Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

384
[*](Σ)

650 Σκόλυθρον: ϲκνιπόν, καὶ ἀνελεύθερον.

[*](Σ)

651 Σκομβρίζει: γογγύζει.

[*](Σ)

652 Σκομβρίϲαι: παρὰ Ἰόβᾳ ἐν β΄ φθορᾶϲ λέξεωϲ παιδιᾶϲ ἀϲελγοῦϲ εἶδοϲ ἀποδίδοται, καὶ κατὰ τὸ ἦιρον πλατεῖ τῷ ποδὶ πλήϲϲοντοϲ, ὡϲ ψόφον ἐργάϲαϲθαι.

[*](EV)

653 Σκόπαϲ, Αἰτωλῶν ϲτρατηγόϲ, ὃϲ ἀποτυχὼν τῆϲ ἀρχῆϲ, ἧϲ χάριν ἐτόλμα γράφειν τοὺϲ νόμουϲ, μετέωροϲ ἦν ἐϲ τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ταῖϲ ἐκεῖθεν ἐλπίϲι πεπειϲμένοϲ ἀναπληρώϲειν τὰ λείποντα τοῦ βίου, καὶ τὴν τῆϲ ψυχῆϲ πρὸϲ τὸ πλεῖον ἐπιθυμίαν, ἀλλ’ ἀκόρεϲτοϲ ἦν· ἀφικομένῳ γὰρ ἐϲ Ἀλεξάνδρειαν πρὸϲ ταῖϲ ὡφελείαϲ, ὧν ἦν αὐτὸϲ κύριοϲ διὰ τὸ πιϲτεύεϲθαι περὶ τῶν ὅλων, καὶ τῆϲ ἡμέραϲ ἑκάϲτηϲ ὀψώνιον ἐξέθηκεν ὁ βαϲιλεὺϲ αὐτῷ δεκαμναιαῖον, τοῖϲ δὲ ἐπί τινοϲ ἡγεμονίαϲ μετὰ ταῦτα τεταγμένοιϲ μναιαῖον. ἀλλ’ ὅμωϲ οὐκ ἠρκεῖτο τούτοιϲ, οἷϲ τὸ πρότερον προϲκαρτερῶν τῷ πλείονι διετέλεϲε μέχρι διὰ τὴν ἀπληϲτίαν καὶ παρ᾿  αὐτοῖϲ τοῖϲ διδοῦϲι φθονηθεὶϲ τὸ πνεῦμα προϲέθηκε τῷ χρυϲίῳ.

[*](Δ)

654 Σκόπαϲ: ὄνομα κύριον. ὁ μὲν Σκόπαϲ ἠδόξει, τῆϲ πολιϲρκίαϲ [*](Ε) ῥεμβώδουϲ γενομένηϲ. τουτέϲτιν ἠμελημένηϲ.

[*](Hesy.)

655 Σκοπελιανόϲ, Κλαζομένιοϲ, ϲοφιϲτήϲ, γεγονὼϲ ἐπὶ Νέρβᾳ, ϲοφιϲτεύϲαϲ ἐν Σμύρνῃ. ἀκροατὴϲ δ’ ἐγένετο Νικήτου, ϲυγχρονῶν Ἀπολλωνίῳ τῷ Τυανεῖ· πρὸϲ ὃν καὶ ἐπιϲτολὰϲ ἔγραψεν Ἀπολλώνιοϲ.

[*](Σ)

656 Σκοπέλῳ: ὑψηλῷ τόπῳ.

[*](Σ Ε)

657 Σκοπιά: ὑψηλὸϲ τόποϲ. καὶ ἕτεροι τὰϲ ὑπερδεξίουϲ τῶν [*](Ε) πεδίων καταλαμβάνουϲι ϲκοπιάϲ. Αἰλιανόϲ· οὐκ ἐπαινεῖ θεὸϲ οὐδὲ τοὺϲ τὰ μέτρα πατοῦνταϲ, γλιχομένουϲ γε μὴν τῶν ὑπὲρ ἑαυτοὺϲ τε καὶ ὑψηλὰϲ ϲκοπιάϲ.

