Persians
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- πᾶς γὰρ ἱππηλάτας
- καὶ πεδοστιβὴς λεὼς
- σμῆνος ὣς ἐκλέλοιπεν μελισ-
- σᾶν[*](μελισσᾶν rec.: μέλισσα M: μέλισσαι habebat schol.) σὺν ὀρχάμῳ στρατοῦ,
- τὸν ἀμφίζευκτον ἐξαμείψας
- ἀμφοτέρας ἅλιον
- πρῶνα κοινὸν αἴας.
- λέκτρα δ᾽ ἀνδρῶν πόθῳ[*](πόθῳ] ὁδῷ Wecklein)
- πίμπλαται δακρύμασιν:
- Περσίδες δ᾽ ἁβροπενθεῖς[*](ἁβροπενθεῖς (ex schol. collato 541) Paley: ἀκροπενθεῖς codd.) ἑκά-
- στα[*](ἑκάστα recc.: ἑκάσταν fuerat M, sed ν ita erasum ut ἑκάστᾳ videatur esse) πόθῳ φιλάνορι
- τὸν αἰχμάεντα θοῦρον εὐνα-
- τῆρ᾽ ἀποπεμψαμένα[*](εὐνατῆρα προπεμψαμένη (e recc. duobus) frustra restituebat Brunck)
- λείπεται μονόζυξ.
- ἀλλ᾽ ἄγε, Πέρσαι, τόδ᾽ ἐνεζόμενοι
- στέγος[*](στέγος recc.: στέος M) ἀρχαῖον,