vocalis ι sic explicatur: παρὰ τὸ ῖφι παρήχθη ῖφιμοϲ ὡϲ πρωΐ πρώιμοϲ, τοῦ μέϲου ι βραχέοϲ ὄντοϲ καὶ κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ θ ἴφθιμοϲ· μετὰ γὰρ τὸν πλεοναϲμὸν (μετα)τίθεντοι οἱ χρόνοι, τοῦ μὲν πρώτου ϲυϲταλέντοϲ φύϲει (μακροῦ), τοῦ δὲ ἐξῆϲ ἐκταθέντοϲ. ad fr. *221. Locus E.M. ex Choerobosco petitus ettechnicus citatus est Theo.)

249
δ 228)· ἀπὸ τῆϲ Θῶνιϲ εὐθείαϲ ἐγένετο Θώνιδοϲ καὶ Θώνιοϲ Ἰωνικῶϲ ὥϲπερ Πάριδοϲ Πάριοϲκαὶκατὰ ϲυγκοπὴν Θῶνοϲ, ἢ ἀπὸ τῆϲ Θόων Θόωνοϲ καὶ κατὰ κρᾶϲιν τοῦ ο καὶ ω εἰϲ τὸ ω Θῶνοϲ· κρεῖττον λέγειν ἀπὸ τῆϲ Θώνιοϲ γενικῆϲ κατὰ ϲυγκοπήν. οὐδαμοῦ γὰρ ἡ Θόων εὐθεῖα εὕρηται ϲημαίνουϲα τὸν Αἰγύπτιον ἄνδρα, ὅντινα ϲημαίνει ἡ Θῶνοϲ γενική,  ἀλλ’ ἕτερον ἄνδρα ὡϲ παρ’ μήρῳ «θόωνά τε » ( 152). εἰ δέ τιϲ εἴποι, διὰ τί οὐκ ὀξύνεται ἡ Θωνόϲ γενικὴ ϲυγκοπεῖϲα ἐϲ τῆϲ Θώνιοϲ ὡϲ ἡ πατρόϲ, μητρόϲ, λέγομεν τὴν αἰτίαν ταύτην· αἱ ϲυγκοπτόμεναι γενικαὶ ὀξυνόμεναι μιμοῦνται εὐθείαϲ οἶον ἡ ἀνδρόϲ γενικὴ μιμεῖται τὴν χονδρόϲ εὐθεῖαν. καὶ πάλιν ἡ μητρόϲ καὶ πατρόϲ καὶ θυγατρόϲ γενικαὶ μιμοῦνται τὴν ἰατρόϲ εὐθεῖαν. ἐπειδὴ οὖν ἡ Θῶνοϲ γενικὴ εἰ ὠξύνετο, οὐκ ἤμελλε μιμεῖϲθαι εὐθεῖαν (οὐκ ἔχομεν γὰρ εὐθεῖαν εἰϲ νοϲ καθαρὸν διϲύλλαβον τῷ ῶ παραληγομένην καὶ ὀξυνομένην, βαρυνομένην δὲ ἔχομεν ὡϲ ἐπὶ τοῦ κῶνοϲ, ὦνοϲ) τούτου χάριν οὐκ ὠξύνθη ἀλλ’ ἐβαρύνθη. πρόϲκειται «διϲύλλαβον » ἐπειδὴ ὑπὲρ δύο ϲυλλαβὰϲ ἔχομεν εὐθεῖαν ὀξυνομένην οἱον κοινωνόϲ, οἰωνόϲ, Τιθωνόϲ.

222. St. B. 628, 3. Τόμαροϲ ὄροϲ Δωδώνηϲ, ὅ τινεϲ Τομοῦρον καὶ τοὺϲ κατοικοῦνταϲ Τομούρουϲ· οἱ δὲ Τμάροϲ, οὐ τὸ ἐθνικὸν Τμάριοϲ.

222a. E. Gud. 330, 59, E.M. 523, 7. τὸ κνόζα, ὡϲ λέγει Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῇ καθόλου, εἰ μὲν ἐπὶ τοῦ φυτοῦ, ϲυγκοπή ἐϲτιν οἷον χαμαιζήλοιο «κονύζηϲ» (Nicand. Ther. 70), εἰ δὲ ἐπὶ τοῦ παρεφθαρμένου καὶ ἐρρυπωμένου, οὐ ϲυγκοπή ἐϲτιν, ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ κνύω, ἀφ’ οὖ κνύοϲ ἡ φθορά.

