Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

401 Τετραπτερυλλίδων: τῶν ἀκρίδων. παρὰ τὸ τέϲϲαρα ἔχειν [*](Ar.) πτερά.

402 ετραραῖα.

403 Τετραρχία: οἱ δ΄ λόχοι, ἄνδρεϲ ξδ΄ καὶ ὁ ἡγούμενοϲ τετράρχηϲ. [*](Tact.) τεττάρων μερῶν ὄντων τῆϲ Θετταλίαϲ, ἕκαϲτον μέροϲ τετρὰϲ [*](Harp.) ἐκαλεῖτο. ὄνομα δέ φηϲιν εἶναι ταῖϲ τετράϲι Θετταλιῶτιν, Πελαϲγιῶ τιν, Ἀϲτιεῶτιν. καὶ Ἀριϲτοτέληϲ δὲ ἐν τῇ κοινῇ Θετταλῶν πολιτείᾳ ἐπὶ Ἀλεύα τοῦ Πύρρου διῃρῆϲθαί φηϲιν εἰϲ τέτταραϲ μοίραϲ τὴν Θετταλίαν. εἴη ἂν οὖν λέγων ὑ Δημοϲθένηϲ τὴν τετραρχίαν.

404 Τετράϲ, τετράδοϲ. καί, τέτραϲι καιροῖϲ.

405 Τετράϲκάλμου· οἱ δὲ Ῥωμαῖοι δόγμα ἔγραψαν, ὅπωϲ οἱ [*](EL.) Κρῆτεϲ πάντα τὰ πλοῖα ἕωϲ τετραϲκάλμου ἀναπέμψωϲιν εἰϲ Ῥώμην.

406 Τετραϲτατήρου· Ἀριϲτοφάνηϲ· Ἐὐαίων ὁ δεξιώτατοϲ, γυμνόϲ. [*](Ar.) κἄπειτ’ ἔλεξε δημοτικωτάτουϲ λόγουϲʼ ὁρᾶτε μέν με δεόμενον ϲωτηρίαϲ τετραϲτατήρου· ἀλλ’ ὅμωϲ ἐρῶ· ἦν παρέχωϲι τοῖϲ δεομένοιϲ οἱ κναφεῖϲ χλαίναϲ, ἐπειδὰν ἥλιοϲ τραπῇ, πλευρῖτιϲ ἂν ὑμῶν οὐδέν ἂν λάβοι ποτέ. οὑτοϲ πένηϲ ἦν ὁ Ἐὐαίων. ἔϲτι δὲ ὄνομα κύριον. ὅϲοιϲ Harp. δὲ κλίνη μή ἐϲτι μηδὲ ϲτρώματα ἰέναι καθευδήϲονταϲ ἐϲ τοὺϲ ἀπονεν [*](Ar.) [*](396 Ar. Nu. 294 c. sch 397 cf. Ambr 174 398 ἰοδόκην sq Anth. 6,2 296 3—4 399 sch. Ar. Av. 1553 plenius 400 l. ═ Zon. 1726, οἱ sq. Polyb. 5 60, 7 401 sch. Ar. Ach. 871 403 — τετράρχηϲ Tact. 10 τεττάρων sq. Harp ═ P, Et Gen. cf Et. M. 754, 35; Aristot. fr. 455, Dem 9,2 26 405 Diod. 40, 1 ═ EL. 409, 23 —25 406 praeter ἔϲτι—κύριον Ar. Eccl. 408—9, 4113. 415—421, 424—5 c. sch 408 ὄνομα κύριον Harp. ═ P) [*](399 cf v. Σ 600 401 cf . Π 2020 403 Tact. cf. post litt ψ 406 Ar. cf. vv. Δ 467, Σ 1009, κ 1855, Σ 708, Α 1453; Harp. cf. v. Ε 3432) [*](397 om. F mg. V; Τετράμονοϲ ed. pr. Τετράμηνοϲ Toup ex ετραβάμονοϲ cor A(GFVM) ruptum cens. Bhd. εράμωνοϲ Ambr. 5 ᾿ π᾿ ] ζήτει ss. M ὄρτυγην F M ὅρτυγον V ὄρτυγι ex Anth. ed. pr. 7 Σκιάποδεϲ] οἱ καὶ χηνόποδεϲ add. V 8. 9 καταϲκεάζοντεϲ A 9 εἰϲ sq ] orat. hiare vid, Bhd. 402 ante 401 A; ετραναία A, ν corr. in ρ A; ετραορία Bhd. 16 ante τεττάρων noν gl. F) ετραρχία add. Eust. ὄντων μερῶν F V 17 ὅνοματετραρχίαν 20 om. F 17 ταῖϲ] τοῖϲ G 18 δέ om. A 20 οῦν om. A 406 om. 25 με] τε A ϲωτηρίαϲ δεόμενον V 27 ἡλίου τροπ’ V)

532
εμημένουϲ ἐϲ τῶν ϲκυλοδεψῶν. ἦν δ’ ἀποκλίνῃ τῇ θύρᾳ, χειμῶνοϲ ὄντοϲ, τρεῖϲ ϲιϲύραϲ ὀφειλέτω, καί, τοὺϲ ἀλφιταμοιβοὺϲ τρεῖϲ χοίνικαϲ δεῖπνο παρέχειν.

[*](Tact)

407 Τετραφαλαγγαρχία: αἱ δύο διφαλαγγίαι, ἄνδρεϲ ςτπδτπδ τοῦτο γὰρ ἡ τελεία καὶ εὔχρηϲτοϲ φάλαγξ.

