Eumenides
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- μων [δέ τις[*](δέ seclusit Schwenk, τις Pauw)] μάταν παρηγορεῖ.
- μηδέ τις κικλησκέτω
- ξυμφορᾷ τετυμμένος,
- τοῦτ᾽ ἔπος θροούμενος,
- ὦ δίκα,
- ὦ[*](ὦ ... ὦ Pauw: ἰὼ ... ἰὼ codd.) θρόνοι τ᾽ Ἐρινύων.
- ταῦτά τις τάχ᾽ ἂν πατὴρ
- ἢ τεκοῦσα νεοπαθὴς
- οἶκτον οἰκτίσαιτ᾽, ἐπει-
- δὴ πίτνει δόμος δίκας.
- ἔσθ᾽ ὅπου τὸ δεινὸν εὖ,
- καὶ φρενῶν ἐπίσκοπον
- δεῖ μένειν[*](δεῖ μένειν anonymus (in margine exemplaris Aldini apud bibliothec. Cantabrig.): δειμαίνει codd.) καθήμενον:
- ξυμφέρει
- σωφρονεῖν ὑπὸ στένει.
- τίς δὲ μηδὲν ἐν δέει[*](δέει Auratus: φάει codd.)
- καρδίαν <ἂν[*](ἂν add. Lachmann)> ἀνατρέφων
- ἢ πόλις βροτός θ᾽ ὁμοί-
- ως ἔτ᾽ ἂν σέβοι δίκαν;
- μήτ᾽ ἀνάρχετον[*](ἀνάρχετον Wieseler: ἄναρκτον M) βίον