Agamemnon
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- δαῖμον, ὃς ἐμπίτνεις[*](ἐμπίτνεις Canter: ἐμπίπτεισι codd.) δώμασι καὶ
- διφυίοισι[*](διφυίοισι Hermann: διφυεῖσι codd.) Τανταλίδαισιν,[*](τανταλίδεσιν codd.)
- κράτος <τ᾽>[*](τ᾽ add. Hermann) ἰσόψυχον ἐκ γυναικῶν
- καρδιόδηκτον[*](καρδιόδηκτον Abresch: καρδία δηκτὸν codd.) ἐμοὶ κρατύνεις.
- ἐπὶ δὲ σώματος δίκαν [μοι][*](μοι seclusit Dindorf)
- κόρακος ἐχθροῦ σταθεῖσ᾽[*](σταθεῖσ᾽ Stanley: σταθεὶς codd.) ἐκνόμως[*](ἐκνόμως Fa: ἐννόμως Fl V)
- ὕμνον ὑμνεῖν ἐπεύχεται...[*](δόμοις supplet Butler: νεκρῷ Enger)[*](Post 1474 iterat vv. 1455–61 burney, ut ephymnio 1 respondeant)<˘¯>