Ocypus

Pseudo-Lucian

Lucian (Pseudo). Luciani Samosatensis Opera, Vol. 3. Jacobitz, Karl, editor. Leipzig: Teuber, 1913.

  1. Ποῖος στρατιώτης γέγονας, ἵνα παρεμβολὴν
  2. βαλὼν σὺ πληγῇς; περικυκλεῖς ψευδῆ λόγον.
  3. τὸν αὐτὸν ἡμεῖς εἴχομεν λόγον ποτὲ
  4. μηδενὶ λέγοντες τὴν ἀλήθειαν φίλων.
  5. νῦν δ’ εἰσορᾷς ἅπαντας ἐξ . . . . .
  6. ὁ πόνος δ’ ἑλίξας ἐμμελῶς διαστρέφει.
Ἰατρός
  1. Ποῖ ποῖ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν, φίλοι,
  2. τὸν πόδα πονοῦντα καὶ βάσιν παρειμένον;
  3. ἰατρὸς ὢν γὰρ ἔκλυον ὑπὸ φίλου τινὸς
  4. πάσχοντα δεινὰ τοῦτον ἀστάτῳ πάθει.
  5. ἀλλ’ αὐτὸς οὗτος ἐγγὺς ὀμμάτων ἐμῶν
  6. κεῖται κατ’ εὐνῆς ὕπτιος βεβλημένος.
  7. ἀσπάζομαί σε πρὸς θεῶν, καὶ σὸν πάθος
  8. τί τοῦτο; λέξον, Ὠκύπου, τάχ’, ὡς μάθω