Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
669 Σκορπίδια: μηχανικὸν ἀλέξημα. ὁ δὲ Ἀρχιμήδηϲ πάλιν ἑτέραν ἡτοιμάκει παραϲκευὴν πρὸϲ τοὺϲ ἀπομαχομένουϲ ἐκ τῶν πλοίων. ὡϲ ἀνδρομήκουϲ ὕψουϲ κατεπύκνωϲε τρήμαϲι τὸ τεῖχοϲ, ὡϲ παλαιϲτιαίοιϲ τὸ μέγεθοϲ κατὰ τὴν ἐκτὸϲ ἐπιφάνειαν· οἷϲ τοξόταϲ καὶ ϲκορπίδια παραϲτήϲαϲ ἐντὸϲ τοῦ τείχουϲ, διὰ τούτων ἀχρήϲτουϲ ἐποίει τοὺϲ ἐπιβάταϲ.
670 Σκορπιαίνεϲθαι: ἀποθηριοῦϲθαι, τραχύνεϲθαι, ἀπαυθαδίζεϲθαι. ἐϲ μέντοι τὰϲ ϲυνθεατρίαϲ εἰώθει ἐϲαεὶ ϲκορπιαίνεϲθαι· βαϲκανίᾳ γὰρ πολλῇ εἴχετο. Προκόπιοϲ· ἦν δὲ ἄρα ἡ Θεοδώρα ϲκορπιώδηϲ (τουτέϲτι πληκτική) καὶ ὀργὴν ϲκοτεινή.
671 Σκορπίζω· αἰτιατικῇ.
672 Σκορπίοϲ.
673 Σκοταῖοϲ (ἔτι ϲκοτίαϲ οὔϲηϲ) ἐλθών. οἱ δὲ ϲτρατιῶται [*](Ε) ἐλθόντεϲ ϲκοταῖοι εἶδον τὰ ϲώματα καὶ νόμῳ τῶν Βαβυλωνίων ἐπέρριψαν αὐτοῖϲ, ὁ μὲν κάνδυν, ὁ δὲ χλαμύδα, ὁ δὲ ψωμούϲ, ὁ δὲ [*](Ε) ἀκρόδρυα· καὶ μέγα κεφάλαιον ἠθροίϲθη μικρῶν κερματίων. οἱ δὲ ὕϲτεροι ϲκοταῖοι προϲιόντεϲ ηὐλίζοντο.
674 Σκοτεινόν: ἀφεγγέϲ.
675 Σκοτίζω· αἰτιατικῇ.
676 Σκότιοϲ· ἦν δὲ Ἰουϲτινιανὸϲ δολερόϲ, κατάπλαϲτοϲ, ϲκότιοϲ ὀργήν. [*](669 ὁ s] Polyb. 8, 5, 5—6 670 ἐϲ— εἴχετο Proc. h. a. 9, 26 ῆν sq Proc. h a. 1, 26 671 ═ Synt. Laur. et Gud., An. Ox 4, 299, 17 673 οἱ pr κερματίων Iambl. fr 9 οἱ alt. sq. Xen. An. 2, 2, 17 675 ═ Synt. Laur. et Gud. 676 ἦν— ὀργήν Proc. h. a. 8, 24) [*](673 init. cf. 679; Iambl. cf. vv. Α 1001, K 1414 et 1441) [*](A (GFVM)) [*](1 αὐλοῖϲ A 4 λέγει om. GM 5 ὅμοιοϲ A, sch.; ὅ. ὡϲ GM 7 ἀπόλλυμαι— 8 ϲκόροδα om. A 9. 10 ἀρέϲκονται 11 νέμονται post vs 13 ἔβαλλον transpos. V 10 οὐκ— 11 Θρᾷκεϲ om. A 10 ἐϲτιν V; εἰϲιν G M om. sch. 12 πλεῖν καὶ ἐξιέναι AM; ἐξιέναι καὶ πλεῖν G πλεῖν V 18 τείχουϲ] ἄϲτεοϲ 24 Σκορπίζω] ῥῆμα add. G 672 om. A F V mg. Ar 26 Σκοτιαῖοϲ G, sim. 27 28 αὐτοῖϲ] ουϲ ss. V)
677 Σκοτοδινιᾷ: ϲκοτοῦται· μετὰ ϲκότουϲ ὀφθαλμῶν ϲυϲτροφή, ὅ [*](Σ) ἐϲτιν ἰλιγγιᾷν.
678 Σκοτόμαινα: ϲκότωϲιϲ.
[*](Δ)679 Σκοτομήνη: νὺξ ἀϲέληνοϲ. καὶ Σκοταῖοϲ, ὁ ἔτι ϲκότουϲ [*](Σ) ὄντοϲ παραγενόμενοϲ.
680 Σκότοϲ: ἀρϲενικόν. Αἰλιανόϲ· καὶ διὰ πάϲηϲ ἡμέραϲ ϲκότοϲ [*](Δ) ἦν βαθύτατοϲ, καίτοι τὰ τῆϲ ὥραϲ οὐδαμῆ χειμέρια ἦν.
