Supplices
Aeschylus
Aeschyli Tragoediae. Sidgwick, Arthur, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- ὁμοιΐαν[*](ὁμοιΐαν Klausen: ὁμοίαν codd.: ἀντίρροπον Heimsoeth) θέμιν.
- τάδε φράσαι δίκαια Διόθεν κράτη.
- καὶ δὴ πέφρασμαι: δεῦρο δ᾽ ἐξοκέλλεται:
- ἢ τοῖσιν ἢ τοῖς πόλεμον αἴρεσθαι μέγαν
- πᾶσ᾽ ἔστ᾽ ἀνάγκη, καὶ γεγόμφωται σκάφος
- στρέβλαισι ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον.
- ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή.
- καὶ χρημάτων[*](χρημάτων in marg. m: χρήμασι M codd. cett.) μὲν ἐκ δόμων πορθουμένων,
- [ἄτην γε μείζω καὶ μέγ᾽ ἐμπλήσας γόμου][*](seclusit Dindorf: si retineatur, γεμίζων cum Scaligero (ex schol.) legendum, vel γεμίζειν ... ἐμπλῆσαι (Weil))
- γένοιτ᾽ ἂν ἄλλα κτησίου Διὸς χάριν:
- καὶ γλῶσσα τοξεύσασα μὴ τὰ καίρια,
- γένοιτο μύθου μῦθος ἂν θελκτήριος[*](θελκτήριος Turnebus (et ante correctionem G): θελκτηρίοις M)
- [ἀλγεινὰ θυμοῦ κάρτα κινητήρια]:[*](seclusit Geel: alii retinent ante 447 translatum)
- ὅπως δ᾽ ὅμαιμον[*](ὅμαιμον] ὁμαῖμον ex ὁμαίμων factum M) αἷμα μὴ γενήσεται,
- δεῖ κάρτα θύειν καὶ πεσεῖν χρηστήρια
- θεοῖσι πολλοῖς πολλά, πημονῆς ἄκη.
- ἦ κάρτα νείκους τοῦδ᾽ ἐγὼ παροίχομαι:
- θέλω δ᾽ ἄιδρις μᾶλλον ἢ σοφὸς κακῶν
- εἶναι: γένοιτο δ᾽ εὖ παρὰ γνώμην ἐμήν.
- πολλῶν ἄκουσον τέρματ᾽ αἰδοίων λόγων.