Persians
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- καὶ στέρν᾽ ἄρασσε καὶ βόα[*](καὶ βόα (ex Eustathio ad Dionys. 791) Hermann: κἀπιβόα codd.) τὸ Μύσιον.
- ἄνι᾽ ἄνια.
- καί μοι γενείου πέρθε[*](πέρθε Robortello: ὕπερθε codd.) λευκήρη τρίχα.
- ἄπριγδ᾽ ἄπριγδα μάλα γοεδνά.
- ἀύτει δ᾽ ὀξύ.
- καὶ τάδ᾽ ἔρξω.
- πέπλον δ᾽ ἔρεικε[*](ἔρεικε recc.: ἔρειδε M) κολπίαν ἀκμῇ χερῶν.
- ἄνι᾽ ἄνια.
- καὶ ψάλλ᾽ ἔθειραν καὶ κατοίκτισαι στρατόν.
- ἄπριγδ᾽ ἄπριγδα μάλα γοεδνά.
- διαίνου δ᾽ ὄσσε.
- τέγγομαί τοι.
- βόα νυν[*](νυν Pauw: νῦν codd.) ἀντίδουπά μοι.
- οἰοῖ οἰοῖ.
- αἰακτὸς ἐς δόμους κίε.
- ἰὼ ἰώ, Περσὶς αἶα δύσβατος.
- ἰωὰ δὴ κατ᾽ ἄστυ.
- ἰωὰ δῆτα, ναὶ ναί.
- γοᾶσθ᾽ ἁβροβάται.
- ἰὼ ἰώ, Περσὶς αἶα δύσβατος.