[*](Δ)

408 Τετραφάληρον: τέϲϲαραϲ φάλουϲ ἔχον.

[*](Δ)

409 ξτραχα: ἐπίρρημαʼ ἀντὶ τοῦ τετραχῶϲ. ὡϲ, πένταχα κοϲμητ θέντεϲ.

[*](Δ)

410 Τετρήναϲ: τρυπήϲαϲ.

[*](Δ)

411 Τετρηχυῖα: τραχυνομένη. καὶ ετρήχει, ἐτραχύνετο.

[*](Σ)

412 Τετρίγει: ἔτριζεν, ἢ ποιὸν ἥχον ἀπετέλεϲε. καὶ ετριγυῖα. τρίζουϲα.

[*](Ar)

413 Τετρώβολον: τουτέϲτι πολυτίμητον. οὕτω δὲ λέγουϲι τὸ τετρωβολιαῖον, τουτέϲτι τετρωβόλου πωλούμενον.

[*](Δ)

414 Τετρωμένον: βεβλημένον.

[*](Σ)

415 Τἔτρωρον: τέθριππον, ἤγουν τετράῖππον.

[*](Σ+ Anth.)

416 Τετρυμένον: καταπεπονημένον. αὔλακι καὶ γήρᾳ τετρυμένον ἐργατίνην βοῦν Ἄλκων οὐ φονίην ἤγαγε πρὸϲ κοπίδα, αἰδεϲθεὶϲ ἔργων.

[*](Harp)

417 Τετρυπημένη: ψῆφοί εἰϲι χαλκαῖ, αὐλίϲκον ἔχουϲαι ἐν τῷ μέϲῳ, αἱ μὲν ἡμίϲειαι τετρυπημέναι, αἱ δὲ ἡμίϲειαι πλήρειϲ. οἱ λαχόντεϲ ἐπὶ τὰϲ ψήφουϲ, ἐπειδὰν εἰρημένοι ὑϲίν οἱ λόγοι, παραδι δόαϲιν ἑκάϲτῳ τῶν δικαϲτῶν δύο ψήφουϲ, τετρυπημένην καὶ πλήρη, φαερὰϲ ὁρᾶν τοῖϲ ἀντιδίκοιϲ, ἵνα μήτε πλήρηϲ μήτε ταύτῃ τετρυπη μένοϲ λαμβάνωϲι.

[*](Σ)

418 Τετρύϲθαι: καταπεπονῆϲθαι. Ἀππιανόϲ· ὁ δὲ Φίλιπποϲ [*](Ε) τοὺϲ ἐπιπλέονταϲ διέφθειρεν, ἶνα μὴ Ῥωμαίοιϲ λέγοιεν τὰ Μακεδόνων [*](Σ— Anth) ἐκτετρύϲθαι. καὶ ἐτρυϲαι, καταπεπόνηϲαι. ἤδή γὰρ χαλκόϲ τε γερῶ αὐτή τε τέτρυϲαι.

[*](407 Tect. 19 408 cf. sch. Ε 743 ═ Et. M 754, 14; H, Ambr. 210 409 πένταχα sq. Μ 87 410 ═ sch. Lyc. 422 (unde Et. M. 754, 44) cf. Ambr. 270, H 411 — τραχυνομένη cf. sch. H 346 (unde Et. M. 754, 51) Ambr. 208 aliter P ═ Ba 385, 24. Τετρήχει sq. cf. sch. B 95, H 412 cf sch. ψ 101 — ἀπετέλεϲε ═ P, Ba 385, 22;— ἔτριζεν ═ sch. Ψ᾿  714, H. Τετριγυῖα sq. ═ P, Ba 385, 23, H (in M 101) cf. Ambr. 208 et 275 413 sch. Ar. Pac. 254 415 ═ P, Ba 385, 26 cf. sch Eur. Alc. 483, H 416— καταπεπονημένον cf H. αὔλακι sq Anth 6, 228, 1 —3 417 Harp ═ P, An Ox. 2, 499, 13, Et. Gen. cf Bk. 307, 18; Aristot. Ath. Pol p 79 sq. 418 — καταπεπονῆϲθαι═ P, Ba 385, 23 cf. H ὁ— ἐκτετρύϲθαι App. Mac. fr. 10 ἤδη sq. Anth. 6, 52, 3)[*](407 cf. post litt. M7 416 init. cf. 418 init. cf. v. 2057 418 cf.416)[*](A(GFVM))[*](2 ἀδελφιταμοιβοὺϲ V 6 ἔχουϲαν sch. cert 411 om. F 11 ἀπετέλί GM 13 Σ οὐ> πολυτίμητον coll. 368 Kust., frustra 17 ετρυμμένον utrob. GVM γήραι F V 18 αἰδεϲθὲν ἔργον F 19 Πετρυπημένοι G Fac 20 τετρυπημέναι—ἡμίϲειαι om. G M, ἡμίϲειαι om. F 23 φανερὰν A, v. l. Harp plen. πλήρειϲ Harp., Et. ταύτῃ] πάντη v. Harp. plen. 26 Ῥωμαῖοι G 27 χαλκοῦ G VM τε om. GM)
533

419 Τετύκοντο: παρεϲκευάζοντο.

[*](Σ)

420 Τἐτυκταί: κατεϲκεύαϲται.

[*](Σ)