Alcestis
Euripides
Euripides. Euripidis Fabulae, Vol. I. Murray, Gilbert, editor. Oxford: Clarendon Press, 1902.
- παίδων δὲ νόσους καὶ νυμφιδίους
- εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας
- οὐ τλητὸν ὁρᾶν, ἐξὸν ἀτέκνους
- ἀγάμους τ’ εἶναι διὰ παντός.
- —τύχα τύχα δυσπάλαιστος ἥκει·
- αἰαῖ.
- —πέρας δέ γ’ οὐδὲν ἀλγέων τίθης.
- ἒ ἔ.
- —βαρέα μὲν φέρειν, ὅμως δὲ . . .
- φεῦ φεῦ.
- —τλᾶθʼ· οὐ σὺ πρῶτος ὤλεσας . . .
- ἰώ μοί μοι.
- —γυναῖκα· συμφορὰ δ’ ἑτέρους ἑτέρα
- πιέζει φανεῖσα θνατῶν.
- ὦ μακρὰ πένθη λῦπαί τε φίλων
- τῶν ὑπὸ γαῖαν.
- τί μ’ ἐκώλυσας ῥῖψαι τύμβου
- τάφρον ἐς κοίλην καὶ μετ’ ἐκείνης
- τῆς μέγ’ ἀρίστης κεῖσθαι φθίμενον;
- δύο δ’ ἀντὶ μιᾶς Ἅιδης ψυχὰς