Persians

Aeschylus

Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.

  1. καὶ στέρν᾽ ἄρασσε καὶ βόα[*](καὶ βόα (ex Eustathio ad Dionys. 791) Hermann: κἀπιβόα codd.) τὸ Μύσιον.
Χορός
  1. ἄνι᾽ ἄνια.
Ξέρξης
  1. καί μοι γενείου πέρθε[*](πέρθε Robortello: ὕπερθε codd.) λευκήρη τρίχα.
Χορός
  1. ἄπριγδ᾽ ἄπριγδα μάλα γοεδνά.
Ξέρξης
  1. ἀύτει δ᾽ ὀξύ.
Χορός
  1. καὶ τάδ᾽ ἔρξω.
Ξέρξης
  1. πέπλον δ᾽ ἔρεικε[*](ἔρεικε recc.: ἔρειδε M) κολπίαν ἀκμῇ χερῶν.
Χορός
  1. ἄνι᾽ ἄνια.
Ξέρξης
  1. καὶ ψάλλ᾽ ἔθειραν καὶ κατοίκτισαι στρατόν.
Χορός
  1. ἄπριγδ᾽ ἄπριγδα μάλα γοεδνά.
Ξέρξης
  1. διαίνου δ᾽ ὄσσε.
Χορός
  1. τέγγομαί τοι.
Ξέρξης
  1. βόα νυν[*](νυν Pauw: νῦν codd.) ἀντίδουπά μοι.
Χορός
  1. οἰοῖ οἰοῖ.
Ξέρξης
  1. αἰακτὸς ἐς δόμους κίε.
Χορός
  1. ἰὼ ἰώ, Περσὶς αἶα δύσβατος.
Ξέρξης
  1. ἰωὰ δὴ κατ᾽ ἄστυ.
Χορός
  1. ἰωὰ δῆτα, ναὶ ναί.
Ξέρξης
  1. γοᾶσθ᾽ ἁβροβάται.
Χορός
  1. ἰὼ ἰώ, Περσὶς αἶα δύσβατος.