Eumenides
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
κρίνασα δ᾽ ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα ἥξω,[*] (ἥξω] ἄξω Auratus) διαιρεῖν τοῦτο πρᾶγμ᾽ ἐτητύμως, ὅρκον[*] (ὅρκον recc.: ὅρκων mutatum in ὅρκον M) πορόντας[*] (πορόντας ex scholio Hermann: περῶντας codd.) μηδὲν ἔκδικον φράσειν.[*] (φράσειν Markland: φρεσίν M) [*] (hunc v. om. Fa, post 485 habent Fl V) Χορός νῦν καταστροφαὶ νέων θεσμίων, εἰ κρατή- σει δίκα <τε[*] (τε add. Heath) > καὶ βλάβα τοῦδε ματροκτόνου. πάντας ἤδη τόδ᾽ ἔργον εὐχερεί- ᾳ[*] (εὐχερείᾳ Turnebus: εὐχερίαι M) συναρμόσει βροτούς. πολλὰ δ᾽ ἔτυμα παιδότρωτα πάθεα προσμένει τοκεῦ- σιν μεταῦθις ἐν χρόνῳ. Χορός οὐδὲ[*] (οὐδὲ Elmsley: οὔτε codd.) γὰρ[*] (γὰρ] fort. πὰρ) βροτοσκόπων μαινάδων τῶνδ᾽ ἐφέρ- ψει κότος τιν᾽[*] (τιν᾽ Weil: τίς M) ἐργμάτων: πάντ᾽ ἐφήσω μόρον. πεύσεται δ᾽ ἄλλος ἄλλοθεν, προφω- νῶν τὰ τῶν πέλας κακά, λῆξιν ὑπόδοσίν τε μόχθων, ἄκεά τ᾽[*] (ἄκεά τ᾽ Schütz: ἄκετ᾽ M) οὐ βέβαια τλά-