222b. Arcad. 142, 26. γνυπῶ τὸ γονυπετῶ.

222c. Il. Pr. Ξ 351. τὸ λάγνοϲ ἔννοιαν ἔχει ϲυνθέϲεωϲ. Eust. 1412,

[*](dosius, quem Chooroboscus exph1cavit. Theodosius autem hausit ex Herodiano, ut patet comparato Arcadio 128, 20: τὸ δὲ Θῶνοϲ ἀπὸ τοῦ Θώνιδοϲ καὶ Θώνιοϲ Ἰωνικῶϲ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν θῶνοϲ ἢ ἀπὸ τοῦ θόων εὐθείαϲ θόωνοϲ καὶ κράϲει. Θῶνοϲ. VerbA E. M. κρεῖττον λέγειν —ϲυγκοπὴν continent Herodiani sententiam et quum sic ipse Herodianus, ubi alteram explicationem alteri praefert, dicere soleat, suspicio exsistt epitomatorem, quum λέγει ὁ τεχνικόϲ diceret. Herodianum, quem fortasse ante oculos habuit, intellexisse. Apud Io. Alex. 10, 6 ἡ θῶνοϲ παράκοιτιϲ ϲεϲημείωται εἰ γὰρ ἐκ τῆϲ εΘώνιοϲ ἐν ψαμάθοιϲ» (Nicand. Ther. 312) ϲυνεκόπη κἆν ξύνετο, ὡϲ ἡ πατρόϲ, μητρόϲ. ἀλλ’ οὐδὲ ϲυνήρηται ἐκ τῆϲ θόωνοϲ, ιύϲ τινεϲ, ἀμαρτύρου scrupulum tantum, qui utrique explicationi inhaereat, ostendit nequo disertis verbis decidit , utri adstipuletur. Sod in libro περὶ παθῶν idem pronunciasse putandus est atquo Choeroboscus, qui quid ἀμαρτύρου Herod. ap. Ιo. Al. significet, accuratius exponit et quomodo accentus abnormi expediendus sit, declarat Ιuod auιιten Lobeckius El. 292 not. 23 Chocroboscum insulsitatis insimulat dicentem Θῶνοϲ gravari exemplo nominativorum κῶνοϲ ὦνοϲ, non Choeroboscus haro rationem invenit, sed Herodianuu ipse cf. supra fr. 209 cum adnotatione et Lehrs ad Herod. p. 107.)
250

223. E. M. 281, 18: δνοπαλίζω: ερητxι παρὰ τὸ δονεῖν καὶ τὰϲ παλάμαϲ δονοπαλίξαι καὶ ἐν ϲυγκοπῇ ἢ παρὰ τὸ δονῶ καὶ πάλλω δνοπαλίζω ἀπὸ τῶν δύο ὁμοιοϲήμων ὡϲ Ἐριχθόνιοϲ κᾶὶ Ἐρεχθεύϲ καὶ «ϲτροψοσίνηθεν» (Ιl. 792).

224. E. M. 759, 19: τίπτε ἀπὸ τοῦ τίποτε κατὰ ϲυγκοπήν· τὸ δὲ πότε ἐπιζητητικὸν χρόνου ἐϲτί· τὸ δὲ «τίπτε δεδάκρυϲαι» (Π 7) οὐκ ἐπιζητεῖ τὸν χρόνον τοῦ δακρύειν, ἀλλὰ κατὰ παρολκὴν λαμβάνετα. πορέλκον οὖν ἐϲτιν.

225. E. M. 622, 45: ἐκ τοῦ ὀλοόϲ γίνεται ἡ κλητικὴ ὀλοέ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν ὀλέ· ἐὰν δὲ ὀλόϲ ῇ ἡ εὐθεῖα, γένοιτ’ ἄν ἡ κλητικὴ ὀλέ· καὶ οὐκ ἔϲτι ϲυγκοπὴ οἷον «ἔχει μ’ ἄχοϲ, ὤ ὀλὲ δαῖμον » (Aleman fr. 47 Βergk.) ὡϲ τὸ μαινόμενε φρέναϲ ἠλέ» (0 128) οἱονεὶ ἀπὸ τοῦ ἠλόϲ, ὅθεν τινὲϲ γράφουϲι «Τρῳὰϲ δὲ ϲτίχαϲ ἠλὸϲ Ἄρηϲ ὤτρυνεν» (Ε 461). τοῦτο περὶ παθῶν Ἡρωδιανόϲ.