[*](Σ Δ)

658 Σκοπιάζων: ϲκοπῶν, ἀποβλέπων. καὶ Σκοπιαζέμεν.

[*](Anth.)

659 Σκοπιήτηϲ: κατάϲκοποϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ϲοὶ δὲ τάδε. Πὰν ϲκοπιῆτα, παναίολα δώρα ϲύναιμοι τρίζυγεϲ ἐκ τριϲϲῆϲ θέντο λινοϲταϲίηϲ.

660 Σκοπιμώτατον· ζήτει ἐν τῷ γεννητική.

[*](650 ═ P 651 ═ P cf. H 652 ═ P cf. H s. v. et s. v. ῥαθαπυγίζειν; lubae fr. 86, FHG 3, 484 653 Polyb. 13, 2 ═ E V 2, 136, 6 —17 654 — κύριον. ═ Ambr. 464 ὁ—γενομένηϲ Polyb. 16, 39, 2 655 cf. Philostr. vit. soph. 1, 21 et Ap. 1, 30 656 ═ P, Ba 366, 20, sch. B 396 cf. H, Zon. 1652 657 —τόποϲ P, Ba 366, 21, Ambr. 501, Et. M 718, 53 cf. PH, sch. Δ 275 καὶ ἕτεροι— ϲκοπιάϲ pr. Dionys. Hal. 9, 20, 2 οὐκ sq. Aelian. fr. 174 658 — ἀποβλέπων ═ P, Ba 366, 22 cf. H, sch. K 40, Et. M. 718, 56 Σκοπιαζέμεν κ 40 cf. H 659 ϲοὶ sq. Anth. 6, 16, 12)[*](653 cf. v. Δ 175 654 cf. v. F 97)[*](A(GFVM))[*](3 Σκομβρίϲειν G β΄ A, Phot.; δευτέρῳ F V M δευτέρᾳ G φθορᾶϲ] διεφθορυίαϲ Bhd. παρεφθορυίαϲ Cobet 4 ἀποδέδοται G 5 ψόγον 6 Αἰτωλῶν— vs. 17 κύριον] ὄνομα κύριον καὶ Αἰ. ϲτρ. F 6 ὃϲ om. V, (Exc) ἧϲ] εἰϲ V 15 τοῖϲ om. GM 17 ὄνομα— ἠδόξει] ὁ μὲν Σ. ὄνομα κύριονι ἠδόξει δὲ V cf. ad vs. 6 19 Νέρβᾳ] Νέρωνοϲ A, corr. rec. 21 5 Ἀπολλώνιοϲ V 25 τὰ om. G μέτρια Toup 26 ante καὶ lac. statuit Bhd. 28 Σκοπιότηϲ V δὲ om. G, Anth. Πάν] πάντα F)
385

661 Σκοπιωροῦνται: φυλακτικῶϲ ϲκοποῦϲιν ἀπὸ μετεώρου.

[*](Σ)

662 Σκοπόν: τύπον, ᾧ ϲτοιχοῦϲι καὶ ἀκολουθοῦϲι.

[*](Σ)

663 Σκοπόϲ: κατάϲκοπόϲ τιϲ, καὶ ἔφοροϲ, καὶ ἀποϲκοπῶν τὰ πόρρω.

[*](Σ)

664 Σκοπῶν: ἀντὶ τοῦ ἀκριβῶϲ καὶ ἐπιμελῶϲ καταμερίζων, περὶ οὗ [*](Ar.) ἂν τὴν ϲκέψιν ποιῇ. καὶ Ἄϲκοποϲ, οὗ μὴ ἔϲτι τύποϲ. ἄϲκοπον, ἀγγελίαρχον, ἀϲώματον, εἴδει μορφῆϲ ἆ μέγα τολμήειϲ κηρὸϲ [*](Anth.) ἀνεπλάϲατο.

665 Σκοπῶ: τὸ βλέπω αἰτιατικῇ.

[*](ynt.)

