Libation Bearers
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- πρέπουσαν. ὦ Ζεῦ, δός με τείσασθαι μόρον
- πατρός, γενοῦ δὲ σύμμαχος θέλων ἐμοί.
- Πυλάδη, σταθῶμεν ἐκποδών,[*](ἐκποδών Stanley: ἐκ τοδῶν M) ὡς ἂν σαφῶς
- μάθω γυναικῶν ἥτις ἥδε προστροπή.
- ἰαλτὸς ἐκ δόμων ἔβαν[*](ἔβαν Dindorf: ἔβν G: ἔ ... ceteris paene deletis M (conicitur ἔβην fuisse))
- χοὰς προπομπὸς ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ.[*](σὺν κτύπῳ Auratus: συγκυ.ωι correctum in συγκυπτωι M)
- πρέπει παρηὶς φοινίοις[*](φοινίοις ἀμυγμοῖς stanley: φοινισσαμυγμοῖς M) ἀμυγμοῖς
- ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ,
- δι᾽ αἰῶνος δ᾽ ἰυγμοῖσι[*](δ᾽ ἰυγμοῖσι Canter: διοιγμοῖσι M) βόσκεται κέαρ.
- λινοφθόροι δ᾽ ὑφασμάτων
- λακίδες ἔφλαδον ὑπ᾽ ἄλγεσιν,
- προστέρνοι στολμοὶ
- πέπλων ἀγελάστοις
- ξυμφοραῖς πεπληγμένων.