226. E. M. 283, 34. δορυξόοϲ ἐκ τοῦ δόρυ καὶ τοῦ ξέω· οὐδεὶϲ δὲ λέγει ληνῶν δόρυξοϲ, ἀλλὰ δορυξόοϲ καὶ κατὰ ϲυγκοπὴν δορυξόϲ. ἔϲτι δὲ τόποϲ ὅπου ξύονται τὰ δόρατα.

227. E. M. 425, 3: ἡ λοξόϲ ἀπὸ τοῦ ἡ λαξόοϲ ἡ λοξόϲ ὡϲ βοηθόοϲ βοηθόϲ.

29: ἐιϲ τοῦ γόνοϲ ἤτοι γονή οὐ μόνον ὁ λάγνοϲ ἀλλὰ καὶ ὁ κατὰ τοὺϲ παλαιοὺϲ λάγνηϲ ὡϲ οἱονεὶ λαγόνηϲ ἤγουν πολύγονοϲ. καὶ μέν τινεϲ παρὰ τὸ λα ἐπιτατικὸν καὶ τὸ γυνή τὰ τοιαῦτα παρήγαγον.

[*](ad fr. *223. Hoc Herodianenm esse coniicio ex simih Herodiani explicatione vocis ὀροθύνω fr. 23.)[*](ad fr. *224. Βerodianea origo et re ipsa proditur et ratione dicendi, qua grammaticus in fine adnotamenti summam expositionis brevibus iterare solet e. g. 82 οὐκ ἄρα πλεοναϲμόϲ, ἀλλὰ παραγωγὴ fr. 76 πλάνη ἄρα κλίϲεωϲ.)[*](ad fr. 225. Verba ὡϲ τὸ «μαινόμενε κτλ.» ex Epim. Cr.I 442,12 ubi eadem fonte non nominato traduntur, adieci.)[*](ad fr, *226. Huiuscemodi vocabula etiam a Theogn. 62, 10 proferuntur λαοξόϲ, pro quo λοξόϲ, et φίλοξοϲ, pro quo φυλλοξόϲ scribendum videtur, praeterea verba οὐδεὶϲ δὲ λέγει Ἑλλήνων admonent Herodiani, qui e. g. fr. 120 dicit: ἀλλὰ τί εἰρήκαϲιν Ἕλληνεϲ;)[*](ad fr. *227. Cum nominativis δορυξόϲ λοξόϲ, qui eliso o accentum in ultimam proliciunt, fortasse componendus est genetivus Κλεόϲ pro Κλεόοϲ a Κλεὼ in E. M. 517, 25 Κλεόϲ Πίνδαροϲ οὐκ οἶδα ὅπου φηϲὶ Μλεόϲ. Κλεόοϲ καὶ ϲυγκοπῇ Κλεόϲ. ὀξῦναί ϲε δεῖ, ut locum emendavit Loboek. El. I p. 303. Diserta accentus notatio in re pathologica admonet Herodiani.)
251

228. E.M. 579, 19. Μενέλαϲ «Μενέλαϲ τε καὶ Ἀγαμέμνων» ἀπὸ τοῦ Μενέλαοϲ. ἀμφίβολον εἴτε ϲυγκοπῇ Μενέλαϲ καὶ Δορύλαϲ εἴτε κράϲει τοῦ ο καὶ α εἰϲ α μακρὸν ὡϲ ἐλέξαο ἐλέξα, ἐπρίαο ἐπρία, ἐπαιδεύϲαο ἐπαιδεύϲα.

229. E. M. 624, 11. ὀμνύω: ὀμῶ ὀμονύω καὶ ϲυγκοπῇ ὀμνύω περὶ παθῶν.

230. E. M. 38, 45: ἐριπόλοι: δμψαί. Ϲιμωνίδηϲ ἐκ τοῦ ἐριοπόλοι ϲυγκοπῇ τοῦ ο. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ περὶ παθῶν.