Libation Bearers
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- ξυλλάβοι δ᾽ ἐνδίκως
- παῖς ὁ Μαίας, ἐπιφορώτατος
- πρᾶξιν οὐρίαν θέλων:
- [πολλὰ δ᾽ ἄλλα φανεῖ χρηίζων κρυπτά[*](seclusit Heimsoeth: τὰ δ᾽ ἀλά᾽ ἀμφανεῖ χρῄζων (κρυπτά secluso) Hermann)].
- ἄσκοπον δ᾽ ἔπος λέγω:[*](λέγω: Müller: λέγων M)
- νύκτα πρό[*](πρό secludit Wecklein) τ᾽ ὀμμάτων σκότον φέρει,
- καθ᾽ ἡμέραν δ᾽ οὐδὲν ἐμφανέστερος.[*](Post 818 iterat 806-11 Schneider)
- καὶ τότ᾽[*](τότ᾽ ἤδη Blomfield: τότε δὴ M) ἤδη κλυτὸν[*](κλυτὸν Bamberger: πλοῦτον M)
- δωμάτων λυτήριον,
- θῆλυν οὐριοστάταν
- †ὁμοῦ κρεκτον γοα-
- τὰν[*](γοατὰν Hermann: γοητῶν M) νόμον μεθήσομεν.
- πόλει τάδ᾽[*](πόλει τάδ᾽ Blomfield: πόλει: τὰ δ᾽ M) εὖ:
- ἐμὸν ἐμὸν κέρδος αὔξεται[*](ἀέξεται M) τόδ᾽: ἄ-
- τα δ᾽ ἀποστατεῖ φίλων†.[*](hos vv. nemo ita cum antistropha conciliat ut non longius a codd. aberret)
- σὺ δὲ θαρσῶν, ὅταν ἥκῃ μέρος ἔργων,
- ἐπαΰσας Πατρὸς αὐδὰν[*](αὐδὰν e proximo versu Seidler: ἔργῳ M)