Persians
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
λυπρά, χάρματα δ᾽ ἐχθροῖς. Χορός καὶ σθένος γ᾽ ἐκολούσθη—[*] (ἐκολούσθη] ἐκολούθη recc.) Ξέρξης γυμνός εἰμι προπομπῶν. Χορός φίλων ἄταισι ποντίαισιν. Ξέρξης δίαινε δίαινε πῆμα: πρὸς δόμους δ᾽ ἴθι. Χορός διαίνομαι γοεδνὸς[*] (γοεδνὸς recc.: γεεδνὸς M) ὤν.[*] (hunc v. quem post 1046 habent codd. huc, qui hic fuerat, illuc transtulit Butler: ordo codicum minoribus numeris indicatur) Ξέρξης βόα νυν[*] (νυν Pauw: νῦν codd.) ἀντίδουπά μοι. Χορός δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς. Ξέρξης ἴυζε μέλος ὁμοῦ τιθείς. Χορός ὀτοτοτοτοῖ. βαρεῖά γ᾽ ἅδε συμφορά. οἲ μάλα καὶ τόδ᾽ ἀλγῶ. Ξέρξης ἔρεσσ᾽ ἔρεσσε καὶ στέναζ᾽ ἐμὴν χάριν. Ξέρξης βόα νυν[*] (νυν Pauw: νῦν codd.) ἀντίδουπά μοι. Χορός μέλειν πάρεστι, δέσποτα. Ξέρξης ἐπορθίαζέ νυν[*] (νυν Pauw: νῦν codd.) γόοις. Χορός ὀτοτοτοτοῖ. μέλαινα δ᾽ ἀμμεμίξεται,[*] (ἀμμεμίξεται Dindorf: αὖ μεμίξεται (αὖ ex ἄμ factum) M) οἴ,[*] (οἴ Lachmann: μοι codd.) στονόεσσα πλαγά.