666 Σκορακίζειν: οἷον ἐϲ κόρακαϲ ἀποπέμπειν· ἀπὸ τούτου γὰρ [*](Σ) εἴρηται, ὡϲ καὶ τὸ οἰμώζειν ἀπὸ τοῦ οἴμοι. καὶ Σκορακιϲμόϲ.

667 Σκορδινᾶϲθαι: τὸ παρὰ φύϲιν ἀποτείνειν τὰ μέλη μετὰ τοῦ [*](Σ) χαϲμᾶϲθαι διακλώμενον. Ἀριϲτοφάνηϲ Ἀχαρνεῦϲι· ϲτένω, κέχηνα, ϲκορδινῶμαι, πέρδομαι. τινὲϲ δὲ περὶ τοὺϲ ἐγειρομένουϲ ἐξ ὕπνου, ὅταν [*](Ar.) χαϲμώδειϲ ὄντεϲ ἐκτείνουϲι τὰ μέλη· ὅπερ ϲυμβαίνει καὶ περὶ τοὺϲ ἄλλωϲ πωϲ βαϲανιζομένουϲ καὶ διαϲτρεφομένουϲ τὰ μέλη.

667 b Σκορδινῶμαι: ἀντὶ τοῦ κλῶμαι, ϲπαϲμῷ ϲυνέχομαι· οἱ γὰρ [*](Ar.) ἀπὸ πληθωρίαϲ ϲκορόδων ἐμοῦντεϲ διὰ τὴν δριμύτητα μᾶλλον ϲπῶνται. τὸ δὲ ἐμεῖν καὶ τὸ ὁπωϲοῦν κενοῦϲθαι ϲκορδινᾶϲθαί ἐϲτιν. οἱ δὲ κυρίωϲ τὸ ϲκορδινᾶϲθαί φαϲιν ἐπὶ τῶν κυνῶν τῶν ἐξ ὕπνου ἀνιϲταμένων, ὅταν τὰ μέλη καὶ ὅλουϲ αὐτοὺϲ διατείνωϲιν. ἔϲτιν οὖν ϲκορδινᾶϲθαι τὸ ἀνακλᾶϲθαι μετὰ χάϲμηϲ. γίνεται δὲ ἀπὸ ἀλογίαϲ τὸ τοιοῦτον.

668 Σκοροδίοιϲ: τοῖϲ τῶν ϲκορόδων φύλλοιϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· [*](Ar.) ἀποψώμεϲθα δ’ οὐ λίθοιϲ ἔτι, ἀλλὰ ϲκοροδίοιϲ ὑπὸ τρυφῶν. γελοίωϲ ἀντὶ τοῦ ϲαβάνοιϲ. ἐπειδὴ δὲ ἤϲθιον ἑκάϲτοτε ϲκόροδα, τοῦτό φηϲιν, ὅτι ὡϲ πλουτήϲαντεϲ κατεφρόνηϲαν τῆϲ παλαιᾶϲ διαίτηϲ. εἴρηται δὲ ϲκόροδο ἴϲωϲ ϲκαιὸν ῥόδον τι ὅν· παρὰ τὸ ϲκαιὸν ὄζειν. τινὲϲ δὲ [*](661 ═ P (in Ar. Vsp. 361) 662 ═ P, Σa cf H (in Levit. 26, 1) 663 ═ P, Σa, Ba 366, 23 cf. sch. K 324 (═ Et. Gen., Ap. S. 142, 32 (unde iEt. M. 718, 49), Apion 664 ποιῇ sch. Ar. Nu. 742 ἄϲκοπον sq. Anth. 1, 34, 12 665 αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. et Gud An. Ox. 4, 299, 18 666 — οἴμοι ═ P cf. H, An. ox. 1, 59, 11 (unde Et. M. 719, 4), Zen V 90. Σκορακιϲμόϲ cf. P H 667 — πέρδομαι ═ P, Et. Gen. cf. H, Et. M 719, 10, sch. Oribus. 3, 682 Bussemaker; Ar. Ach. 30 τινὲϲ sq. sch. Ar. Ran. 922 (unde H, Et. M. 719, 12) cf. sch.Vsp. 642, sch Luc. 202, 3, Moer. 209,9 667b sch. Ar. Ach. 30 668 — p. 386, 6 εἰρηκώϲ Ar. Pl. 817—8 c. sch. ἀπόλλυμαι —νέμονται Ar. Ach 163—4 c. sch. 164. Σκόροδον— ἔβαλλον Ar. Ach. 550 c. sch.) [*](664 Anth. cf. vv. Α1 et Μ 389 666 cf. v. G 255 668 init. cf. vv. Α3110 et 3660) [*](1 Σκοπιωροῦϲι G 5 τύποϲ] ϲκόποϲ A, τύποϲ ss. Ar cf. vs. 2 7 ἀνεπλάϲατο A(GFVVM) πλάϲατο Mec, v. Α1; ἀπεπλάϲατο AG Mac ἀνεπεπλάϲατο V 665 om. AF 10 ὡϲ om 5 καὶ alt.] ὡ(ϲ) V 13 τινὲϲ] γίνεται ex Et. (Hes.) Pierson 14 ἐκτείνωϲι G, Et. Hes. ὥϲπερ G παρὰ F 15 ἄλλουϲ πῆ βαϲ. V 16 ἀντὶ τοῦ om. G 20 τὰ] δὲ τά V 22 τοιοῦτο AM 23 Ἀριϲτοφάνηϲ— διαίτηϲ om F 24 ἀποψώμεθα G V δ᾿] 9 V ϲκορόδοιϲ V, v. l. Ar. yπὸ τρυφῶν om. AVM γελοίωϲ] ἢ γελίοιϲ V 25 βαϲάνοιϲ GV (ζήτει ss. M) δὲ om. V τοῦτό— 26 διαίτηϲ om. V 27 τινὲϲ— p. 386, 13 βαϲανίϲαϲ om. F, τινὲϲ— p. 386, 9 ἀπόλλυνται om V)

