Seven Against Thebes
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος,
- στένουσι πύργοι,
- στένει πέδον φίλανδρον: μενεῖ
- κτέανα τάδ᾽[*](τάδ᾽ Weil: τ᾽ codd.) ἐπιγόνοις,
- δι᾽ ὧν αἰνομόροις,
- δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα
- καὶ θανάτου τέλος.
- ἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοι
- κτήμαθ᾽, ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖν.
- διαλλακτῆρι δ᾽ οὐκ ἀμεμφεία[*](ἀμεμφεία Hermann: ἀμεμφία codd.) φίλοις,
- οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης.
- σιδαρόπλακτοι[*](σιδηρόπληκτοι M (bis)) μὲν ὧδ᾽ ἔχουσιν,
- σιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσι,
- τάχ᾽ ἄν τις εἴποι, τίνες;
- τάφων πατρῴων λαχαί.
- δόμων μάλ᾽ ἀχάεσσ᾽[*](ἀχάεσσ᾽ ἰὰ Weil: ἀχάεσσα M) ἰὰ τοὺς
- προπέμπει δαϊκτὴρ γόος αὐ-
- τόστονος, αὐτοπήμων,
- δαϊόφρων,[*](δαϊόφρων Blomfield: δαϊφρων δ᾽ codd.) οὐ φιλογαθής, ἐτύμως
- δακρυχέων ἐκ[*](ἐκ G: δ᾽ ἐκ codd. cett.) φρενός, ἃ