Persians

Aeschylus

Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.

  1. λυπρά, χάρματα δ᾽ ἐχθροῖς.
Χορός
  1. καὶ σθένος γ᾽ ἐκολούσθη—[*](ἐκολούσθη] ἐκολούθη recc.)
Ξέρξης
  1. γυμνός εἰμι προπομπῶν.
Χορός
  1. φίλων ἄταισι ποντίαισιν.
Ξέρξης
  1. δίαινε δίαινε πῆμα: πρὸς δόμους δ᾽ ἴθι.
Χορός
  1. διαίνομαι γοεδνὸς[*](γοεδνὸς recc.: γεεδνὸς M) ὤν.[*](hunc v. quem post 1046 habent codd. huc, qui hic fuerat, illuc transtulit Butler: ordo codicum minoribus numeris indicatur)
Ξέρξης
  1. βόα νυν[*](νυν Pauw: νῦν codd.) ἀντίδουπά μοι.
Χορός
  1. δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς.
Ξέρξης
  1. ἴυζε μέλος ὁμοῦ τιθείς.
Χορός
  1. ὀτοτοτοτοῖ.
  2. βαρεῖά γ᾽ ἅδε συμφορά.
  3. οἲ μάλα καὶ τόδ᾽ ἀλγῶ.
Ξέρξης
  1. ἔρεσσ᾽ ἔρεσσε καὶ στέναζ᾽ ἐμὴν χάριν.
Χορός
  1. αἰαῖ αἰαῖ, δύα δύα.
Ξέρξης
  1. βόα νυν[*](νυν Pauw: νῦν codd.) ἀντίδουπά μοι.
Χορός
  1. μέλειν πάρεστι, δέσποτα.
Ξέρξης
  1. ἐπορθίαζέ νυν[*](νυν Pauw: νῦν codd.) γόοις.
Χορός
  1. ὀτοτοτοτοῖ.
  2. μέλαινα δ᾽ ἀμμεμίξεται,[*](ἀμμεμίξεται Dindorf: αὖ μεμίξεται (αὖ ex ἄμ factum) M)
  3. οἴ,[*](οἴ Lachmann: μοι codd.) στονόεσσα πλαγά.