Agamemnon
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- κύριός εἰμι θροεῖν ὅδιον κράτος αἴσιον ἀνδρῶν
- ἐκτελέων: ἔτι γὰρ θεόθεν καταπνεύει
- πειθοῖ μολπᾶν
- ἀλκὰν[*](πειθοῖ μολπᾶν ἀλκὰν Helller, Camppbell: πειθὼ μολπὰν ἀλκὰν codd. (in M correctum ex μολπᾶν)) σύμφυτος αἰών:
- ὅπως Ἀχαιῶν
- δίθρονον κράτος, Ἑλλάδος ἥβας
- ξύμφρονε ταγώ,[*](ξύμφρονε ταγώ Dindorf: ξύμφρονα τᾶν γᾶν M: ταγάν recc.)
- πέμπει σὺν δορὶ καὶ χερὶ[*](καὶ χερὶ Ar. Ran. 1288: δίκας codd.) πράκτορι
- θούριος ὄρνις Τευκρίδ᾽ ἐπ᾽ αἶαν,
- οἰωνῶν βασιλεὺς βασιλεῦσι νε-
- ῶν ὁ κελαινός, ὅ τ᾽ ἐξόπιν ἀργᾶς,[*](ἀργᾶς Blomfield: ἀργίας M)
- φανέντες ἴκταρ μελάθρων
- χερὸς ἐκ δοριπάλτου
- παμπρέπτοις ἐν ἕδραισι,
- βοσκόμενοι λαγίναν, ἐρικύμονα[*](ἐρικύμονα recc.: ἐρικύματα M) φέρματα,[*](φέρματα Hartung: φέρματι codd.) γένναν,
- βλαβέντα λοισθίων δρόμων.
- αἴλινον αἴλινον εἰπέ, τὸ δ᾽ εὖ νικάτω.