386
ϲκοροδίοιϲ τοῖϲ τῶν ϲκορόδων καυλοῖϲ. λιμῷ δὲ περιπεϲόντεϲ οἱ Ἀθηναῖοι τούτοιϲ ἐχρήϲαντο. οὐχ ἁπλῶϲ δὲ τοῦτο, ἀλλ’ ἵνα δείξῃ, ὅτι τοϲαύτῃ μεταβολῇ κεχρήμεθα, ὥϲτε, ἃ πρότερον ἠϲθίομεν ἀγαπητῶϲ. τούτοιϲ νῦν ἀφοδεύοντεϲ ἀποματτόμεθα. μήποτε δὲ τοῦ ϲκορόδου λέγει τὸ καυλόν. ἔϲτι γὰρ ἀϲφοδέλῳ ὅμοιοϲ κἀκεῖνοϲ, ἐπιτήδειοϲ εἰϲ τοῦτο. εἰ δ’ ἄρα δηκτικόν τι ἔχει, τάχα ἂν εἴη παρὰ τὴν ὑπόνοιαν εἰρηκώϲ. καὶ αὖθιϲ· ἀπόλλυμαι τὰ ϲκόροδα πορθούμενοϲ. ἐκ τῶν ἀγρῶν ἔρχεται ἔχων φορτίον ϲκόροδα καὶ ἐπηρεάζεται ὑπὸ τῶν ξένων λιμωττόντων καὶ διαρπαζόντων αὐτά· παρ’ ὅϲον οἱ πορθούμενοι ἀπόλλυνται. ἀρέϲκονται δὲ τοῖϲ ϲκορόδοιϲ οἱ Θρᾷκεϲ οὐκ ἀπεικότωϲ· θερμὰ γάρ ἐϲτιν, οἱ δὲ Θρᾷκεϲ ψυχρὰν χώραν νέμονται. καὶ παροιμία· Σκόροδον ἐν δικτύοιϲ. οἱ Ἀθηναῖοι μέλλοντεϲ πλεῖν καὶ ἐξιέναι ταῦτα ὠνοῦντο, καὶ ἐν λίνοιϲ ἔβαλλον. ζήτει ϲκόροδον ἐν τῷ βαϲανίϲαϲ.