Libation Bearers
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- κέκληνται γόος εὐκλεὴς
- προσθοδόμοις Ἀτρείδαις.
- τέκνον, φρόνημα τοῦ
- θανόντος οὐ δαμάζει
- πυρὸς [ἡ[*](ἡ seclusit Porson)] μαλερὰ γνάθος,
- φαίνει δ᾽ ὕστερον ὀργάς:
- ὀτοτύζεται δ᾽ ὁ θνῄσκων,
- ἀναφαίνεται δ᾽ ὁ βλάπτων.
- πατέρων τε καὶ τεκόντων
- γόος ἔνδικος ματεύει
- τἄποιν᾽[*](τἄποιν᾽ e scholio Bothe: τὸ πᾶν M: alii aliter: ποινὰν Schütz: ῥοπὰν Hermann) ἀμφιλαφὴς ταραχθείς.
- ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἂν ἐκ τῶνδε θεὸς χρῄζων