681 Σκότοϲ· ζήτει ἐν τῷ ἀόρατον.
682 Σκότοϲ: αἱ θλίψειϲ, φῶϲ δὲ ἡ τούτων ἀπαλλαγή· Δαβίδ· φωτιεῖϲ [*](Thdr.) τὸ ϲκότοϲ μου.
683 Σκότοϲ: παρὰ τῇ θείᾳ γραφῇ ποτὲ μὲν ἡ ἄγνοια, ποτὲ δὲ καὶ [*](Thdr.) αἱ ϲυμφοραί. καὶ φῶϲ ὡϲαύτωϲ ἡ γνῶϲιϲ καὶ ἡ τῶν κακῶν ἀπαλλάγη.
684 Σκώληξ: εἶδοϲ ζωϋφίου.
685 Σκώλια· τὰ Σκώλια ἑορτὴν ἦγον Ἀθηναῖοι, ἐν ἦ ἥλλοντο τοῖϲ ἀϲκοῖϲ εἰϲ [*](Suid.) τιμὴν τοῦ Διονύϲου. καὶ ζήτει ἐν τῷ ἀϲκῷ μορμολύττεϲθαι.
686 Σκῶλοϲ: εἶδοϲ ἀκάνθηϲ, ἢ ϲκάνδαλον. τοῦ μὲν ἐγὼ ζώοντοϲ [*](Σ) ἀναιδέϲιν ἐμπήξαιμι ϲκώλουϲ ὀφθαλμοῖϲι, καί, εἰ θέμιϲ, ὠμὰ παϲαίμην. [*](Call.) καὶ αὖθιϲ· ἔκ μοι ϲκῶλον ἔρυϲον, ὅ μοι κακὸν ἔμπεϲεν ὁπλῆ. ὁ ὄνοϲ φηϲὶ πρὸϲ τὸν λύκον.
687 Σκωμμάτιον. καὶ ϲκώμματα· ϲκωμμάτιον, ϲκότον. Ἀριϲτοφάνηϲ· οὐδὲν ἄρ ἐμοῦ μέλον, οἷον δὲ μόνον εἰδέναι ϲκωμμάτιον εἴ ποτέ τι [*](Ar.) θλιβόμενοϲ ἐκβαλῶ. ταυτὶ κατιδὼν ὑπό τι μικρὸν ἐπιθήκαϲα.
[*](676 φεύγεθ’—Λεωνίδεω Anth. 6, 302, 1 —2 ϲκότιον — μίξεωϲ Z 24 c. sch. cf. Aristonic. in sch. A, H Σκότιοϲ οὖν sq. cf. Aristonic. l. l, H 677 ═ P, Σa cf Ba 366, 26, H 678 ═ Ambr. 504 cf. gl Greg. An. Ox. 2, 484, 10 679— ἀϲέληνοϲ═ P, Σa (Ba sec. Wentzel) cf. Zon. 1654, H (in Ps. 10, 2), Ap. S. 142, 30 680 καὶ sq. Aelian. fr. 65 682 Thdr. in Ps. 17, 29, PG 80, 981c 683 Thdr. in Ps. 111, 4, PG 80, 1781 b 686 — ϲκάνδαλον ═ P, Ba 367, 19 cf. Zon 1656; H (partim ex Ap. S. 143, 3), sch. 564 (unde Et. M. 719, 36), Apion τοῦ—παϲαίμην Call. fr. 110 K. an. 58 S, ἐκ sq. Babr. p. 218 687 οὐδὲν sq. Ar. sp. 1288 — 90)[*](676 παρθένιοϲ sq. ex v. Π 362 679 cf. 673 nit. 380 cf. v. Α 2366 385 ex v. Α 4177 687 cf, vv. Μ 533 et Ε 2333)[*](2 Σκότιον] nov. gl. A 2, 3 δέ ἑ M; δὲ G δ, ἐ, AV 3 Σκότιοϲ— A(GFVM) 4 γεγονώϲ om. A(F) V 3, 4 ὅπερ ἐϲτὶ M; ἤγουν G 5 ϲυϲτροφή Acp Σa Ba; ϲυϲτρέφειν V ϲυϲτρέφεται GM 6 λιγγιᾷ GM, Phot. Σa Ba 8 Σκοτομήνη δὲ GVM, non nov. gl. 10 ἀρϲενικῶϲ G cp. A 681 om. AFV 382 —692 post 749 V 13 Σκότοϲ om. F ἡ θλίψιϲ F 683 non nov. gl V 15 καὶ om. G 685 om AFV 18 ἦγον ἑορτὴν G 21 ἀναιδέϲινοϲ G 22 ϲκῶλον] ἤγουν ξύλον ss. V ἔρυϲϲον Toup ἔτρυϲον ss. ἔκβαλον V 687 om. F 24 et 25 Σκωμάτιον AV καὶ — ϲκώμμάτιον om. AV 25 ἐμοῦ] μοὶ ss. M 26 ταυτὶ] ζήτει ss. M ἐπιθήκηϲα V, cod. B 46 Ar., v. E 2333)