Ocypus
Pseudo-Lucian
Lucian (Pseudo). Luciani Samosatensis Opera, Vol. 3. Jacobitz, Karl, editor. Leipzig: Teuber, 1913.
- Καὶ πῶς με τὸν δύστηνον ἔτι . . . .
- Ζεινή περ οὖσα. φείδεται γὰρ οὐδενός.
- Σωτήρ, τί λέγεις; τί δέ με . . . . . ;
- Ἄφες με μικρόν ἠλόγημαι σοῦ χάριν.
- Τί δ’ ἔστι δεινὸν ἢ τί συμβέβηκέ μοι;
- Εἰς δεινὸν ἦλθες πόνον ἀχώριστον ποδός.
- Οὐκοῦν με δεῖ πρόχωλον ἐξαντλεῖν βίον;
- Χωλὸς μὲν ἂν ᾖς, οὐδέν ἐστι, μὴ φοβοῦ.
- Τί δ’ ἔστι χεῖρον;
- Ἀμφοῖν ποδοῖν σε συμποδισθῆναι μένει.
- Οἴμοι. πόθεν μοι καινὸς εἰσῆλθεν πόνος
- ποδὸς δι᾿ ἄλλου. καί με συμπάσχει κακῶς;
- ἢ πῶς ὅλος πέπηγα μεταβῆναι θέλων;
- δειλαίνομαι δὲ πολλὰ μεταστῆσαι πόδα,
- νήπιος, ὁποῖα βρέφος ἄφνω φοβούμενος.
- ἀλλ’ ἄντομαί σε πρὸς θεῶν, Σωτήριχε,
- εἴπερ τι τέχνη σὴ δύναται, μηδὲν φθονῶν
- θεράπευσον ἡμᾶς, εἰ δὲ μή, διοίχομαι·
- πάσχω γὰρ ἀφανῶς, κατὰ ποδὼν τοξεύομαι.
- Τοὺς μὲν πλανήτας περιελὼν λόγους ἐγώ,