Libation Bearers

Aeschylus

Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.

  1. Ἑρμῆ χθόνιε, πατρῷ᾽ ἐποπτεύων κράτη,
  2. σωτὴρ γενοῦ μοι ξύμμαχός τ᾽ αἰτουμένῳ:
  3. ἥκω γὰρ ἐς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι.
  4. τύμβου δ᾽ ἐπ᾽ ὄχθῳ τῷδε κηρύσσω πατρὶ
  5. κλύειν, ἀκοῦσαι . . .
  6. ---
  7. . . . πλόκαμον Ἰνάχῳ θρεπτήριον.
  8. τὸν δεύτερον δὲ τόνδε πενθητήριον[*](1-in codd. desunt: 1-5 ex Arist. Ran. 1126, 1172 sulevit Canter: 6-7 ex schol. Pind. Pyth. iv. 145 Stanley: 8-9 ex schol. Eur. Alc. 784 Dindorf)[*](1-Post 6 interpungendum vidit Murray)
  9. ---
  10. οὐ γὰρ παρὼν ᾤμωξα σόν, πάτερ, μόρον
  11. οὐδ᾽ ἐξέτεινα χεῖρ᾽ ἐπ᾽ ἐκφορᾷ[*](ἐκφορᾷ Dindorf: ἐκφορὰν schol.) νεκροῦ.
  12. ---
  13. <ἔα.>[*](hinc incipiunt codd. M G)[*](ἔα add. Dindorf) τί χρῆμα λεύσσω; τίς ποθ᾽ ἥδ᾽ ὁμήγυρις
  14. στείχει γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις
  15. πρέπουσα; ποίᾳ ξυμφορᾷ προσεικάσω;
  16. πότερα δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ νέον;
  17. ἢ πατρὶ τὠμῷ τάσδ᾽ ἐπεικάσας τύχω
  18. χοὰς φερούσας νερτέροις μειλίγματα;[*](μειλίγματα Casaubon: μειλίγμασιν M)
  19. οὐδέν ποτ᾽ ἄλλο: καὶ γὰρ Ἠλέκτραν δοκῶ
  20. στείχειν ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν πένθει λυγρῷ